Στις κολώνες του Μουσείου της Ακρόπολης με τις συνταγές της εξορίας και στις προθήκες με τα κενά των λεηλατημένων αρχαιοτήτων, ο Ράκοβιτς μετατρέπει την τέχνη σε πολιτική πράξη. Με κουτιά χουρμάδων και χαρτί, αναπαράγει ό,τι καταστράφηκε από εισβολές και ISIS, υπενθυμίζοντας ότι η επιστροφή των πολιτιστικών θησαυρών είναι ζήτημα δικαιοσύνης, όχι νοσταλγίας.
Νιώθω την επίμονη μυρωδιά της κανέλας, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, είναι ένα σκηνοθετημένο εύρημα της ίδιας μου της φαντασίας, καθώς προσέρχομαι στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου Ακρόπολης, για να δω μια έκθεση όπου οι συνταγές μίας μητέρας από τη Βαγδάτη που μεγαλώνει τα παιδιά της στη Νέα Υόρκη, γίνονται η κλωστή που ενώνει τα έργα τέχνης και τις προθέσεις του δημιουργού.
Ο λόγος για τον Μάικλ Ράκοβιτς και την έκθεσή του Allspice που παρουσιάζεται από τον Μάιο και ως και τις 31 Οκτωβρίου στο Μουσείο Ακρόπολης σε επιμέλεια του διευθυντή του Μουσείου Νίκου Σταμπολίδη και της διευθύντριας του ΝΕΟΝ Ελίνας Κουντούρη.
Ο Ράκοβιτς εδώ και δύο δεκαετίες αναπαράγει με κουτιά ιρακινού σιροπιού χουρμάδων, αραβικές εφημερίδες και περιτυλίγματα τροφίμων τα έργα που λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν σε δύο κύματα βίας: πρώτα το 2003, στη λεηλασία του Εθνικού Μουσείου Βαγδάτης μετά την αμερικανική εισβολή, και έπειτα το 2015, όταν το ISIS ανατίναξε την αρχαία Νιμρούντ. Τα έργα του είναι φαντάσματα και αντικαταστάσεις, μνημεία μιας απώλειας που συνεχίζει να καπνίζει.
Έξω οι σκαλωσιές για το Λαμάσου, μέσα οι κισσοί με τις συνταγές στις κολώνες
Καθώς έξω στην αυλή του Μουσείου Ακρόπολης ένα μικρό εργοτάξιο έχει στηθεί για να τοποθετηθεί το περίφημο Λαμασσού του Ράκοβιτς που ταξίδεψε από την Τραφάλγκαρ Σκουέαρ του Λονδίνου για να σταθεί να κοιτάξει τον Παρθενώνα, η επιστροφή στην αίθουσα της έκθεσης είναι επιβεβλημένη. Κοινώς: είναι από τις εκθέσεις όπου μια επίσκεψη δεν αρκεί, δεν χωράει όλη την ιδιοφυία και την καλλιτεχνική ρώμη και τρυφερότητα του Ράκοβιτς.
Ξανά στην αίθουσα που φτάνεις αφού διασχίσεις τον μακρύ γυαλιστερό μαύρο διάδρομο του μουσείου αφήνοντας πίσω την ηχώ του κόσμου που περιμένει να αφήσει τα πράγματά του στην γκαρνταρόμπα πριν περιηγηθεί στο μουσείου που δοξάζει τα Γλυπτά του Παρθενώνα και υπενθυμίζει την απουσία. Στις κολώνες της αίθουσας, χειρόγραφες συνταγές σε λεπτό χαρτί ανεβαίνουν σαν κισσός. Κάποιος τις αντέγραψε για να τις διαβάζουμε όρθιοι, ενδεχομένως νηστικοί. Allspice: μια λέξη-άγκυρα που χωράει μέσα της τέσσερις γεύσεις και μια χώρα που δεν έφυγε ποτέ μέσα απ’ όσους έφυγαν. Το Ιράκ.
Η συνεπιμελήτρια Ελίνα Κουντούρη προτείνει να αρχίσουμε την περιήγηση βλέποντας το βίντεο στο βάθος της αίθουσας, απέναντι από την είσοδο. Η ταινία The Ballad of Special Ops Codyτου Ράκοβιτς βασίζεται σε ένα περιστατικό του 2005, όταν ιρακινή οργάνωση δημοσίευσε φωτογραφία «αιχμάλωτου» Αμερικανού στρατιώτη, απειλώντας να τον εκτελέσει. Ο στρατός των ΗΠΑ ανησύχησε, ώσπου αποκαλύφθηκε ότι ο «όμηρος» ήταν μια πλαστική φιγούρα, το Special Ops Cody, παιχνίδι που πωλούνταν σε αμερικανικές βάσεις και έφτανε στα παιδιά στρατιωτών ως υποκατάστατο του πατέρα.
