Από τον κήπο γλυπτικής της Κρήτης ως τους προσφυγικούς καταυλισμούς των Ροχίνγκια και τα δημόσια Ωνάσεια σχολεία, η ιδέα του συλλέγειν μπήκε σε αχαρτογράφητα μονοπάτια στη συζήτηση στην Art Athina με τη Farah Nayeri των New York Times να συντονίζει και τους Vincenzo de Bellis, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Σωτήρη Μπαχτσετζή, Durjoy Rahman.
Σάββατο μεσημέρι στην Αθήνα, στο Ζάππειο Μέγαρο. Ένα αγόρι τραβάει το μανίκι της μητέρας που μιλάει στο κινητό, περιμένει μία φίλη με την κόρη της να μπουν μαζί στην Art Athina. Eνα ρυάκι ανθρώπων ανεβαίνει τα σκαλιά περιμένει να περάσει από το περιστύλιο για να μπει στον χώρο. Λίγο πριν, στην αλέα, δεκάδες άνθρωποι στέκονται και ζωγραφίζουν στο υπαίθριο εργαστήριο που έχει στήσει η Hermés.
«Είναι παλιό, μαμά, το Ζάππειο;», ρωτάει ο μικρός. «Ναι», είπε εκείνη χωρίς να κοιτάξει, συνεχίζει να μιλάει με την φίλη. Ο μικρός ανεβάζει τα γυαλιά ηλίου που φοράει, κουνάει το κεφάλι και «Ωραίοι κίονες, ε;». Γελάω καθώς κατευθύνομαι στην Αίγλη, να ακούσω για το ποιος είναι ο συλλέκτης του μέλλοντος, ο κοινωνικός αντίκτυπος του συλλέγειν, πως η πολιτική διυλίζεται στην σύγχρονη τέχνη.

Στον πρώτο όροφο της ανακαινισμένης «Αίγλης», το Art Athina Art for Tomorrow Talks powered by TATOI Club, στην παρθενική του παρουσίαση -πιλοτική όπως λέει ο πρόεδρος του Democracy and Culture Foundation Αχιλλέας Τσάλτας- έχει ήδη φέρει πλήθη κόσμου. Οι συνεπιμελήτριες, Μαριλένα Κουτσούκου (Διευθύντρια Ανάπτυξης της Art Athina) Kim Conniff Taber (Διευθύντρια Περιεχομένου του Democracy and Culture Foundation) είχαν συγκεντρώσει ένα κοινό ανυπόμονο να ακούσει κάτι περισσότερο από ευγένειες· γκαλερίστες, καλλιτέχνες, συλλέκτες.
Toυίντ σακάκι και μονόκλ
Η δημοσιογράφος των New York Times Farah Nayeri υποδέχθηκε τέσσερις κορυφαίες μορφές του διεθνούς και ελληνικού πολιτισμού: τον Vincenzo de Bellis, Chief Artistic Officer και Global Director των Art Basel Fairs, την Αφροδίτη Παναγιωτάκου, καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, τον Σωτήρη Μπαχτσετζή, καλλιτεχνικό διευθυντή του Ιδρύματος Γ. & Α. Μαμιδάκη, και τον Durjoy Rahman, ιδρυτή του Durjoy Bangladesh Foundation.
«Σκεφτείτε έναν συλλέκτη το 1920», ξεκίνησε η Nayeri, «Ευρωπαίο ή Αμερικανό, με τουίντ σακάκι, μονόκλ, αριστοκρατικής καταγωγής, που αγοράζει αρχαιότητες και πίνακες παλαιών δασκάλων». Θύμισε έπειτα τις γυναίκες που ανέτρεψαν αυτή την εικόνα -την Γερτρούδη Στάιν στο Παρίσι, την Πέγκι Γκουγκενχάιμ στη Νέα Υόρκη – πριν στραφεί στο παρόν: «Στον κόσμο υπάρχουν πάνω από 3.000 δισεκατομμυριούχοι σύμφωνα με το Forbes· οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, συλλέγουν τέχνη. Και δεν μένουν πια μόνο στις αγορές έργων· ιδρύουν μουσεία, δημιουργούν ιδρύματα, ανταγωνίζονται τις δημόσιες συλλογές». Το ερώτημά της ήταν αιχμηρό: όταν οι ιδιώτες κάνουν τη δουλειά των μουσείων, είναι αυτό θετικό ή αρνητικό;
Ο Σωτήρης Μπαχτσετζής απάντησε από ελληνική σκοπιά, περιγράφοντας το Ίδρυμα Μαμιδάκη και τον ανοιχτό κήπο γλυπτών του. Μετά την κρίση, τόνισε, το κράτος σταμάτησε ουσιαστικά να συλλέγει, και «ιδιωτικά ιδρύματα κλήθηκαν να καλύψουν το κενό, όχι μόνο με εκθέσεις αλλά με πραγματική συλλογή».
