Χειμαρρώδης Δημήτρης Τάρλοου: «Δεν μπορείς να είσαι χυδαίος άνθρωπος και ξαφνικά επί σκηνής να γίνεσαι Χορν» - iefimerida.gr

Χειμαρρώδης Δημήτρης Τάρλοου: «Δεν μπορείς να είσαι χυδαίος άνθρωπος και ξαφνικά επί σκηνής να γίνεσαι Χορν»

Δημήτρης Τάρλοου
Ο Δημήτρης Τάρλοου ως Αίγισθος στο «Ηλέκτρα εντός» που ανεβαίνει στο θέατρο Πορεία από τις 19 Δεκεμβρίου / Πάτροκλος Σκαφίδας

Θριάμβευσε στην Επίδαυρο και τώρα η «Ηλέκτρα» που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Τάρλοου μπαίνει στο θέατρο Πορεία, σε ένα παλάτι καμπαρέ.

Λίγο πριν ερμηνεύσει τον Αίγισθο μιλά για τις αρχαίες τραγωδίες ως τουριστικά προϊόντα, τον Λευτέρη Βογιατζή, τι είναι χυδαίο, τον Πέτρο Φιλιππίδη, πρωθυπουργούς που δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στο θέατρο.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η «Ηλέκτρα» βγαίνει από τον μύθο της Επιδαύρου και ανεβαίνει «εντός» σε ένα παλάτι-καμπαρέ, με τον Δημήτρη Τάρλοου να υπογράφει τη σκηνοθεσία και να ανεβαίνει ο ίδιος στη σκηνή ως Αίγισθος. Μίλησε στο iefimerida με τον τρόπο που ξέρει, απολύτως καθαρά και χωρίς να λειαίνει τις αιχμές,  για την τουριστικοποίηση της αρχαίας τραγωδίας, την απουσία Ακαδημίας Αρχαίου Δράματος, τις συζητήσεις για το αν το ελληνικό θέατρο είναι ένα μεγάλο κρεβάτι, τη διαφορά ανάμεσα στο «υψηλό» και στο χυδαίο, τον Πέτρο Φιλιππίδη, για τον ναρκισσισμό των ηθοποιών, τον Τραμπ και τον Αίγισθο ως γελοίο κακοποιητή, τον Λευτέρη Βογιατζή αλλά και για εποχή Μαρμαρινού στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Αφορμή για τη συζήτηση που τέμνει βαθιά τον τρόπο που δημιουργείται θέατρο σήμερα στην Ελλάδα, είναι η «Ηλέκτρα εντός» του Σοφοκλή, που μετά την επιτυχημένη πορεία της στην Επίδαυρο, σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο, επαναπροσεγγίζεται για κλειστό θέατρο και ανεβαίνει από τις 19 Δεκεμβρίου 2025 στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, με τη Λουκία Μιχαλοπούλου στην Ηλέκτρα, την Αγλαΐα Παππά ως Κλυταιμνήστρα, τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη ως Παιδαγωγό, τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο ως Ορέστη, τον Περικλή Σιούντα ως Πυλάδη, ζωντανή τζαζ μουσική του Φώτη Σιώτα επί σκηνής και μια νέα, σκοτεινά γοητευτική εκδοχή του μύθου σε διάρκεια 100 λεπτών χωρίς διάλειμμα.

Διαβάζω στο σημείωμά σας ότι «η τραγωδία δεν πρέπει να γίνεται τουριστικό θέμα». Aσκείτε κριτική στον τρόπο με τον οποίο έχουμε απονευρώσει τον πυρήνα της τραγωδίας, προκειμένου να χωρέσει σε μεγάλες ανοιχτές σκηνές, να φέρει κόσμο, να γίνει φολκλόρ; Το διαβάζω σωστά ή λάθος;

