Στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο, η National Portrait Gallery παρουσιάζει μια έκθεση για τον φωτογράφο που έχτισε μαζί με το Χόλιγουντ την πρώτη παγκόσμια θρησκεία της εικόνας: τη λατρεία της διασημότητας. Η “Cecil Beaton’s Fashionable World” συγκεντρώνει περισσότερα από 250 έργα, φωτίζοντας τον άνθρωπο που έκανε την εικόνα πολιτική δύναμη.
Στην πραγματικότητα ο Σέσιλ Μπίτον δεν φωτογράφιζε όμορφους ή επιτυχημένους ανθρώπους· κατασκεύαζε την ομορφιά ως μορφή ισχύος. Πολύ πριν το Instagram, πολύ πριν η μοναρχία αναβαπτιστεί σε lifestyle brand, υπήρχε ο Σέσιλ Μπίτον, σκηνοθετώντας βασίλισσες και «Bright Young Things» με την ίδια ανελέητη θεατρικότητα.
Ήταν σνομπ, κουτσομπόλης, ιδιοφυΐα· ήθελε τις τιάρες, τα Όσκαρ, τα πάρτι, τις στήλες κουτσομπολιού. Και τα κατέκτησε όλα, οπλισμένος μόνο με μια κάμερα κι ένα ένστικτο αλάνθαστο για την κοινωνική έννοια της λέξης παράσταση.

Είναι η πρώτη μεγάλη έκθεση που εστιάζει αποκλειστικά στη φωτογραφία μόδας του Μπίτον, στον πυρήνα της καριέρας του και το θεμέλιο για τη μετέπειτα θριαμβευτική του πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και το παλάτι. Επιμελητής της “Cecil Beaton’s Fashionable World” είναι ο ιστορικός φωτογραφίας Ρόμπιν Μιούρ, ο οποίος συγκεντρώνει περίπου 250 έργα: φωτογραφίες, σχέδια, επιστολές, κοστούμια από το Cecil Beaton Studio Archive και το αρχείο της εκδοτικής εταιρείας Condé Nast.
Όλα ξεκινούν με μια κάμερα και μια φαντασίωση
Η διαδρομή ξεκινά με τα εφηβικά πειράματα στις αίθουσες της οικογένειας στο Χάμπστεντ, συνεχίζεται στα χρόνια του Κέιμπριτζ, όπου καλλιέργησε την κλίση του στη μεταμφίεση, και κορυφώνεται με τη θρυλική παρέα των «Bright Young Things». Από εκεί, το νήμα οδηγεί στις σελίδες της Vogue, στα ταξίδια σε Νέα Υόρκη και Παρίσι, στη βασιλική αυλή, στις εικόνες του πολέμου, στην έκρηξη χρωμάτων της δεκαετίας του ’50 και, τέλος, στη χολιγουντιανή αποθέωση: τα Όσκαρ για το “My Fair Lady” - το “Ωραία μου κυρία”.
Η ερώτηση που υποβάλλει η έκθεση δεν είναι μόνο χρονολογική· είναι ουσιαστική: πώς ένας σχεδόν αυτοδίδακτος νεαρός εφηύρε τη φωτογραφία ως θέατρο, τη μόδα ως προπαγάνδα, τη γοητεία ως πολιτική;

Κάθε φωτογραφία του Μπίτον είναι αναγνωρίσιμη. Συνδύασε το θεατρικό πορτρέτο της Εδουαρδιανής εποχής με τον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό και τον αμερικανικό μοντερνισμό, δίνοντάς τους μια αγγλικής αισθητικής επίστρωση. Τα μοντέλα δεν πόζαραν· έπαιζαν ρόλους. Τα τύλιγε με υφάσματα, τα τοποθετούσε σε σκηνικά, τα έκανε να μοιάζουν με γλυπτά χάρη στον τρόπο που χρησιμοποιούσε το φως
Οι πρώτες του σελίδες στη Vogue της δεκαετίας του ’20 και ’30 —αρκετές εκτίθενται— μοιάζουν εκπληκτικά σύγχρονες. Τα ρούχα δεν παρουσιάζονται απλώς· αφηγούνται. Ένα φόρεμα Balmain γίνεται ηρωίδα μιας όπερας. Ένα ταγιέρ Hartnell αποκτά σκηνικό δράμα. Η μόδα αποκτά αφήγηση και ο φωτογράφος γίνεται σκηνοθέτης.

