Πολύ πριν τον 15ο αιώνα, τότε που το ρόφημα που ονομάστηκε qahwa εξαπλώθηκε από την Υεμένη και την Αραβία στον υπόλοιπο ισλαμικό κόσμο, η ίδια ουσία χρησιμοποιούνταν όχι για να πιωθεί αλλά για κάποια άλλη καθημερινή χρήση.
Πριν γίνει το αρωματικό ρόφημα που συνοδεύει τα πρωινά, τις συναντήσεις και τις αϋπνίες μας, ο καφές είχε μια εντελώς διαφορετική αποστολή: καθάριζε τα χέρια.
Πολύ πριν τον 15ο αιώνα, τότε που το ρόφημα που ονομάστηκε qahwa εξαπλώθηκε από την Υεμένη και την Αραβία στον υπόλοιπο ισλαμικό κόσμο, η ίδια ουσία χρησιμοποιούνταν όχι για να πιωθεί αλλά για να αρωματίσει και να καθαρίσει το σώμα.
Στις ιατρικές και βοτανικές πραγματείες του Μεσαίωνα, μια μυστηριώδης λέξη επανεμφανίζεται ξανά και ξανά: bunk. Το bunk ήταν καφές - ή μάλλον κάτι πολύ κοντά στον καφέ όπως τον ξέρουμε σήμερα. Οι περιγραφές του ταιριάζουν εκπληκτικά με τους κόκκους του φυτού Coffea arabica: καστανοί, αρωματικοί, με ιδιότητες που ξηραίνουν την υγρασία και απορροφούν τις οσμές.
Για να πλένουν τα χέρια τους
Μόνο που οι άνθρωποι της εποχής δεν έπιναν αυτό το παράξενο προϊόν∙ το χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα χέρια τους, να απομακρύνουν τη λιπαρότητα του φαγητού και να αρωματίζουν το δέρμα.
Η ιστορία του bunk ξεκινά στις αραβικές αυλές του 9ου αιώνα. Ο Αββασίδης ιατρός Ίμπν Μάσαουαχ το συμπεριλαμβάνει στο σύγγραμμά του Jawāhir al-ṭīb («Τα πετράδια των αρωμάτων»), όπου το περιγράφει ως εισαγόμενο από την Υεμένη, με χρήσεις κυρίως αισθητικές. Το θεωρεί μάλιστα παράγωγο ενός δέντρου που σήμερα ταυτίζουμε με ποικιλία ακακίας, γεγονός που δείχνει πως οι ίδιοι οι γιατροί της εποχής δεν γνώριζαν επακριβώς την προέλευσή του.
Πιθανότατα οι κόκκοι έφταναν ήδη επεξεργασμένοι στα αστικά κέντρα, μαζί με άλλα εξωτικά αγαθά: κανέλα, μοσχοκάρυδο, ινδικό κάρδαμο, αρώματα. Το bunk ψηνόταν ελαφρά, αναδείκνυε το άρωμά του και μετατρεπόταν σε σκόνη για πλύσεις ή ξηρά μίγματα καθαρισμού. Ήταν το σαπούνι μιας άλλης εποχής.
Στην εποχή των χαλίφηδων, τα αρώματα και οι πλύσεις των χεριών είχαν ιδιαίτερο πολιτισμικό βάρος. Το φαγητό καταναλωνόταν με τα χέρια, τα πλούσια γεύματα είχαν πλήθος λιπαρών και γλυκών, και το πλύσιμο μετά το δείπνο αποτελούσε σχεδόν τελετουργία φιλοξενίας. Ο ποιητής Κουσάζιμ του 10ου αιώνα, σε ένα από τα γαστρονομικά του ποιήματα, εξυμνεί το bunk ως τον καλύτερο τρόπο να απαλλαγεί κανείς από τις μυρωδιές του φαγητού: «Το bunk αφανίζει τις λιπαρές οσμές, καθαρίζει τα χέρια, απαλύνει το δέρμα σαν μετάξι».
Ιδιότητες καθαρτικές και αποσμητικές
Οι ιατροί της ισλαμικής Χρυσής Εποχής αποδίδουν στο bunk ιδιότητες καθαρτικές και αποσμητικές. Ο Αλ-Ράζι σημειώνει ότι «εξουδετερώνει την οσμή του ιδρώτα και του ασβέστη των λουτρών», ενώ ο Ιμπν Σίνα (Αβικέννας) προσθέτει ότι καθαρίζει το δέρμα και «γλυκαίνει τις οσμές του σώματος».
Εκείνος μάλιστα είναι ο πρώτος που υπαινίσσεται τη ψυχοδραστική επίδραση της ουσίας - ότι «επηρεάζει τον νου». Μια λεπτή, σχεδόν τυχαία φράση που σήμερα αναγνωρίζουμε ως την πρώτη αναφορά στην επίδραση της καφεΐνης. Παρ’ όλα αυτά, το bunk παρέμενε, για αιώνες, ένα είδος πολυτελούς σαπουνιού ή αποσμητικού σκονίσματος, όχι ρόφημα.
