Το να καταλάβει κανείς τη διαφορά δεν είναι θεωρητική λεπτομέρεια· είναι καθοριστικό βήμα για να μάθει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του με μεγαλύτερη ακρίβεια και φροντίδα.
Το άγχος και το στρες συχνά μπερδεύονται στη γλώσσα της καθημερινότητας. Και πράγματι, οι δυο αυτές λέξεις φαίνονται να περιγράφουν το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι, την αϋπνία, τους γρήγορους παλμούς και τη διαρκή ανησυχία που συνοδεύει τις δύσκολες μέρες. Ωστόσο, πίσω από την επιφανειακή τους ομοιότητα, κρύβονται δύο διαφορετικοί ψυχικοί μηχανισμοί.
Το στρες είναι η αντίδραση του οργανισμού σε μια εξωτερική πίεση, ενώ το άγχος είναι η εσωτερική κατάσταση που μπορεί να επιμένει ακόμη κι όταν η πίεση έχει περάσει. Το να καταλάβει κανείς τη διαφορά δεν είναι θεωρητική λεπτομέρεια· είναι καθοριστικό βήμα για να μάθει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του με μεγαλύτερη ακρίβεια και φροντίδα.
Πώς προκύπτει το στρες
Η ψυχολόγος Τζούντιθ Μπεκ, πρόεδρος του Beck Institute for Cognitive Behavior Therapy, εξηγεί μιλώντας στο περιοδικό TIME πως το στρες προκύπτει όταν οι απαιτήσεις μιας κατάστασης ξεπερνούν τους εσωτερικούς μας πόρους. Ένα επαγγελματικό deadline, μια οικογενειακή ένταση, μια οικονομική πίεση — όλα μπορούν να πυροδοτήσουν την αίσθηση ότι δεν προλαβαίνουμε, ότι το βάρος είναι μεγαλύτερο από τις δυνάμεις μας.
Το σώμα τότε ενεργοποιεί τον μηχανισμό «μάχης ή φυγής»: η καρδιά χτυπά πιο γρήγορα, οι μύες σφίγγουν, το στομάχι αντιδρά, και η σκέψη συγκεντρώνεται αποκλειστικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που έχει εξελικτική βάση και, σε μικρές δόσεις, είναι απολύτως φυσιολογικός. Μάλιστα, το στρες μπορεί να είναι χρήσιμο — μας κινητοποιεί να δράσουμε, να συγκεντρωθούμε, να αποδώσουμε. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν το στρες παρατείνεται, όταν ο οργανισμός μένει εγκλωβισμένος σε αυτή τη φάση συναγερμού χωρίς να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος.
Πού αρχίζει το άγχος
Εκεί ακριβώς αρχίζει το άγχος. Αν το στρες είναι μια φωτιά που σβήνει όταν περάσει η καταιγίδα, το άγχος είναι μια φλόγα που σιγοκαίει χωρίς να φαίνεται η πηγή της. Είναι μια διαρκής ανησυχία που δεν χρειάζεται εξωτερική αφορμή. Μπορεί να εμφανιστεί ενώ όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά, να τρέφεται από σκέψεις, προσδοκίες, ή ακόμη και από το ίδιο το φόβο του στρες. Σύμφωνα με τη θεραπεύτρια Νίνα Γουέστμπρουκ, το άγχος κρατά το νευρικό σύστημα σε μόνιμη επιφυλακή, σαν ο εγκέφαλος να έχει κολλήσει σε ένα βρόχο που ψάχνει απειλές ακόμη και όταν δεν υπάρχουν. Το σώμα παράγει συνεχώς αδρεναλίνη και κορτιζόλη, χωρίς ποτέ να επιστρέφει στην ηρεμία. Το αποτέλεσμα είναι εξάντληση — ψυχική, σωματική και νοητική.
Η διαφορά, λοιπόν, βρίσκεται κυρίως στη διάρκεια και στην πηγή. Το στρες είναι αντίδραση σε κάτι υπαρκτό και προσωρινό· το άγχος είναι κατάσταση που συντηρείται από τον ίδιο τον νου. Το ένα σβήνει όταν τελειώσει το αίτιο, το άλλο μένει ακόμη κι όταν όλα γύρω έχουν ησυχάσει. Ωστόσο, τα δύο φαινόμενα συνδέονται: το παρατεταμένο στρες μπορεί να εξελιχθεί σε άγχος, αν το σώμα δεν προλάβει να αποφορτιστεί και ο νους εγκλωβιστεί στην προσμονή του επόμενου κινδύνου.