Η Όντρεϊ Χέπμπορν σε μία από τις πιο εμβληματικές στιγμές της καριέρας της· ο Μπίτον υπογράφει κοστούμια και σκηνικό και κερδίζει Όσκαρ. (The Cecil Beaton Archive, London)
Το Χόλιγουντ ως Όλυμπος
Το Χόλιγουντ ήταν για τον Μπίτον ένας ναός εικόνων, ένας Όλυμπος όπου οι θεοί δεν κρατούσαν κεραυνούς αλλά τσιγάρα και σαμπάνιες. Εκεί βρήκε το ιδανικό του πεδίο. Η Γκρέτα Γκάρμπο, η Μαρλέν Ντίτριχ, ο Γκάρι Κούπερ, η Μέριλιν Μονρόε, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ: όλοι τους πόζαραν στο φακό του. Όχι για να αποτυπωθεί η πραγματικότητα, αλλά για να κατασκευαστεί ένας μύθος.
Οι φωτογραφίες του δεν ήταν απλώς πορτρέτα σταρ. Ήταν τελετουργίες ενθρόνισης. Ο Μπίτον τους τοποθετούσε σε σκηνοθετημένα σκηνικά, έστηνε το φως σαν θεατρική αυλαία, έδινε στους ηθοποιούς ρόλους πιο μνημειώδεις από αυτούς που ερμήνευσαν στο σινεμά. Έτσι η Μονρόε έγινε αιώνια εύθραυστη, η Χέπμπορν αιώνια αιθέρια, η Τέιλορ αιώνια εκρηκτική.

Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ σε πορτρέτο του Σέσιλ Μπίτον, από το Cecil Beaton Studio Archive.
Ουσιαστικά, ο Μπίτον προσέφερε στο Χόλιγουντ κάτι που δεν μπορούσε να κατακτήσει μόνο του: διάρκεια. Ο κινηματογράφος πρόβαλε τους σταρ σε μια ταινία, αλλά η φωτογραφία του Μπίτον τους αποτύπωνε για πάντα. Αν η βιομηχανία είχε ανάγκη από μύθο, εκείνος ήταν ο προμηθευτής.
Πίσω από αυτή τη διαδικασία κρύβεται και μια κοινωνικοπολιτική αλήθεια. Το Χόλιγουντ του μεταπολέμου ήταν το μαλακό εργαλείο ισχύος (soft power) της Αμερικής. Και ο Μπίτον, Βρετανός με την ευαισθησία του outsider, το ενίσχυσε. Με τις εικόνες του συνέδεσε τη λάμψη των σταρ με το ιδεώδες του αμερικανικού τρόπου ζωής: μια υπόσχεση ομορφιάς, ελευθερίας, αθανασίας.
Εδώ βρίσκεται και η ειρωνεία: ο Μπίτον, ο αιωνίως ανασφαλής δανδής που στα ημερολόγιά του κορόιδευε τον κόσμο στον οποίο ανήκε, ήταν ο πιο πιστός ιερέας αυτού του ναού. Καθώς κάθε κλικ του μεταμόρφωνε τους ανθρώπους σε μυθολογικά σύμβολα, εκείνος έκτιζε μαζί με το Χόλιγουντ την πρώτη παγκόσμια θρησκεία της εικόνας: τη λατρεία της διασημότητας.
Η μοναρχία ως brand