Η συλλέκτρια που δεν έχει ψήφο
Ο Μπαχτσετζής υπογράμμισε ότι το ίδρυμα δημιουργήθηκε από μια γυναίκα συλλέκτρια που «ενδιαφερόταν πραγματικά για την τέχνη, όχι για το κοινωνικό στάτους» και πως η συλλογή συνδέεται οργανικά με την οικογενειακή τουριστική επιχείρηση. «Είδα μια επιχειρηματία που γνωρίζει προσωπικά τους εξακόσιους εργαζόμενους, που αντιμετωπίζει το προσωπικό σαν οικογένεια. Αυτή η ανθρωπιά είναι η βάση για ό,τι κάνουμε», είπε.
Τόνισε επίσης ότι η έμφαση δεν είναι μόνο στις εκθέσεις αλλά στη δημιουργία μόνιμων υπαίθριων έργων μεγάλης κλίμακας: «Η συλλογή μας είναι το μοναδικό, κατά την άποψή μου, κήπο γλυπτών αυτού του μεγέθους στην Ελλάδα, με πάνω από εβδομήντα εγκαταστάσεις ανοιχτές στο κοινό». Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια, δημιουργήθηκε επιτροπή πανεπιστημιακών και ανεξάρτητων επιμελητών που αποφασίζει για κάθε νέα απόκτηση. «Η συλλέκτρια δεν έχει ψήφο. Ακούω πάντα τη γνώμη της, αλλά η τελική απόφαση ανήκει στους ειδικούς», εξήγησε, υπογραμμίζοντας πως το ζητούμενο είναι να υποστηριχθούν σημαντικοί καλλιτέχνες, συχνά υποεκπροσωπούμενοι διεθνώς, με κριτήριο την ποιότητα του έργου.
Ελέφαντες για πρώτη φορά στο Ντουμπάι -ή πώς στηρίζεται το αίτημα των Ροχίνγκια
Ο Durjoy Rahman πήρε τον λόγο με μια αφήγηση που έδειχνε πώς η συλλογή μπορεί να μετατραπεί σε κοινωνικό ακτιβισμό με εστίαση στο προσφυγικό πρόβλημα: «Ως συλλέκτης αξιοποίησα τα δίκτυα και τις κοινωνικές διασυνδέσεις που διαθέτω. Έτσι, το 2018 ίδρυσα το Durjoy Bangladesh Foundation. Durjoy σημαίνει “Ανίκητος”, μια λέξη που σήμερα έχει σημασία για κάθε χώρα, κάθε θρησκεία, για όποιον θέλει να επιβιώσει. Την εποχή εκείνη το Μπαγκλαντές δεχόταν τη μεγαλύτερη εισροή προσφύγων Ροχίνγκια από τη Μυανμάρ. Σκεφτήκαμε πώς θα κάνουμε γνωστή την κρίση στην υπόλοιπη Ασία και στον κόσμο» εξηγεί.
«Στηρίξαμε έναν καλλιτέχνη που δούλευε μέσα στους καταυλισμούς και μεταφέραμε τα έργα του στην Ινδία. Κάναμε έκθεση με γλυπτά ελεφάντων - οι κάτοικοι του Ντουμπάι δεν είχαν δει ποτέ ελέφαντα- ώστε να τους μιλήσουμε για το πρόβλημα στα νοτιοανατολικά σύνορα του Μπαγκλαντές. Σήμερα, περισσότερο από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες Ροχίνγκια ζουν στη χώρα μου και πολλοί έχουν ξεχάσει την ύπαρξή τους». Η ιστορία του προκάλεσε σιωπή στην αίθουσα· ένα απτό παράδειγμα του πώς η συλλογή μπορεί να γίνει πολιτική πράξη.