Πώς αντιμετωπίζουμε το καθένα
Πώς μπορεί, όμως, να αντιμετωπίσει κανείς αυτά τα δύο; Το πρώτο βήμα είναι να ονομάσει σωστά αυτό που νιώθει. Όπως λέει η Γουέστμπρουκ, «το να δώσεις όνομα στο συναίσθημά σου είναι πιο ισχυρό απ’ όσο νομίζεις». Αν πεις «είμαι αγχωμένος», χωρίς να ξέρεις γιατί, παραμένεις παγιδευμένος σε μια ομίχλη. Αν πεις «νιώθω στρες γιατί αύριο έχω παρουσίαση», έχεις ήδη κάνει την αρχή για να το διαχειριστείς.
Η αντιμετώπιση του στρες εξαρτάται συνήθως από το πλαίσιο. Αν το προκαλεί μια πρακτική δυσκολία, όπως η πίεση χρόνου, η λύση μπορεί να είναι οργανωτική: καλύτερη διαχείριση, μικρότερα βήματα, σαφέστερα όρια. Η Μπεκ προτείνει να χωρίζουμε τις μεγάλες υποχρεώσεις σε επιμέρους στάδια, να ζητάμε βοήθεια, να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να πει «όχι τώρα». Ακόμη και μια βόλτα, μια συζήτηση με φίλο ή λίγα λεπτά βαθιάς αναπνοής μπορούν να επαναφέρουν την ισορροπία.
Το άγχος, αντίθετα, δεν λύνεται τόσο με δράση όσο με επαναρύθμιση. Επειδή δεν έχει σαφές αίτιο, χρειάζεται να στραφούμε προς τα μέσα: να ηρεμήσουμε το νευρικό σύστημα, να εκπαιδεύσουμε τον νου να αφήνει τις σκέψεις να περνούν χωρίς να τις δραματοποιεί. Η τακτική άσκηση, η συνειδητή αναπνοή, ο διαλογισμός και οι τεχνικές επίγνωσης (mindfulness) βοηθούν να κατευνάσουμε τον συνεχή «θόρυβο» του εγκεφάλου. Η μείωση καφεΐνης και κοινωνικών μέσων, η διατήρηση ενός σταθερού προγράμματος ύπνου και η θετική εσωτερική ομιλία είναι επίσης αποτελεσματικά όπλα. Για πιο έντονο ή χρόνιο άγχος, η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς διδάσκει πώς να αναγνωρίζουμε και να επαναπλαισιώνουμε τις σκέψεις που γεννούν φόβο.
Η μεγαλύτερη παγίδα
Η μεγαλύτερη παγίδα είναι να θεωρούμε το άγχος και το στρες «φυσιολογικά» μέρη της ζωής και να τα αγνοούμε μέχρι να μας καταβάλουν. Στην πραγματικότητα, και τα δύο είναι σήματα: το σώμα και το μυαλό μας ειδοποιούν ότι χρειάζεται αλλαγή — είτε στον ρυθμό, είτε στις προσδοκίες, είτε στον τρόπο που μιλάμε στον εαυτό μας. Το στρες μας ωθεί να δράσουμε· το άγχος μάς ζητά να σταματήσουμε και να ακούσουμε. Αν τα αντιμετωπίσουμε με σεβασμό αντί με ενοχή, μπορούν να γίνουν δάσκαλοι αυτογνωσίας και όχι εχθροί.
Στο τέλος, η διαφορά τους ίσως συνοψίζεται έτσι: το στρες λέει «κάτι έξω από μένα χρειάζεται προσοχή», ενώ το άγχος λέει «κάτι μέσα μου χρειάζεται φροντίδα». Το ένα ζητά δράση, το άλλο ησυχία. Και στις δύο περιπτώσεις, η λύση αρχίζει όταν σταματήσουμε να παλεύουμε με το συναίσθημα και αρχίσουμε να το ακούμε.