Η πρώτη επίσημη βασιλική φωτογράφιση του Σέσιλ Μπίτον: η Ελισάβετ, σύζυγος του Γεωργίου ΣΤ΄, σε πορτρέτο που επαναπροσδιόρισε τη δημόσια εικόνα της μοναρχίας στον 20ό αιώνα. (The Cecil Beaton Studio Archive, London)
Αν το Χόλιγουντ χάρισε στον Μπίτον την αίγλη, η μοναρχία τού έδωσε κάτι πολύ πιο σημαντικό: εξουσία. Οι πρώτες του φωτογραφίες της Ελισάβετ (μετέπειτα Queen Mother), στα τέλη της δεκαετίας του ’30, δεν ήταν απλά πορτρέτα: ήταν μια στρατηγική επικοινωνιακή επινόηση. Η νεαρή βασίλισσα, τυλιγμένη σε δημιουργίες του Norman Hartnell, εμφανίζεται ως το πρόσωπο ενός έθνους που βαδίζει προς τον πόλεμο: μητέρα, σύζυγος, σύμβολο αντοχής και ομορφιάς μέσα στα ερείπια.
Αυτό που έκανε ο Μπίτον ήταν επαναστατικό: ανασχεδίασε τη μοναρχία για τον 20ό αιώνα, αντιλαμβανόμενος ότι δεν αρκούσε πια η απόσταση και το τελετουργικό. Εκείνος μεταμόρφωσε τους Ουίνδσορ σε εικόνες για τα εξώφυλλα· σε μια εποχή όπου η φωτογραφία έπαιρνε τα ηνία της κοινής γνώμης, ο Μπίτον είδε ότι η μοναρχία θα επιβίωνε μόνο αν γινόταν brand.
Οι εικόνες της Πριγκίπισσας Μαργαρίτας το αποδεικνύουν. Ο Μπίτον την παρουσίασε κάπως βλάσφημα ως «It girl» της δεκαετίας του ’50, με τη φρεσκάδα μιας σταρ του σινεμά και τη χάρη μιας αριστοκράτισσας. Χάρη στο βλέμμα του, η Μαργαρίτα έμοιαζε με fashion icon περισσότερο παρά με πριγκίπισσα. Η αυλή απέκτησε μια αύρα που δεν είχε ποτέ.
Πίσω από την αισθητική, όμως, υπήρχε μια καθαρή πολιτική λειτουργία. Οι φωτογραφίες του Μπίτον έκαναν τη βρετανική μοναρχία εξαγώγιμη. Στην Αμερική, η εικόνα της βασίλισσας βοήθησε να κερδηθεί η κοινή γνώμη και να ενισχυθεί η υποστήριξη προς τη Βρετανία στη διάρκεια του πολέμου. Ήταν δημόσιες σχέσεις σε μια εποχή που το PR δεν είχε ακόμα όνομα.
Το παράδοξο; Ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε αυτό το πρώτο βασιλικό «rebranding» ήταν ένας outsider, ένας καλλιτέχνης που ποτέ δεν ταίριαξε απόλυτα στον κόσμο της εξουσίας, που στα ημερολόγιά του δεν δίσταζε να είναι απόλυτα σαρκαστικός ίδιους τους ανθρώπους που τον προσλάμβαναν. Κι όμως, κανείς δεν κατάφερε τόσο αποτελεσματικά να πακετάρει τη μοναρχία ως εικόνα lifestyle.

Σήμερα μιλάμε για «royal brand», για «soft power», για τα social media της Κέιτ· αλλά ο πρώτος που έστησε τη βασιλική οικογένεια ως εικόνα-προϊόν ήταν ο Σέσιλ Μπίτον. Ένας δανδής με μια κάμερα.
Ο πόλεμος: η ομορφιά ως όπλο
Η πιο κρίσιμη δουλειά του δεν έγινε στα πάρτι αλλά κάτω από τις σειρήνες. Το 1940 διορίστηκε επίσημος φωτογράφος του Υπουργείου Πληροφοριών. Η αποστολή του δεν ήταν αντικειμενική· ήταν εξάρτημα στην μηχανής προπαγάνδας.
Η φωτογραφία ενός παιδιού στο αναρρωτήριο του East End, με επιδέσμους και βλέμμα καρφωμένο στην κάμερα, έγινε παγκόσμιο σύμβολο. Δημοσιεύτηκε στον αμερικανικό Τύπο και συνέβαλε στη μεταστροφή της κοινής γνώμης υπέρ της Βρετανίας. Ο δανδής της κοινωνίας είχε μετατραπεί σε spin doctor της κυβέρνησης -ένας αποτελεσματικός δημιουργός εργαλείων προπαγάνδας.

Η εμβληματική φωτογραφία του Σέσιλ Μπίτον για το Υπουργείο Πληροφοριών: ένα παιδί του East End στο νοσοκομείο μετά τον βομβαρδισμό. Η εικόνα δημοσιεύθηκε σε εφημερίδες των ΗΠΑ, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ της Βρετανίας. (Imperial War Museum)
Οι εικόνες του από τα ερείπια, τους πυροσβέστες, τις νοσοκόμες, τους στρατιώτες αισθητικοποιούσαν τη φρίκη. Ο Μπίτον εξιδανίκευσε το θάρρος, ρομαντικοποίησε την καταστροφή, μετέτρεψε την αντοχή σε στυλ. Και πάνω απ’ όλα, έστησε τη μοναρχία ως το υπέρτατο θέατρο επιβίωσης: η Ελισάβετ με δημιουργίες Hartnell, φωτεινή πάνω στα χαλάσματα.
Η ομορφιά έγινε όπλο. Η φωτογραφία, διπλωματία. Ο Μπίτον απέδειξε πως μια εικόνα μπορεί να κινήσει έθνη πιο γρήγορα από έναν λόγο.