Η συλλογή είναι πολιτική πράξη
Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου πήρε τη σκυτάλη με την χαρακτηριστική της ευθύτητα: «Η συλλογή είναι πολιτική πράξη. Οι νέοι συλλέκτες δεν αγοράζουν σύμβολα, αλλά ιδέες και καλλιτέχνες που θεωρούν σημαντικούς». Μίλησε για τα διεθνή residencies του Ιδρύματος Ωνάση, που δέχονται χιλιάδες αιτήσεις χωρίς απαίτηση παραγωγής έργου -«υποστηρίζουμε τη διαδικασία, όχι το αντικείμενο»- και για το «Πλάσματα», τη μεγάλη δημόσια έκθεση στο Πεδίον του Άρεως που προσέλκυσε φέτος ένα εκατομμύριο επισκέπτες.
«Αν μιλάμε για κοινωνικό αντίκτυπο, η τέχνη δεν μπορεί να μένει κλειδωμένη σε σαλόνια», είπε, πριν σχολιάσει με πολιτική αιχμή: «Δεν καταλαβαίνω πώς κάποιοι δειπνούν κάτω από έργα που μιλούν για τη Γάζα και μένουν αμέτοχοι».
Όταν μια ερώτηση από το κοινό έθιξε το ζήτημα της λογοκρισίας στη δημόσια τέχνη, η Παναγιωτάκου προειδοποίησε ότι «δεν μπορούμε να θεωρούμε την ελευθερία λόγου δεδομένη· τα ιδρύματα έχουν ευθύνη να υπερασπίζονται τον καλλιτέχνη όταν απειλείται».
Και πρόσθεσε: «Πρέπει να είμαστε τολμηροί. Να είμαστε πιο τολμηροί κι από το τολμηρό. Να σταθούμε απέναντι στην ιδέα της λογοκρισίας και να μην αρκούμαστε απλώς στην ελευθερία του λόγου. Δεν είναι αυτή η στιγμή για σιωπηλή διαμαρτυρία. Τώρα είναι η στιγμή για πραγματικά δυνατή, ηχηρή υποστήριξη. Αν χρειαστεί ας το παρακάνουμε. Ακόμη και σε ό,τι αφορά τι συλλέγουμε, τι αναθέτουμε, τι στηρίζουμε σήμερα, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη τις εποχές που ζούμε. Αν μιλάμε για το σύγχρονο, το σύγχρονο είναι όλο για το παρόν. Πρέπει να προχωράμε με την εποχή. Κι αν η ελευθερία του λόγου απειλείται -και απειλείται- πρέπει να σκεφτούμε τι κάνουμε».
Ο Rahman πρόσθεσε πως οι ίδιοι οι καλλιτέχνες πρέπει να δείχνουν αλληλεγγύη: «Όταν ένας καλλιτέχνης ακυρώνεται, βλέπω συχνά άλλους να παίρνουν αμέσως τη θέση του. Αυτό είναι ανήθικο. Χρειάζεται συλλογική αντίσταση».
Η φυλή της σύγχρονης τέχνης και οι ενοχές της
Ο Vincenzo de Bellis, με την εμπειρία της Art Basel, πήγε τη συζήτηση στο μέλλον αλλά και στη βαθύτερη πολιτική διάσταση. «Ας αφήσουμε τα αστεία: είναι δική μας ευθύνη να φροντίσουμε ώστε οι νέοι συλλέκτες να μπουν στον κόσμο μας. Αν δεν συλλέγουν, δεν φταίνε εκείνοι. Εμείς, ως “φυλή” της σύγχρονης τέχνης, υπήρξαμε αμυντικοί, κλειστοί, με μια στάση “αυτός είναι ο κόσμος μας, αποδείξτε ότι ανήκετε”. Και πολλοί πλούσιοι απαντούν απλώς με ένα μεγάλο “όχι”. Υπάρχουν τόσοι 25ρηδες, 30ρηδες, 35ρηδες, πολύ πιο μορφωμένοι απ’ ό,τι ήμουν εγώ στην ηλικία τους, που ενδιαφέρονται, είναι παθιασμένοι, θέλουν να μπουν. Πρέπει να είμαστε πιο ανοιχτοί σε αυτούς και να μην κοιτάμε πάντα στα ίδια μέρη για να βρούμε συλλέκτες».