Κοιτάξτε, σε έναν βαθμό έτσι είναι. Υπάρχει, δηλαδή, μία απόλυτη συμφωνία -να το πω έτσι-, μία σύμπραξη στο θέμα της παρουσίας της αρχαίας τραγωδίας σε μεγάλους ανοιχτούς χώρους, στα πλαίσια φεστιβάλ, με αποτέλεσμα αυτό το πράγμα να γίνεται μία μίνι βιομηχανία. Από πίσω, όμως, δεν υπάρχει η ανάλογη έρευνα, δεν υπάρχει η ανάλογη εμβάθυνση, με αποτέλεσμα οι περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις να έχουν ένα, σε εισαγωγικά, τουριστικό αποτύπωμα, χωρίς όμως να απευθύνονται κιόλας σε ξένους. Επί της ουσίας δεν απευθύνονται. Τώρα, δεν ξέρω εάν στην Επίδαυρο ένα ποσοστό των θεατών είναι ξένοι· μπορεί, αλλά σίγουρα δεν είναι ικανό να συντηρήσει τις παραστάσεις. Όλες αυτές οι παραστάσεις στήνονται και περιοδεύουν με στόχο το αμιγώς ελληνικό κοινό, ως μία φάμπρικα ετήσια, η οποία ικανοποιεί όλους με έναν τρόπο -και οικονομικά- και συνεισφέρει στο βαλάντιο, στο να μπορούν να ζήσουν οι ηθοποιοί το καλοκαίρι και, κυρίως, να βγάλουν αρκετά -αν όχι πολλά- χρήματα οι παραγωγές. Περί αυτού πρόκειται. Δεν βλέπω λοιπόν κάτι το ιδιαίτερα καλλιτεχνικό σε αυτό, παρότι φυσικά έχουν έρθει και πολύ ενδιαφέρουσες ξένες παραγωγές και έχουν παιχτεί και πολύ ενδιαφέρουσες ελληνικές παραγωγές στην Επίδαυρο. Λέω τη γενική μου αντίληψη.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ξέρετε, αυτό τώρα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μια μορφή κριτικής για το ποιες παραστάσεις επιλέγονται να πάνε στην Επίδαυρο. Είναι έτσι;

Όχι, όχι. Μην παρεξηγηθώ. Δεν κάνω κάποια κριτική για το ποιες επιλέγονται. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, δεν τίθεται καν θέμα επιλογής. Είναι θέμα λειτουργίας της ίδιας της λειτουργίας του ελληνικού θεάτρου, της ελληνικής παιδείας -της θεατρικής- στο πώς αναπτύσσεται το αρχαίο δράμα εδώ στην Ελλάδα. Δηλαδή: πώς το μαθαίνουμε, από ποιους το μαθαίνουμε, αν υπάρχει Ακαδημία Αρχαίου Δράματος, ποιους αφορά, πόσοι ηθοποιοί μαθαίνουν σε σχέση με αυτό. Έχουμε δημιουργήσει κάποια ελληνική «σχολή» απόδοσης της τραγωδίας; Υπάρχει, δηλαδή, κάτι που να αναγνωρίζεται στο εξωτερικό ως ελληνική σχολή; Αυτά όλα είναι ερωτήματα τα οποία θέτω.

Και νομίζω πως είναι λίγο μονόδρομος η απάντηση: ένα «όχι».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Υπάρχουν μεμονωμένες προσπάθειες, υπάρχει μία επαφή των Ελλήνων σκηνοθετών πλέον με το εξωτερικό, υπάρχει οπωσδήποτε επιρροή από τα ξένα ρεύματα, αλλά δεν θεωρώ ότι υπάρχει μία αμιγώς ελληνική σχολή αντιμετώπισης του αρχαίου δράματος. Ούτε μεταφραστικά, ούτε υποκριτικά, ούτε μουσικά. Δεν υπάρχει κάποια σπουδή.

Ποιανού ευθύνη είναι να σχηματιστεί αυτή η δομή που συζητάμε τώρα; Της Πολιτείας;

Υποθέτω ότι είναι ευθύνη της Πολιτείας. Διότι εάν η Πολιτεία πίστευε ότι μέρος της κουλτούρας μας είναι η θεατρική παιδεία, θα είχε ήδη ιδρύσει την Ακαδημία Θεάτρου, εδώ και πολύ καιρό. Επίσης, θα είχε οπωσδήποτε επενδύσει χρήματα, θα είχε διασυνδέσει τα Υπουργεία Τουρισμού, Εξωτερικών και Πολιτισμού, έτσι ώστε να «εξάγουν» τα προϊόντα -να το πούμε έτσι-, τα πολιτιστικά προϊόντα που αφορούν την αρχαία τραγωδία.

Έχετε μπει ποτέ στον πειρασμό να πάτε εσείς «θεσμικά» να μιλήσετε γι’ αυτά; Να πείτε: «Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον γι’ αυτό»; Σας έχει προσεγγίσει κάποιος;

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όχι. Κάποια στιγμή με είχαν συμβουλευτεί σε σχέση με την Ακαδημία. Είπα την άποψή μου σε μία συνάντηση. Από εκεί κι έπειτα δεν έγινε κάτι. Δεν είδα να ιδρύεται κάποια Ακαδημία.