Στο φιλμ stop-motion, γυρισμένο στο Oriental Institute του Σικάγο, ο Cody μπαίνει στις προθήκες όπου φυλάσσονται μεσοποταμιακά αναθήματα—αγαλματίδια-«υποκατάστατα» πιστών. Προσπαθεί να τα απελευθερώσει, αλλά εκείνα μένουν ακίνητα, φοβισμένα, ανίκανα να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.

Ο πλαστικός στρατιώτης κούκλα από το Ιράκ στις αρχαιότητες της Μεσοποταμίας
Ο Ράκοβιτς κράτησε την ιστορία όπως κρατάς ένα παλιό κλειδί και το γύρισε αλλού: ο στρατιώτης-κούκλα να μιλάει στα αγάλματα που ήταν αιχμάλωτοι μέσα στις προθήκες του μουσείου, να τους λέει «φύγετε». Καμιά φορά ο μύθος του παιχνιδιού μοιάζει πιο αποτελεσματικός από την πολιτική.
Δεκαπέντε λεπτά μετά περπατάς διαφορετικά στον χώρο, ανάμεσα στις κολώνες που είναι ντυμένες με συνταγές της Υβόν, της μητέρας του καλλιτέχνη. Ο ίδιος ο Ράκοβιτς θυμάται να βλέπει την αμερικανική εισβολή στην Βαγδάτη ζωντανά στο CNN και την μητέρα του να μπαίνει στην κουζίνα να μαγειρέψει συνταγές της πατρίδας και ύστερα άρχισε να του μαθαίνει να φτιάχνει αυτά τα φαγητά για να αναιρέσει τη δαιμονοποίηση. Thikra: η ανάμνηση-σκόνη της πατρίδας. Κάτι που κολλάει πάνω σου ακόμη κι αν δεν γύρισες ποτέ.
Ο Ράκοβιτς δεν δουλεύει με μάρμαρο. Δουλεύει με χάρτινα κουτιά και εφημερίδες από την πατρίδα που άφησαν πίσω η μητέρα του και ο παππούς του ο από την πλευρά του πατέρα του. Στο στούντιό του έχει σειρές από χαρτόκουτα ταξινομημένα με το πιο απλό σύστημα: το χρώμα.
Κόκκινα από τενεκέδες ροδιού, χρυσαφιές ετικέτες σιροπιούχουρμάδων, πυκνά πράσινα από τσάγια. Σαν να στήνει ένα μικρό μανάβικο μνήμης. Από αυτά τα ψιλά -εφημερίδες, περιοδικά, περιτυλίγματα- ξαναχτίζει τις ανάγλυφες μορφές της Νιμρούντ. Όχι «αντίγραφα». Κάτι ανάμεσα σε ομοίωμα και φάντασμα. Ο σωστός όρος του είναι επανεμφάνιση.
Προσφυγιά ή αιχμαλωσία: οι αρχαιότητες που λείπουν
Στα πάνελ υπάρχουν κενά. Συνειδητά, καθαρά. Κομμάτια λευκού τοίχοι που εκφράζουν σεβασμό, ευγένεια. Το μάτι τα αισθάνεται πριν τα δει. Είναι τα σημεία όπου η ιστορία διέλυσε την σκαλισμένη πέτρα: πόλεμοι, λεηλασίες, η βιασύνη της αγοράς. Όπως λέει ο Νίκος Σταμπολίδης «Οι αρχαιότητες είναι πρόσφυγες ή αιχμάλωτες;» Αν είναι πρόσφυγες, επιστρέφουν όταν μπορούν· αν είναι αιχμάλωτες, οφείλουν να επιστρέψουν οπωσδήποτε. Τα κενά απαντούν καλύτερα από εμάς.
Η δεύτερη αίθουσα είναι μια ήσυχη σκηνή. Σε βιτρίνα, ένα κυπριακό κεφάλι από τη Συλλογή Θάνου Ν. Ζιντίλη στέκει πίσω από μία επιφάνεια από γυαλί. Πάνω της με λευκό μαρκαδόρο, ο Ράκοβιτς ζωγράφισε επί τόπου το σώμα του Λαμάσου. Αν σταθείς λίγο λοξά, το πρόσωπο κουμπώνει στο σώμα.