Στη συνέχεια τόνισε ότι η εκπαίδευση στη σύγχρονη τέχνη –και ειδικά στην ίδια τη διαδικασία της συλλογής– είναι το πιο επείγον ζητούμενο:
«Η εκπαίδευση είναι πιθανότατα το πιο καίριο ζήτημα με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε. Χρειάζεται εκπαίδευση στη σύγχρονη τέχνη και εκπαίδευση πάνω στο τι σημαίνει να συλλέγεις. Δεν έχω όλες τις απαντήσεις για το ποιοι είναι ακριβώς αυτοί οι νέοι συλλέκτες· ξέρω όμως ότι υπάρχουν πολλοί νέοι, 25, 30, 35 χρονών, πολύ πιο ενημερωμένοι και κινητοποιημένοι απ’ όσο υπήρξαμε εμείς τότε, που θέλουν να συμμετάσχουν».
Η παγίδα «δημόσιο καλό-ιδιωτικό κακό»
Λίγο αργότερα πρόσθεσε ένα κρίσιμο σχόλιο: «Δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα “δημόσιο καλό-ιδιωτικό κακό”. Σκεφτείτε το Guggenheim, το Whitney, ακόμη και το Μουσείο Μπενάκη ή το Walker Center όπου υπηρέτησα επτά χρόνια: ιδιωτικές πρωτοβουλίες που σήμερα θεωρούνται δημόσιοι θεσμοί. Το ζήτημα δεν είναι η πηγή των χρημάτων, αλλά οι επιλογές και η ευθύνη. Ακόμη και δημόσιοι οργανισμοί κάνουν επιλογές που θα έπρεπε να τους ντροπιάζουν. Κάθε μας βήμα, αν το θελήσουμε, είναι πολιτική δήλωση».
Η Aφροδίτη Παναγιωτάκου έκλεισε επιστρέφοντας από το γενικό στο συγκεκριμένο: μίλησε για το νέο πρόγραμμα του Ιδρύματος Ωνάση που δημιουργεί 22 δημόσια Ωνάσεια σχολεία σε δύσκολες, υποβαθμισμένες περιοχές της Ελλάδας. «Δεν πρόκειται μόνο για αναβάθμιση κτιρίων», εξήγησε, «αλλά για νέους εκπαιδευτικούς κύκλους, για εργαστήρια τέχνης μετά το σχολείο. Αν θέλεις να έχεις συλλέκτες και κοινό, πρέπει πρώτα να εκπαιδεύσεις πολίτες».

H τέχνη κάνει την ζωή να αξίζει
Η Αθήνα, μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, φάνηκε το ιδανικό σκηνικό αυτής της νέας πραγματικότητας. Η άνθηση ιδιωτικών ιδρυμάτων –Ωνάση, Νιάρχος, Μαμιδάκη, ΔΕΣΤΕ– δείχνει πώς η τέχνη γίνεται μοχλός κοινωνικής συνοχής όταν το κράτος αδυνατεί, ενώ η Art Athina προσελκύει μια γενιά θεατών που δεν αρκείται στο να «δει», αλλά θέλει να συμμετάσχει, να αμφισβητήσει, να συλλέξει.
Κι όταν η συζήτηση έφτασε στο τέλος, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου επανήλθε στην ουσία: «Όταν έχεις να φας και νερό να πιείς, το επόμενο ερώτημα είναι τι κάνει τη ζωή άξια να τη ζεις. Η τέχνη, είναι η απάντηση». Η φράση θύμισε πως πίσω από τεχνολογίες, αγορές και στρατηγικές, η τέχνη παραμένει η κατεξοχήν πράξη που δίνει νόημα στην ανθρώπινη εμπειρία.