Το ότι γίνεται μια προσπάθεια, ακούγεται μια γνώμη, υπάρχει ένα αίτημα και δεν υπάρχει συνέχεια, είναι πληγωτικό για τους δημιουργούς; Ή λέτε «πάμε παρακάτω»;

Δεν είναι θέμα συναισθηματικό. Είναι θέμα λειτουργίας. Αυτά τα πράγματα θα πρέπει να γίνουν θεσμικά. Δεν είναι «πληγωτικό». Είναι απλώς δυσάρεστο το να μην υπάρχει η ανάλογη υποστήριξη από το κράτος στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν το ξέρω το γιατί. Αυτό είναι μια διαχρονική κατάσταση όμως -δεν είναι μια κατάσταση που αντιμετωπίζουμε τώρα.

Με μικρά διαλείμματα, θα έλεγα όμως, λίγο πιο φωτεινά…

Γενικά έτσι ήταν. Αν εξαιρέσει κανείς τα χρόνια που πρωτοϊδρύθηκαν τα μεγάλα «περιφερειακά» θέατρα -όπως το Θέατρο του Νότου- και πραγματικά υπήρχαν επιχορηγήσεις οι οποίες θεωρώ ότι έπιασαν τόπο. Γιατί το θέατρο στην Ελλάδα άνθησε μέσω αυτών των επιχορηγήσεων. Δηλαδή, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Χουβαρδάς, ο Μαρμαρινός άνθησαν μέσα σε μια Ελλάδα που, για πρώτη φορά, επένδυε -έστω αυτά που επένδυε, δεν λέω ότι είναι τα χρήματα της Γερμανίας, ούτε τα διαθέτουμε- αλλά επένδυε κάποια χρήματα για δουλειά ερευνητική πάνω στο θέατρο. Πράγμα το οποίο, όμως, δεν έγινε ποτέ για την αρχαία τραγωδία.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Υπάρχει εξήγηση γιατί δεν έγινε ποτέ για την αρχαία τραγωδία;

Όχι, δεν έχω εξήγηση. Θεωρώ ότι είναι αμέλεια. Θεωρώ ότι είναι ένας συνδυασμός έλλειψης γνώσης και σωστών συμβούλων και αμέλειας. Διαχρονικής αμέλειας. Και ίσως και το γεγονός ότι, παραδοσιακά, το σύνολο των καλλιτεχνών δεν στην κεντροδεξιά. Η μεγάλη πλειοψηφία είναι στην κεντροαριστερά. Άρα υπάρχει αυτή η δεδομένη απόσταση -ιδεολογική και αισθητική κ.λπ.- η οποία ίσως υπαγορεύει ακόμα περισσότερο την, ας πούμε, μη-σύμπραξη. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος. Νομίζω ότι παραδοσιακά υπάρχει μία αβελτηρία της ελληνικής Πολιτείας στο να ασχοληθεί με ζητήματα της τέχνης.

Γιατί;

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Γιατί οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά ίσως δεν τα γνωρίζουν ή δεν ενδιαφέρονται. Πάρα πολλοί άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για το θέατρο. Σας θυμίζω πολλούς πρωθυπουργούς οι οποίοι έχουν αλλεργία στο θέατρο: πηγαίνουν -ή δεν πηγαίνουν καθόλου- ή πηγαίνουν και κοιτάνε το ρολόι τους.

Ας μιλήσουμε για τη δική σας εμπειρία φέτος στην Επίδαυρο και στη συνέχεια, το καλοκαίρι, στην περιοδεία. Τι αίσθηση σας άφησε; Πόσο –αν θέλετε– καλύτερα ήταν τα πράγματα από ό,τι περιμένατε; Και δεν αναφέρομαι μόνο στα εισιτήρια, αλλά κυρίως στην αντίδραση του κόσμου, στον τρόπο που «ενσωματώθηκε» η παράσταση στους θεατές όταν έφευγαν.