Οι συνταγές για πλύσεις χεριών με bunk ήταν πολύπλοκες και καλλιτεχνικές. Στο Kitāb al-Ṭabīkh του 10ου αιώνα, ο συγγραφέας Ίμπν Σαγιάρ αλ-Ουαράκ περιλαμβάνει παραλλαγές που αναμειγνύουν το bunk με γαρύφαλλο, κανέλα, ξύσμα πορτοκαλιού, μοσχοκάρυδο, ακόμη και αποξηραμένα φρούτα.

Οι πλούσιοι οικοδεσπότες συνήθιζαν να τα προσφέρουν στους καλεσμένους μετά το γεύμα, όπως σήμερα θα προσέφεραν μια ζεστή, αρωματική πετσέτα. Η ονομασία bunk muḥammaṣ (καβουρδισμένο bunk) μαρτυρεί μια γαστρονομική σχέση με τον καφέ που έμελλε να αναδυθεί αργότερα: το καβούρδισμα για το άρωμα.
Όταν οι Σούφι ανακάλυψαν τον καφέ ως ποτό
Γύρω στον 15ο αιώνα, η ίδια ύλη επανεμφανίζεται με νέο πρόσωπο. Η λέξη qahwa, που παλιότερα σήμαινε δυνατό, σκούρο κρασί, αρχίζει να χρησιμοποιείται για ένα καινούργιο ρόφημα από καβουρδισμένους κόκκους bunn - το σημερινό καφέ.
Ο κόσμος της Εγγύς Ανατολής μιλούσε για τα «θαυματουργά» αποτελέσματα του ποτού που κρατούσε τους Σούφι άγρυπνους στις προσευχές τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο κόκκος, η πρώτη ύλη, είχε ήδη πίσω του αιώνες χρήσης. Το bunk και το bunn ήταν, όπως αργότερα θα συνειδητοποιήσουν οι Ευρωπαίοι, η ίδια ουσία σε διαφορετικό πολιτισμικό συμφραζόμενο. Από σκόνη καθαρισμού έγινε σκόνη... αφύπνισης του σώματος.
Η μεταμόρφωση αυτή αντικατοπτρίζει τη μετακίνηση από έναν κόσμο όπου η οσμή και η καθαρότητα του σώματος συνδέονταν με την ηθική, σε έναν κόσμο που αναζητούσε τη διαύγεια και την ενεργητικότητα του νου.
Ο μεσαιωνικός άνθρωπος έπλενε τα χέρια του με καφέ για να αισθάνεται ευγενής και καθαρός∙ ο άνθρωπος της Αναγέννησης τον έπινε για να αισθάνεται ξύπνιος και οξυδερκής. Στην πορεία, το άρωμα του καβουρδισμένου καρπού μεταφέρθηκε από τις λεκάνες πλύσης στα φλιτζάνια των καφενείων.

Ένας γερμανός γιατρός ξεκλείδωσε το μυστικό
Η τελική ταύτιση ήρθε από τον Γερμανό γιατρό και βοτανολόγο Λέοναρντ Ράουγουολφ, ο οποίος ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή τον 16ο αιώνα. Στο Χαλέπι, παρατήρησε τους κατοίκους να ψήνουν και να πίνουν καφέ και αναγνώρισε τους κόκκους «από την όψη και τη χρήση τους» ως το ίδιο προϊόν που οι αραβικές πηγές αποκαλούσαν bunk.
Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που συνέδεσε επιστημονικά το ποτό με την παλαιότερη ουσία των αρωματοποιών και των ιατρών. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η γραμμή που χωρίζει τον καφέ του Μεσαίωνα από τον καφέ της Αναγέννησης έγινε ένα συνεχές: το ίδιο φυτό, διαφορετικά πολιτισμικά σώματα.
Αξίζει να σκεφτούμε γιατί ο καφές ξεκίνησε ως καθαριστικό. Στον ισλαμικό κόσμο, όπου η καθαριότητα έχει και πνευματική διάσταση, η αναζήτηση ουσιών που καθαρίζουν, απολυμαίνουν και αρωματίζουν ήταν διαρκής.
Οι αρωματοποιοί του Μεσαίωνα λειτουργούσαν ως χημικοί και θεραπευτές. Το bunk μπορούσε να απορροφήσει οσμές, να ξηράνει την υγρασία, να αφήσει πίσω του ένα λεπτό άρωμα. Ήταν, με άλλα λόγια, το τέλειο σύμβολο καθαρότητας και κομψότητας.
Όταν όμως η παρασκευή έτοιμων σαπουνιών άρχισε να εξαπλώνεται, κυρίως τον 14ο και 15ο αιώνα, η ανάγκη για bunk ως χειροπλύματος υποχώρησε. Οι σκόνες αντικαταστάθηκαν από έγχρωμα, αρωματισμένα σαπούνια, προϊόντα πολυτελείας που άφηναν τα ίδια οφέλη με ευκολότερη χρήση. Κι έτσι, το bunk χάθηκε από τη μνήμη - ώσπου ο Ράουγουολφ το ξανάδε μέσα στο φλιτζάνι.