Η γραμμή τρεμοπαίζει, ο φύλακας εμφανίζεται και εξαφανίζεται με κάθε σου βήμα. Spolia λέγεται η αρχαία πρακτική, να ξαναχρησιμοποιείς πέτρες άλλων μνημείων. Εδώ είναι μια πρόταση συνύφανσης: Ελλάδα–Μεσοποταμία–Κύπρος, τρία στρώματα σε ένα διάφανο πλάσμα. Κι εκείνο το μικρό παιχνίδι από την αρχή; Μένει ως ψίθυρος: ένας φρουρός μινιατούρα που κάνει διάλογο με έναν χιλιετή θεό. Δύο εκδοχές προστασίας και δύο εκδοχές αιχμαλωσίας στην ίδια διαδρομή μέσα στο Μουσείο.
Όχι έκθεση, πρόβα επιστροφής
Η αρχιτεκτονική της έκθεσης (από την Φάνη Καφαντάρη) δεν κρύβει τίποτα. Ξύλα, μέταλλα, δοκοί σαν ικριώματα ανασκαφής. Σαν να σου λέει ο χώρος: «Ό,τι βλέπεις στήθηκε για να στηρίξει κάτι που λείπει». Ο Ράκοβιτς είπε ότι το Μουσείο Ακρόπολης του «δίδαξε» το έργο του, ότι εδώ η απουσία είναι παρουσία με πλήρες ωράριο. Ο ΝΕΟΝ και το μουσείο στήνουν μια τριλογία· η πρώτη πράξη είναι αυτή. Δεν είναι μόνο έκθεση. Είναι πρόβα επιστροφής.
Λεζάντες συνοδεύουν κάθε έκθεμα, ακόμα και τα δεκάδες μικροσκοπικά με τον Ράκοβιτς να ενθέτει λόγια φίλων του, λόγια που έχει διαβάσει και θέλει αν είναι μέρος της αφήγησής του. «Στοχεύουν έναν λαό, καθώς και την ιστορία και τον πολιτισμό του. Είναι μια προσπάθεια να τερματιστεί η ύπαρξη ενός λαού στη γη των προγόνων του», γράφει ο Sanhareb Barsom. Ανάμεσα στις λεζάντες συναντάς τη λέξη EXIST (Room F, Section 1, Panel 15, Nimrud). Μικρός τίτλος, μεγάλη αξίωση. Να υπάρχεις, παρά. Να υπάρχεις, ξανά.

Στο τέλος της δεύτερης αίθουσας, μεγάλη όσο μια πρόσοψη, η φωτογραφία του πρότζεκτ Return. Ο παππούς του Μάικλ Ράκοβιτς, Nissim Isaac David, εκδιώχθηκε από το Ιράκ το 1946 μαζί με την οικογένειά του, αφήνοντας πίσω μια εβραϊκή κληρονομιά πέντε αιώνων. Στο Λονγκ Άιλαντ ίδρυσε ξανά την εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγώνDavisons & Co., μία από τις πιο δραστήριες της Μέσης Ανατολής, που έκλεισε τη δεκαετία του ’60.
Ένα κουτί με σιρόπι χουρμάδων από το Ιράκ
Το 2004 ο Ράκοβιτς αναβίωσε συμβολικά την επιχείρηση και δύο χρόνια αργότερα άνοιξε κατάστημα στο Μπρούκλιν, προσκαλώντας μέλη της ιρακινής διασποράς και απλούς πολίτες να στέλνουν δωρεάν δέματα σε συγγενείς στο Ιράκ, την ώρα που το επίσημο δίκτυο μεταφορών είχε καταρρεύσει. Παράλληλα επιχείρησε το αντίστροφο: να εισαγάγει προϊόντα που να φέρουν καθαρά την ένδειξη «Product of Iraq».
Η ιδέα γεννήθηκε όταν εντόπισε κουτί σιροπιού χουρμάδων που έγραφε «Λίβανος», αν και το προϊόν προερχόταν από τη Βαγδάτη και, για να παρακάμψει κυρώσεις και τέλη ασφαλείας, ταξίδευε μέσω Συρίας και Λιβάνου πριν αποκτήσει ετικέτα εξαγωγής. Το σιρόπι τον οδήγησε στους ίδιους τους χουρμάδες, θρυλικούς για τις εκατοντάδες ποικιλίες τους, και στη συμφωνία εισαγωγής ενός τόνου χουρμάδων από τη Χίλλα την πρώτη τέτοια εμπορική συναλλαγή με το Ιράκ έπειτα από 25 χρόνια.