Δύο αεροπόροι της RAF ποζάρουν μπροστά σε σκηνικό με πολεμικά αεροσκάφη· ο Μπίτον μετατρέπει ακόμη και την προπαγάνδα σε σκηνογραφία. (The Cecil Beaton Studio Archive, London)
Μεταπολεμική έκρηξη χρώματος
Μετά τον πόλεμο, η μόδα αναγεννήθηκε. Ο Μπίτον αποτύπωσε το «New Look» του Dior, τις δημιουργίες Balmain και Hartnell σε εκτυφλωτικά χρώματα Kodachrome. Οι φωτογραφίες του μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής: Worldly Colour (1948), The Second Age of Beauty is Glamour (1946).
Το αποκορύφωμα ήρθε με τα κοστούμια και τα σκηνικά του “My Fair Lady” και του “Gigi”. Κέρδισε τρία Όσκαρ. Η σκηνή του’Ascot στο “My Fair Lady”, μαύρα και λευκά κοστούμια σε εκτυφλωτικό σκηνικό, παραμένει η πιο εμβληματική εικόνα Εδουαρδιανής κομψότητας στον κινηματογράφο.

Η Nancy Harris σε βραδινή τουαλέτα στο «Tuxedo Ball»· μια από τις εμβληματικές έγχρωμες φωτογραφίες μόδας του Σέσιλ Μπίτον για το αρχείο της Condé Nast.
Τα ημερολόγιά του ήταν τόσο διάσημα όσο οι φωτογραφίες του. Σαρκαστικά, ειλικρινή, σκληρά. Εξομολογούνταν τον θαυμασμό του για τη Γκάρμπο, τη δυσπιστία του για τον Τρούμαν Καπότε, την ειρωνεία του για τους Ουίνδσορ. Έδειχναν την αγωνία ενός ανθρώπου που διψούσε για αποδοχή αλλά σατίριζε τους πάντες.
Γιατί τώρα; Γιατί ήταν προφήτης του σήμερα
Η Βικτόρια Σίνταλ, διευθύντρια της National Portrait Gallery, θυμίζει πως ο Μπίτον υπήρξε το θέμα της πρώτης φωτογραφικής έκθεσης του μουσείου το 1968. Η επιστροφή του σήμερα δείχνει πόσο επίκαιρος παραμένει.
Σε μια εποχή όπου οι εικόνες μας κατακλύζουν, ο Μπίτον μοιάζει προφήτης. Είδε πρώτος ότι η γοητεία δεν είναι διακόσμηση αλλά πολιτική, ότι η ομορφιά μετακινεί αγορές και έθνη.

Η γοητεία της μεταπολεμικής αναγέννησης· η μόδα γίνεται ξανά όπλο αισιοδοξίας μέσα από τον φακό του Μπίτον. (The Condé Nast Archive, London)
Πέθανε το 1980, έπειτα από εγκεφαλικό. Τα τελευταία του χρόνια ήταν ήσυχα, μακριά από τα φώτα που ο ίδιος είχε ανάψει. Κι όμως, η επιρροή του είναι παντού: σε κάθε editorial μόδας, σε κάθε πορτρέτο διασημότητας, σε κάθε εικόνα που θεοποιεί την εμφάνιση.
«Θέλω να κάνω τα πάντα να φαίνονται πιο όμορφα απ’ όσο είναι. Γι’ αυτό ζω», έγραψε.
Ο Σέσιλ Μπίτον υπήρξε αντίφαση: ο αισθητιστής που αισθητικοποίησε τη συμφορά, ο διανοούμενος που λαχταρούσε γκλάμουρ. Κατάλαβε, νωρίτερα από όλους, ότι η ομορφιά δεν είναι ποτέ «απλώς» ομορφιά. Είναι ισχύς, καθρέφτης και όπλο, τρόπος να γραφτεί η Ιστορία με φως, κρύβοντας τις τρομακτικές σκιές-αλήθειες.
Περνώντας από την έκθεση, κοιτώντας τη Μονρόε εύθραυστη και την Χέπμπορν αιθέρια, τις βόμβες του Λονδίνου και τις τιάρες του παλατιού, ο επισκέπτης θα δει όχι μόνο φωτογραφίες αλλά τη γέννηση της ίδιας της σύγχρονης εικόνας.