Κοιτάξτε να δείτε. Θα σας πω καταρχήν ότι εγώ δεν «ζω» για τέτοιου είδους γεγονότα, παρότι παραδέχομαι ότι οι βραδιές της Επιδαύρου ήταν πράγματι αξιομνημόνευτες. Είχαν κάτι το μαγικό, να το πω έτσι. Με άλλα λόγια, πιέστηκα. Και πρέπει να πω ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες πίεσης, τις οποίες ένιωσα, δημιούργησα όσο πιο συγκεντρωμένα γινόταν, χωρίς να σκέφτομαι το θέμα των εισιτηρίων και το οικονομικό. Δημιούργησα ένα θέμα το οποίο πράγματι είχε αποτύπωμα στο κοινό και όχι μόνο στην Επίδαυρο. Παρακολούθησα παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα -όχι όλες, αλλά αρκετές-, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Κύπρο και από την Επίδαυρο μέχρι το Ηρώδειο. Η γενική μου αίσθηση ήταν ότι πράγματι η παράσταση συνεπήρε τον κόσμο· υπήρχε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα σιωπή και, βεβαίως, αυτό καταγραφόταν και στο χειροκρότημα. Ωστόσο πρέπει να πω ότι δεν μπορεί, εκ των συνθηκών, κάποιος να κάνει αυτό που θα ήθελε όταν υπάρχει τόσο μεγάλη πίεση και χρόνου αλλά και οικονομική. Και το λέω αυτό διότι εγώ δεν είχα έναν παραγωγό ή συμπαραγωγό· ήταν μια αποκλειστικά δική μας παραγωγή, η οποία -εξαιτίας τού ότι είμαστε τελειομανείς και θέλουμε να τα κάνουμε όλα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από πλευράς υλικών, σκηνικών, μακιγιάζ, μικροφώνων ακόμα, που ήταν πανάκριβα-, όλο το πράγμα πήγε πάρα πολύ ψηλά. Και άρα υπήρχε ένα δεδομένο άγχος για το αν θα μπορέσει η παραγωγή να βγάλει τα έξοδά της. Πράγμα που, ευτυχώς, συνέβη. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν με επηρέασε καθόλου. Γενικά, ήταν μια θετική εμπειρία και είχαμε και μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και καλή σχέση με όλους τους ηθοποιούς και με τη Λουκία Μιχαλοπούλου, η οποία έκανε μια εξαιρετικά δοσμένη και βαθιά δουλειά πάνω στην Ηλέκτρα.

Αυτή η παράσταση τώρα αλλάζει. Τη φέρνετε σε κλειστό χώρο - πράγμα δύσκολο και όχι συνηθισμένο. Δεν μπορώ να ανακαλέσω κάτι αντίστοιχο. Πώς έγινε αυτή η μετάβαση; Τι αλλάζει στην «Ηλέκτρα εντός»;

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Έγινε ως εξής: συζητώντας με τη Λουκία -επειδή έχει δεθεί τόσο πολύ με τον ρόλο-, σκεφτήκαμε μία τέτοιου είδους «προσαρμογή» όπως την ονομάσαμε στην αρχή. Φυσικά, ούτε εγώ ο ίδιος ήξερα πόσο θα μας αλλάξει τα δεδομένα. Ψάχνοντάς το, βρέθηκε κάτι το οποίο με ενδιέφερε και το οποίο έχει να κάνει με στοιχεία από καμπαρέ, από μεσοπόλεμο, από Μπρεχτ. Ουσιαστικά, «γυρίσαμε το κουμπί» και άρχισε να μετατρέπεται όλο το πράγμα -από τις μουσικές και τα τραγούδια μέχρι την κινησιολογία και την ατμόσφαιρα- σε κάτι τελείως διαφορετικό.

Με ποιον στόχο;

Ο στόχος ήταν να κρατήσουμε την αίσθηση του εφιάλτη, αλλά πλέον σε έναν κλειστό χώρο όπου έχεις τη δυνατότητα αυτό το πράγμα να το δουλέψεις με πολύ πιο ατμοσφαιρικό τρόπο. Και ταυτοχρόνως, με εξαιρετικά ασκημένους -και μπορώ να πω και «θηριώδεις»- ηθοποιούς, όπως η Αγλαΐα Παππά ή ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, αλλά και ταλαντούχους νέους, όπως ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος -που διέπρεψε ως Ορέστης στον Τερζόπουλο- και με τους «παλιούς» ταυτόχρονα, δηλαδή τη Λουκία, τη Γρηγορία, την Ευγενία, τον Περικλή Σχοινά, που είναι και μουσικός και έκανε τον Πυλάδη το καλοκαίρι, θελήσαμε να δημιουργήσουμε ένα πολύ ισχυρό υποκριτικό σύνολο. Και με μένα ως Αίγισθο. Να δημιουργήσουμε, λοιπόν, ένα ισχυρό υποκριτικό σύνολο και ταυτοχρόνως να προτείνουμε κάτι το οποίο θα έχει σχέση με τον πυρήνα της τραγωδίας, αλλά καθόλου σχέση με το ύφος έτσι όπως το έχουμε αντιληφθεί το καλοκαίρι. Αν μοιάζει με κάτι που έχω στο μυαλό μου, μοιάζει λιγάκι με την «Ευρυδίκη» της Σάρα Ρουλ, σαν ατμόσφαιρα. Επίσης, κάποια κομμάτια του Φώτη Σιώτα ξαναενορχηστρώνονται, δημιουργώντας ένα απροσδόκητα διαφορετικό αποτέλεσμα - δηλαδή, ξαφνικά μετατρέπεται σε ένα τραγούδι μεσοπολέμου ή καμπαρέ.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ποια ήταν η πρώτη σας έκπληξη όταν είδατε αυτή τη μετάβαση; Τι νιώσατε;

Και έκπληξη και χαρά, θα έλεγα. Εμένα μου αρέσει πολύ αυτή η μίξη των ειδών και μου αρέσει πολύ που μπορείς να «αλλάζεις ένα κουμπί» και να μην χάνεται το τραγικό νόημα. Γιατί αυτό είναι το θέμα. Το θέμα είναι να μην πάει προς μία ελαφρότητα, αλλά να διατηρηθεί η τραγική ποιότητα. Αυτό είναι δύσκολο και απαιτεί πάρα πολύ ασκημένους ηθοποιούς και σοβαρούς ηθοποιούς για να μην «ξεφύγει». Αυτό είναι η έγνοια μου.

Κι εσείς τώρα είστε ο Αίγισθος. Πώς επηρεάζει η σημερινή συζήτηση για κακοποιητικές δομές, αυθαιρεσία, αλαζονεία, τον τρόπο που βλέπετε τον ρόλο;

Κυρίως θα επέμενα στη γελοιότητα. Ναι, δηλαδή αυτός ο ναρκισσισμός και αυτή η παντελής έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα έχουν πολύ ενδιαφέρον. Ένας άνθρωπος που είναι «στους αγρούς», σαν να παίζει λ.χ. μίνι-γκολφ. Ενώ γίνεται χαμός μέσα στο σπίτι του, του ετοιμάζουν τα χειρότερα αυτός λείπει στα σπα. Αυτό έχει κάτι πολύ ειρωνικό.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και κάτι θυμίζει από την σύγχρονη πολιτική σκηνή…

Και νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο θα τον αντιμετωπίσω: ως έναν άνθρωπο ο οποίος, όπως είπατε, είναι και κακοποιητής αλλά ταυτοχρόνως και αρκούντως γελοίος. Η προσέγγισή μου, έχοντας και την ιδιότητα του σκηνοθέτη και του καλλιτεχνικού διευθυντή, είναι πρώτα να φροντίσω το «υπόλοιπο» και, όπως ξέρετε, όσοι είναι απ’ έξω αφήνουν τελευταία στιγμή τον εαυτό τους. Έχω μια ιδέα για το ποιο είναι το τραγούδι μου, αλλά δεν θέλω να το προδώσω, να κάνω σπόιλερ. Η προπόνησή μου είναι το να αποδεχθώ την ιδιότητά μου ως ιδιοκτήτη του θεάτρου. Δεν είναι αρκούντως ειρωνικό ότι ο ιδιοκτήτης του θεάτρου έρχεται να δώσει «λύση» στο πράγμα και να τελειώσει την ιστορία; Κοιτάξτε, πρέπει να τα αντιμετωπίζει κανείς και με μια ελαφρότητα, με ένα χιούμορ. Η αρχαία τραγωδία δεν είναι ταυτόσημη της πλήξης και της βαρύγδουπης σοβαροφάνειας.

Αμήν!

Πάρα πολλά πράγματα έχουν ειρωνεία μέχρι και στον Σοφοκλή. Και έχουν γραφτεί με τέτοιο τρόπο. Άρα, η δουλειά η δική μας είναι να τα αναδείξουμε αυτά τα στοιχεία  και στον Παιδαγωγό και στον Αίγισθο και στην ίδια την Ηλέκτρα.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στον δημόσιο λόγο σας, πάντως, ελαφρότητα δεν έχουμε συνηθίσει. Μιλήσατε όμως πριν για χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ο ηθοποιός και ο σκηνοθέτης δεν έχουν σχεδόν ως προαπαιτούμενο τον ναρκισσισμό;

Όχι. Νομίζω ότι αυτό που χρειάζεται είναι χιούμορ και αυτοσαρκασμός. Αυτό που χρειάζεται είναι η αυτοπεποίθηση -ναι, ασφαλώς και χρειάζεται. Γιατί, εάν δεν θέλεις να είσαι πάνω στη σκηνή, τότε είναι σαν να λες σε έναν ποδοσφαιριστή, λόγου χάρη: «Σου αρέσει να είσαι πάνω στο χορτάρι;». Βέβαια. Αν δεν σου αρέσει να βάζεις τα πόδια στο χορτάρι, τότε γιατί είσαι ποδοσφαιριστής; Εννοείται ότι πρέπει να σου αρέσει. Αυτό περιλαμβάνει βεβαίως και έναν ναρκισσισμό, με την έννοια του ότι όταν βγαίνεις στο γήπεδο και σε χειροκροτεί ο κόσμος είναι μια στιγμή ωραία. Αλλά δεν είναι αυτό που καθορίζει την παρουσία του ηθοποιού. Ο ηθοποιός, ίσα ίσα, πρέπει συνεχώς να αυτοϋπονομεύεται, συνεχώς να αυτοσαρκάζεται και συνεχώς να ξέρει το αυτονόητο: ότι, τελειώνοντας η παράσταση, τα πάντα είναι καπνός. Ό,τι έχει να δώσει είναι μέσα στη μιάμιση ή δύο ώρες που είναι πάνω στη σκηνή. Άρα λοιπόν, ίσα ίσα, θα έπρεπε να ξέρει ο ηθοποιός πόσο εφήμερο και πόσο ματαιοπονούμε.

Υπάρχει πολύ μεγάλη συζήτηση, χρόνια τώρα για κακοποιητικές συμπεριφορές -μίλησε πρόσφατα για αυτό ο Χρήστος Λούλης αναφερόμενος στο παρελθόν βέβαια-,  για το στερεότυπο ότι «το ελληνικό θέατρο είναι ένα μεγάλο κρεβάτι» που το είδαμε να γίνεται πρώτο θέμα σε εκπομπές -μην υποτιμούμε την δύναμη μαζικής απεύθυνσης στο μεγάλο κοινό. Διαμορφώνουν άποψη και εικόνα. Σας προβληματίζει;

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Με προβληματίζει, όσο με προβληματίζει και το ότι οι οδηγοί στον δρόμο βρίζουνε, μουτζώνουνε, περνάνε κόκκινα, επιτίθενται, σκοτώνουνε. Ναι, με απασχολεί - αλλά τι να με απασχολεί ειδικά εάν κάποιος λέει ότι «είναι κρεβάτι το θέατρο»; Δεν αφορά τη δουλειά μου. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι είναι αυτό το «μεγάλο κοινό», ποιο είναι το μικρό κοινό, ποιοι έρχονται στα θέατρα και ποιοι δεν έρχονται. Ελπίζω μόνο να μην είναι άνθρωποι που θεωρούν το θέατρο κρεβάτι ή τόπο που παίζουμε ξύλο ή απειλούμε ανθρώπους ή τους βιάζουμε. Αλλά αυτό τι σχέση μπορεί να έχει -ρωτώ κι εγώ- με τη δουλειά που έκανε ο Λευτέρης Βογιατζής; Δεν νομίζω ότι έχει κάποια σχέση. Δεν πρέπει να συγχέουμε πράγματα που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Το ότι μπορεί κάποιοι, σήμερα, να μιλάνε για «βαριές κακοποιητικές συμπεριφορές» στο παρελθόν δεν αλλάζει το ότι ο Λευτέρης ήταν ένας σπουδαίος σκηνοθέτης.

Αναμφίβολα!

Ο Λευτέρης βασανιζόταν ο ίδιος, καταρχήν. Και δεύτερον, οτιδήποτε έκανε είχε στόχο την πραγματική συμμετοχή του ηθοποιού. Εάν αυτό σήμαινε να βασανίζεται, ναι, το έκανε. Και πολλοί άνθρωποι δεν το άντεχαν -και πολλοί άνθρωποι ξανασυνεργάζονταν, ξαναπήγαιναν και ξαναπήγαιναν. Δεν μπορεί όμως να συγχέουμε το υψηλό με το ταπεινό και το γελοίο. Γιατί, άμα τα βάλουμε όλα σε ένα τσουβάλι και τα κουνήσουμε, το αποτέλεσμα είναι ένας αχταρμάς και εκεί είναι που μπερδεύεται το κοινό. Εάν υπάρχουν άνθρωποι που, στα καμαρίνια ή οπουδήποτε αλλού, συμπεριφέρονται με χυδαίο τρόπο, αυτό αφορά τη χυδαιότητά τους. Αφορά το ότι είναι χυδαίοι άνθρωποι. Δεν θα έπρεπε να κάνουν αυτή τη δουλειά. Την ίδια άποψη είχα πάντα και για την υπόθεση Φιλιππίδη. Εμένα δεν με απασχόλησε ποτέ εάν έκανε πράγματα και πώς τα έκανε. Με απασχόλησε ότι, και πριν ακούσω οτιδήποτε τέτοιο, δεν θα ασχολιόμουν ποτέ με τον άνθρωπο αυτόν σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Εγώ ποτέ δεν τον θεώρησα καλό ηθοποιό· τον θεώρησα έναν χυδαίο καραγκιόζη. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έκανε πάνω στη σκηνή. Δεν μπορείς να είσαι ένας χυδαίος άνθρωπος και επί σκηνής να είσαι ξαφνικά ο Δημήτρης Χορν. Με κάποιο τρόπο, το ήθος μας πρέπει να είναι και εκτός και εντός σκηνής. Άρα, εάν μπορείς να φανταστείς τον Τάρλοου να είναι κακοποιητής, να δέρνει, να βασανίζει… Κι εγώ έχω τσακωθεί με ηθοποιούς. Έχω τσακωθεί και με έχουν προσβάλει επίσης. Και έχω προσβάλει και με έχουν προσβάλει. Ήταν άτυχες στιγμές. Ζήτησα συγγνώμη, τελείωσε. Το ζήτημα είναι να μη βάλουμε όλο το θέατρο κάτω από ένα τέτοιο κόσκινο με αυτόν τον τρόπο.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Φέτος το καλοκαίρι είχατε αυτή την εμπειρία της «Ηλέκτρας» που τώρα αποκτά εσωτερική ζωή, «εντός». Μετά από όλα αυτά, θα ήσασταν έτοιμος για μια νέα παράσταση πάλι σε ανοιχτά θέατρα, μια νέα επιδαυρική περιπέτεια;

Όχι. Παναγία μου, όχι. Δεν θέλω καθόλου. Όχι.  Ελπίζω το επόμενο μεγάλο βήμα να είναι αυτό που έχω κατά νου εδώ και δύο χρόνια: ο «Βυσσινόκηπος». Με την Αλεξία Καλτσίκη.

Είναι πλέον η εποχή Μαρμαρινού στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Πώς βλέπετε αυτή τη μετάβαση;

Νομίζω ότι είναι αυτονόητο. Το ανέμενα ότι θα ήταν ο Μιχαήλ. Είναι ο πιο κατάλληλος για αυτή τη θέση. Και ευελπιστώ ότι θα εργαστεί για την εξωστρέφεια του ελληνικού φεστιβάλ και ότι θα αφήσει κάτι πολύ δικό του πίσω. Εμπιστεύομαι ότι θα το κάνει -εφόσον του επιτραπεί. Η εξωστρέφεια είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα. Δεν είναι «αμαρτία» να είναι η Σάουμπινε σε όλο τον κόσμο και κανένα ελληνικό θέατρο να μην ταξιδεύει για να παρουσιάσει -όχι μόνο αρχαίο δράμα αλλά γενικά- ελληνικές παραστάσεις στο εξωτερικό. Όταν τα πράγματα γίνονται μόνο με ιδιωτικές πρωτοβουλίες και πολύ δύσκολα ή όταν έχεις πάρα πολλά χρήματα, όπως η Στέγη… Με τα κρατικά θέατρα δεν γίνεται απολύτως τίποτα. Κυρίως θα περίμενα να αναβαθμιστεί το φεστιβάλ και να επανέλθει στα επίπεδα που ήταν το Φεστιβάλ επί Λούκου.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