Ο καλλιτέχνης είχε ζητήσει από μέλη της ιρακινής κοινότητας να του φέρουν πράγματα που ήθελαν να στείλουν δωρεάν πίσω στην πατρίδα: λεπτομέρειες καθημερινές που γίνονται φορτία αγάπης. Στο τέλος στάλθηκαν τρία μόνο αντικείμενα: ένα Microsoft Office 98, μια μπαταρία κινητού Nokia, ένα βιβλίο του Πολ Όστερ.
Σου φιλώ τα χέρια
Η κουζίνα του καλλιτέχνη προηγείται του στούντιο. Το έχει πει: η μαγειρική είναι αρχαιολογία. Σκάβεις με κουτάλια, ανασύρεις με πιρούνια. Παίρνει τα κουτιά με τους χουρμάδες που καλλιεργήθηκαν στο Ιράκ και άλλαξαν ταυτότητα καταγωγής στον Λίβανο (κρατούσα ένα φοβισμένο αντικείμενο, έχει γράψει) και φτιάχνει ένα Λαμάσου για την Trafalgar Square. Ένα αντί-μνημείο καρφωμένο στην καρδιά της μνήμης μιας αυτοκρατορίας. Προτείνει να το δωρίσει στην Tate αν το Βρετανικό Μουσείο επιστρέψει ένα ασσυριακό ανάγλυφο στη Νιμρούντ. Όχι χειρονομία γενναιοδωρίας. Πράξη ίασης. Το Λαμάσου από τις 6 Οκτωβρίου θα στέκει δίπλα στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Στην τελευταία αίθουσα, τα ράφια λάμπουν σαν κεχριμπάρι: Βάζα με άμπα-τουρσί μάνγκο- φτιαγμένα εδώ. Πάνω στο γυαλί χαραγμένες λέξεις της ιρακινοεβραϊκής οικογενειακής γλώσσας. Αλλά και αγγλικές αναφορές -σου φιλώ τα χέρια, διαβάζω σε έναλ Το δωμάτιο διαβάζεται σαν μαγείρεμα: σιγά-σιγά, με υπομονή. Ψάχνω την συνταγή σε μια από τις κολώνες, μαζί καταγράφω και άλλες που θα δοκιμαστούν στην δική μου στόφα. Τα βάζα με το άμπα συνομιλούν με το μνημειακό Chicago Assyrian Dictionary. Δύο λεξικά: το ένα τρώγεται, το άλλο διαβάζεται. Και τα δύο απαντούν στην ίδια ερώτηση: τι κρατάμε, τι αφήνουμε, πώς ενώνουμε ένα σώμα που έχει σπάσει.
Η άμπα, μου λένε, έχει εκείνη την γλυκόξινη απόληξη που κάνει τη γλώσσα να θυμάται. Οι συνταγές στις κολώνες δεν ήταν διακόσμηση. Ήταν οδηγίες χρήσης. Πώς να διαχειριστείς μια απώλεια; Με υποκαταστάσεις που δεν είναι πρόχειρα, με υλικά «ευτελή» που αρνούνται να είναι εφήμερα. Με κουτιά χουρμάδων που σε κοιτούν από την Trafalgar ή από την Αθήνα και σου λένε ότι κάποτε όλα αυτά ήταν ένα.
Η τέχνη δεν λύνει το αδιέξοδο αλλά δημιουργεί χώρο σκέψης, ελπίδας, επιμονής. Αυτό κάνει κι ο Ράκοβιτς, αυτό κάνει ο ΝΕΟΝ και το Μουσείο Ακρόπολης σε αυτή την σπουδαία έκθεση που θα θυμόμαστε για χρόνια. Που σε καλεί αν την επισκεφτείς ξανά και ξανά. Ανοίγει χώρο. Για την μνήμη, για την πείνα, για την ελπίδα. Για να μπει αέρας στις προθήκες.
Allspice | Michael Rakowitz & Ancient Cultures
Μουσείο Ακρόπολης, Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων. Έως 31 Οκτωβρίου
Επιμέλεια: Καθηγητής Νίκος Χρ. Σταμπολίδης & Ελίνα Κουντούρη
Αρχαιότητες σε δάνειο: Institute for the Study of Ancient Cultures, University of Chicago & Συλλογή Θάνου Ν. Ζιντίλη (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης)