Είδαμε την ναρκισσιστική και ευάλωτη έκθεση του Cecil Beaton στο Λονδίνο -Ψυχογράφημα μόδας και Xόλιγουντ - iefimerida.gr

Είδαμε την ναρκισσιστική και ευάλωτη έκθεση του Cecil Beaton στο Λονδίνο -Ψυχογράφημα μόδας και Xόλιγουντ

cecil beaton
Venus Unmasked (Marilyn Monroe at the Ambassador Hotel, New York), 1956, Gelatin silver print, National Portrait Gallery, London.jpg

Φωτογράφισε βασίλισσες, σταρ, ερείπια και τη μητέρα του σαν Μαντόνα. Ντύθηκε γυναίκα, επινόησε τον εαυτό του, και έκανε τη μόδα ψυχανάλυση της εποχής. Ο Σέσιλ Μπίτον δεν αποτύπωνε την ομορφιά· τη χρησιμοποιούσε για να επιβιώσει διαπιστώνεις στην πολυσυζητημένη του έκθεση στο Λονδίνο.

Cecil Beaton. Γραμμένο με ροζ -ανεπαίσθητα φλούο- χρώμα πάνω σε τοίχο βαμμένο στην απόχρωση του κοβαλτίου, το όνομα του θρυλικού φωτογράφου δεν υπακούει σε γραμματοσειρά. Είναι η ίδια η ορμητική, ιδιοχείρως ασύμμετρη γραφή του, όπως οι επιμελητές της έκθεσης στο National Portrait Gallery την μετέφεραν από κάποια επιστολή του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακριβώς από κάτω, ο ίδιος στέκει αγέρωχος, ποζάροντας σαν στρατιωτικός ηγέτης με φωτογραφίες του καρφιτσωμένες στα ρούχα του. «Αυτός είμαι», μοιάζει να λέει και κοίταξα όλους αυτούς τους ανθρώπους, πριν εσύ τολμήσεις να κοιτάξεις εμένα». Ενσαρκώνει την εικόνα του.

Έτσι αρχίζει η μεγαλειώδης έκθεση στο ισόγειο του μουσείου, εκεί όπου πέρυσι τέτοια εποχή μεγαλουργούσαν οι σάρκες και οι δυστοπικές μορφές, τα βασανιστήρια και το μέλι της ψυχής του Φράνσις Μπέικον. Η επέλαση του μνημειακού ατελούς, εκεί όπου τώρα λάμπει το περίτεχνο της βιομηχανίας της μόδας και του Χόλιγουντ.

Άλλωστε η πρώτη μεγάλη εικόνα της έκθεσης στον τοίχο απέναντι από αυτή με το πορτρέτο του, δεν είναι άλλη από την «Worldly Colour (Charles James evening dresses)» του 1948. Η αποθέωση της μεταπολεμικής φαντασίας. Γυναίκες με βραδινά φορέματα του Charles James, του πιο αρχιτεκτονικού σχεδιαστή της εποχής, στέκονται σε ένα σκηνικό που θυμίζει σαλόνι παρισινής αριστοκρατίας, περιβαλλόμενες από πάνελ, καθρέφτες και πολυελαίους.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Worldly Colour (Charles James evening dresses), 1948. Original colour transparency.The Cecil Beaton Studio Archive. Image courtesy of the artist and National Portrait Gallery. © Cecil Beaton
Worldly Colour (Charles James evening dresses), 1948. Original colour transparency.
The Cecil Beaton Studio Archive. Image courtesy of the artist and National Portrait Gallery. © Cecil Beaton

Από το γκρίζο του πολέμου στην ενορχηστρωμένη λάμψη της ειρήνης

Ο Μπίτον οργανώνει τη σκηνή σαν σκηνοθέτης μπαλέτου: κάθε πτυχή υφάσματος είναι ένα ρυθμικό βήμα, κάθε χρώμα –σατέν ροζ, παγωμένο πράσινο, λιλά, καραμελένιο χρυσό– μια νότα στη συμφωνία της πολυτέλειας. Το έργο, που δημοσιεύτηκε στη Vogue το 1948, αποτυπώνει τη στιγμή που η μόδα, ύστερα από τα χρόνια της λιτότητας και της στάχτης, ξαναβρίσκει τη θεατρικότητά της. Η μεταπολεμική γυναίκα, αναζητώντας ξανά το δικαίωμα στη φαντασία, εμφανίζεται ως ηρωίδα ενός κόσμου που ξαναμαθαίνει να ζει με χρώμα.

Ο τίτλος «Worldly Colour» δεν είναι τυχαίος: το «κοσμικό χρώμα» δεν αφορά μόνο το φάσμα των υφασμάτων αλλά μια νέα, παγκόσμια διάθεση, το πέρασμα από το γκρίζο του πολέμου στην ενορχηστρωμένη λάμψη της ειρήνης. Στην πραγματικότητα, η εικόνα αυτή συνοψίζει όλο το όραμα του Μπίτον: η μόδα ως ψυχολογία, η φωτογραφία ως κοινωνική αντανάκλαση, η ομορφιά ως τρόπος να επιβιώσει κανείς. Δεν φωτογραφίζει φορέματα· σκηνοθετεί μια νέα εποχή όπου η επιφάνεια ξαναγίνεται ουσία και η κομψότητα μετατρέπεται σε συναισθηματικό καταφύγιο.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και όμως, ανάμεσα σε σταρ, μοντέλα, δεκάδες αυτοπορτρέτα του Μπίτον ως δάνδη, ως γυναίκας, παραδομένου σε αγκαλιές οικογένειας και φίλων, με στόμφο και αλαζονεία, κάπου εκεί σκύβω και διαβάζω την λεζάντα της εικόνας που περικλύεει την Ελλάδα με τον τρόπο του Μπίτον. Βασιλικά, με λάμψη.

Η Ελληνίδα πριγκίπισσα με την εθνική φορεσιά

Η πριγκίπισσα Μαρίνα της Ελλάδας και της Δανίας αλλά και Δούκισσα του Κεντ στέκει σε μια από τις πιο εύθραυστες φωτογραφίες της έκθεσης, γιατί ακριβώς δεν έχει στο βλέμμα την ετοιμότητα των άλλων απεικονιζομένων. Το 1938, η Μαρίνα ποζάρει για τον Μπίτον φορώντας την ελληνική εθνική φορεσιά.

Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό, η στάση της άγαρμπη. Φορά όμως την ελληνική ενδυμασία. Εκτοτε έγιναν φίλοι και για τριάντα χρόνια μέχρι τον θάνατό της το 1968 του πόζαρε ξανά και ξανά. Λέγεται ότι εξαιτίας της ίδιας και του συζύγου της Τζορτζ, Δούκα του Κεντ, άνοιξε ο δρόμος στον Μπίτον για να γίνει ο αγαπημένος φωτογράφος των βασιλικών οικογενειών. Η φωτογραφία αυτή δεν μπορούσε να λείπει από αυτή την αναδρομική έκθεση.   Σχεδόν απέναντι από την περίφημη φωτογραφία της πριγκίπισσας Μαργαρίτας της Αγγλίας.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στο επόμενο δωμάτιο, με το ανοιχτό πράσινο χρώμα, ο νεαρός Σέσιλ ποζάρει μπροστά στον φακό του, σχεδόν γυμνός, βλέμμα αμήχανο και αυτάρεσκο μαζί. Ήταν ακόμη σχολιαρόπαιδο, αλλά ήδη είχε καταλάβει ότι η ομορφιά είναι πράξη αυτοσχεδιασμού. Οι τρεις αυτοπροσωπογραφίες του -με πράσινο, κόκκινο, και καφέ πλαίσιο- μοιάζουν με συναισθηματικό φάσμα. Είναι οι πρώτες του απόπειρες να κατασκευάσει την περσόνα που θα κυβερνούσε τον φωτογραφικό αιώνα: έναν άνδρα που ονειρεύεται με την ευαισθησία μιας γυναίκας και παρατηρεί με την αυστηρότητα ενός αρχιτέκτονα.

Κάπως έτσι γεννιέται το πρώτο του alter ego: ντυμένος Έλινορ Γκλιν, ως την συγγραφέα που «έφερε το καλό γούστο και το σεξ στο Χόλιγουντ». Το 1930, ο Μπίτον φορά μαύρη τουαλέτα, πέρλες και ειρωνικό χαμόγελο, επιβεβαιώνοντας ότι πριν από όλους τους καλλιτέχνες της queer ευαισθησίας, εκείνος είχε ήδη καταλάβει τη δύναμη της μεταμφίεσης.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Φέρνοντας το σεξ και το καλό γούστο στο Χόλιγουντ

Ο Μπίτον είχε εμμονή με τη μεταμόρφωση. Από τα φοιτητικά του χρόνια στο Cambridge, χρησιμοποιούσε ρούχα, μακιγιάζ και θεατρικό φωτισμό για να δημιουργεί εκδοχές του εαυτού του: άλλοτε αριστοκράτη, άλλοτε ντίβα, άλλοτε εξωτικό πλάσμα της φαντασίας. Ήταν γνωστός για τα «fancy dress parties» του, όπου εμφανιζόταν σε πλήρη γυναικεία αμφίεση, με καπέλα, βεντάλιες και κοσμήματα, χαίροντας μιας ελαφρώς σκανδαλισμένης αποδοχής από τους κύκλους της βρετανικής αριστοκρατίας του μεσοπολέμου.

Cecil Beaton as Elinor Glyn
Cecil Beaton as Elinor Glyn

Αυτές οι μεταμφιέσεις δεν ήταν απλώς παιχνίδι: αποτελούσαν τρόπους διερεύνησης της ταυτότητας και της αισθητικής, μια πρώιμη queer performance σε εποχή που η έννοια δεν είχε ακόμη όνομα.

Η πιο διάσημη φωτογραφία του σε γυναικείο ρόλο είναι πράγματι η «Cecil Beaton as Elinor Glyn» (1930), τραβηγμένη από τον φίλο και συνάδελφό του George Hoyningen-Huene. Ο Beaton εμφανίζεται με μαύρη τουαλέτα, πέρλες και επιτηδευμένη πόζα, ως η συγγραφέας Έλινορ Γκλιν(1864-1943) - η θρυλική Βρετανίδα μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος που εισήγαγε τον όρο It (το ακαθόριστο σεξουαλικό χάρισμα) στο Hollywood των 1920s.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Γκλιν ήταν διάσημη για τα αισθησιακά της μυθιστορήματα και τις κομψές, ελαφρώς σκανδαλώδεις ηρωίδες της· είχε μετατραπεί σε pop icon της εποχής. Όταν ο Μπίτον την «υποδύθηκε» για ένα πάρτι στο Παρίσι, το έκανε με εξαιρετική ακρίβεια και ειρωνεία: γνώριζε ότι φωτογραφίζοντας τον εαυτό του ως Glyn, υποδυόταν τη γυναίκα που έκανε το Hollywood να ανακαλύψει το σεξ ως τέχνη.

Ο ίδιος σχολίαζε αργότερα: «Έφερε στο Χόλιγουντ το καλό γούστο και το σεξ». Η φράση αυτή, γεμάτη σαρκασμό και θαυμασμό, περιγράφει στην ουσία και τον ίδιο. Ο Beaton είχε ήδη φέρει «καλό γούστο και σεξουαλικότητα» στη φωτογραφία της εποχής: μια εκλεπτυσμένη, εκρηκτικά επιτελεστική αισθητική, όπου ο ερωτισμός και η αυτοειρωνεία συνυπάρχουν.

Η συγκεκριμένη φωτογραφία έγινε συμβολική. Για τη σύγχρονη θεωρία της τέχνης, θεωρείται προάγγελος της gender performance: η στιγμή όπου ένας άνδρας από την υψηλή κοινωνία φωτογραφίζει τον εαυτό του ως γυναίκα όχι κρυμμένος, αλλά με επίγνωση και θεατρικότητα, ως πράξη αυτοπροσδιορισμού.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ταυτόχρονα, είναι η περίοδος της ζωής του που κυνηγάει την μητέρα του με την φωτογραφική του μηχανή. Αυτή αντιστέκεται αρχικά αλλά φυσικά υποκύπτει. Την φωτογραφίζει διαρκώς ως Μαντόνα, μια Παναγία με χρυσοποίκιλτα ρούχα και βλέμμα μαγνητικό -έτσι κοιτούσε η Μέδουσα άραγε;

Φωτογραφίζοντας την μητέρα του ως Μαντόνα

Η σχέση του με τη μητέρα του, Ernestine Beaton, υπήρξε ένας από τους πιο βαθιούς, σχεδόν μυθολογικούς δεσμούς της ζωής του. Από μικρός την θαύμαζε σαν ιέρεια της ομορφιάς: πάντα άψογα ντυμένη, με κοσμήματα, λεπτή φωνή και αέρα αριστοκρατίας, αν και προερχόταν από αστική οικογένεια χωρίς τίτλους. Στα μάτια του μικρού Σέσιλ η μητέρα του ήταν η απόδειξη ότι η κομψότητα δεν είναι κληρονομικό προνόμιο, αλλά τρόπος ύπαρξης.

H μητέρα του Ernestine Beaton
H μητέρα του Ernestine Beaton
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Την φωτογράφιζε συχνά  με μαλακό φως, ημιδιαφανή πέπλα, σταυρωμένα χέρια, ένα βλέμμα ελαφρώς στραμμένο προς τα πάνω, μία Μαντόνα της σύγχρονης εποχής. Σ’ αυτές τις εικόνες, που θυμίζουν τόσο τη λατρευτική αγιογραφία όσο και τη μελαγχολία της βικτωριανής πορσελάνης, η μητέρα του δεν είναι απλώς πορτρέτο· είναι πίστη. Ο Μπίτον, βαθιά δεμένος μαζί της αλλά και ενοχικός για την εξάρτησή του, την τοποθετεί στο επίκεντρο της προσωπικής του μυθολογίας: μια φιγούρα μητρικής τρυφερότητας που λειτουργεί σαν άσυλο μέσα σε έναν κόσμο ομορφιάς και επίκρισης.

Οι βιογράφοι του σημειώνουν ότι η Ernestine ήταν ο πρώτος του «μοντέλο» και ο πρώτος του «καθρέφτης». Εκείνη του έμαθε πως η εμφάνιση μπορεί να είναι ασπίδα· πως η περιποιημένη εικόνα είναι μορφή αξιοπρέπειας. Κι έτσι, όταν τη φωτογραφίζει ως Μαντόνα, δεν απλώς αποδίδει την αγάπη του, αλλά την ευγνωμοσύνη του για την αισθητική που του χάρισε -μια αισθητική που έγινε τελικά τρόπος επιβίωσης.

Το θέατρο της κομψότητας

The Second Age of Beauty is Glamour (suit). Image courtesy of the artist and National Portrait Gallery. © Cecil Beaton
The Second Age of Beauty is Glamour (suit). Image courtesy of the artist and National Portrait Gallery. © Cecil Beaton

Καθώς προχωράς, το σκοτάδι ανοίγει και ξαφνικά βρίσκεσαι μπροστά σε μια σκηνή σαν όνειρο: γυναίκες με μεταξωτά φορέματα του Dior, σκιές που απλώνονται στα πατώματα σαν λουλούδια, πόζες που μοιάζουν πιο θεατρικές κι από πίνακα του Watteau. Είναι το διάσημο φωτογραφικό tableau του 1948, η στιγμή που η μόδα, η ζωγραφική και η σκηνοθεσία γίνονται ένα.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εδώ, ο Μπίτον παύει να είναι απλός φωτογράφος και γίνεται αρχιτέκτονας της φαντασίας. Κατασκευάζει έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά που όλοι εύχονται να είχαν ζήσει: έναν κόσμο όπου η ομορφιά είναι οργανωμένη, συμμετρική, αλώβητη. Πίσω από κάθε εικόνα, όμως, υπάρχει μια υποψία θλίψης. Ο Μπίτον σκηνοθετεί τη λάμψη ακριβώς επειδή γνωρίζει τη φθορά και η φωτογραφία είναι ο μόνος τρόπος να την αναχαιτίσει.

Best Invitation of the Season (Nina De Voe in ball gown by Balmain), 1951, Original colour transparency, The Conde Nast Archive, New York. Image courtesy of the artist and National Portrait Gallery. © Cecil Beaton
Best Invitation of the Season (Nina De Voe in ball gown by Balmain), 1951, Original colour transparency, The Conde Nast Archive, New York. Image courtesy of the artist and National Portrait Gallery. © Cecil Beaton

Κοιτάζοντας την πορεία του, καταλαβαίνεις ότι ο Μπίτον φωτογράφιζε τη μόδα σαν ψυχολογική τοπογραφία. Από τη χλιδή του Μεσοπολέμου ως τη μεταπολεμική αυστηρότητα, οι γυναίκες του καθρεφτίζουν την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας: Η Wallis Simpson, ντυμένη με Schiaparelli, προσωποποιεί το παράδοξο της εξουσίας και της αποπομπής· η Audrey Hepburn, με το διάφανο βλέμμα του 1954, γίνεται το «Hepburn Look»: μια νέα ηθική της απλότητας, της λεπτότητας, της πειθαρχίας.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η μόδα στα χέρια του δεν είναι φετίχ· είναι ψυχανάλυση. Κάθε ρούχο, κάθε υφή, κάθε πτυχή δηλώνει πώς μια εποχή μαθαίνει να στέκεται μετά από κρίση. Όπως κι εκείνος, που πέρασε από το μετάξι στις στολές του πολέμου.

Ο Μπίτον στα χρόνια του πολέμου

Ο Μπίτον, τότε επίσημος φωτογράφος του Υπουργείου Πληροφοριών, απαθανατίζει τη φρίκη του Blitz με τον ίδιο αισθητικό έλεγχο που έδινε στις πορσελάνες του Μπάκινχαμ. Η ομορφιά, εδώ, γίνεται αντίσταση. Μέσα στα χαλάσματα, εκείνη η γυναίκα δεν χάνει το κράτημά της κι ο Μπίτον βρίσκει το πιο βαθύ του θέμα: πώς το στυλ μπορεί να είναι πράξη αξιοπρέπειας.

Άλλωστε φωτογράφιζε και κατά τη διάρκεια του πολέμου, παιδιά τραυματίες το πολέμου να κοιτάνε με ορθάνοιχτα μάτια πίσω από επιδέσμους σε κρεβάτια νοσοκομείων, ρωμαλέους άνδρες σαν σταρ του Χόλιγουντ με τις στολές της ένδοξης βρετανικής αεροπορίας. Η γοητεία, η δύναμη, με κάποιον υπόγειο τρόπο η αισιοδοξία κυριαρχούν στις φωτογραφίες αυτές από την εποχή του πολέμου.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η πορεία καταλήγει στην αίγλη των ανακτόρων. Στον τοίχο, η πριγκίπισσα Μαργαρίτα καθισμένη σε κόκκινο καναπέ, το λευκό της φόρεμα να ξεχειλίζει σαν κύμα. Είναι το πιο διάσημο πορτρέτο του: μια φαντασίωση της μεταπολεμικής Βρετανίας που ξαναβρίσκει την πίστη της στην τάξη και στην ομορφιά.

Λίγο πιο δίπλα, μια επιστολή της Όντρει Χέπμπορν: «Αγαπημένε μου C.B., απλώς ήθελα να σου πω πόσο, μα πόσο, μα πόσο, μα πόσο, μα πόσο χαίρομαι που πήρες το Όσκαρ σου…» Είναι μια συγκινητική επιστολή αγάπης, ένας ψίθυρος φιλίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που πίστεψαν πως η καλοσύνη μπορεί να είναι στυλ. Περίεργη συνθήκη για έναν άνθρωπο που έλεγε -όπως διαβάζουμε με τα γράμματά του στους τοίχους της έκθεσης: «Δεν θέλω οι άνθρωποι να με γνωρίζουν όπως είμαι πραγματικά, αλλά όπως προσπαθώ και προσποιούμαι ότι είμαι».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ολόκληρη η έκθεση λειτουργεί σαν πορτρέτο του ίδιου. Κάθε φωτογραφία είναι ένας τρόπος να κρατηθεί στη ζωή μέσω της εικόνας. Ο Μπίτον χτίζει την ψυχή του όπως χτίζει τα σκηνικά του: με ακρίβεια, με μανία, με ρομαντισμό. Ήξερε ότι οι άνθρωποι δεν ποζάρουν ποτέ μόνο για τον φωτογράφο ποζάρουν για τη μνήμη, για την ιστορία, για να γίνουν κάτι που δεν θα μπορέσει να πεθάνει.

Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την τελειότητα, διακρίνεις κάτι σπαρακτικό: την ανάγκη του να πιστέψει πως η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Θα κάνω θαυμαστά πράγματα

Mε τον Τρούμαν Καπότε, δύο μύθοι μαζί.
Mε τον Τρούμαν Καπότε, δύο μύθοι μαζί.

Καθώς φεύγεις, μια τελευταία φράση του στον τοίχο: «Έχω υπέροχα σχέδια και θα κάνω θαυμαστά πράγματα». Δεν ήταν απλώς αισιοδοξία· ήταν πρόγραμμα ζωής. Ο Σέσιλ Μπίτον έκανε πράγματι θαυμαστά πράγματα, αλλά το πιο θαυμαστό ήταν ότι, μέσα από τις φωτογραφίες του, σκιαγράφησε όχι μόνο την ψυχή του 20ού αιώνα αλλά και την ίδια την ψυχολογία της ομορφιάς.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η έκθεση στη National Portrait Gallery είναι μια μυστική εξομολόγηση για τη δύναμη της εικόνας να επινοεί τον άνθρωπο. Κι έτσι, όταν κοιτάζεις την Ελληνίδα πριγκίπισσα, την Όντρει, τη Γκάρμπο, το μοντέλο μέσα στα ερείπια, βλέπεις το ίδιο βλέμμα: το βλέμμα του Μπίτον. Έναν άνδρα που φωτογράφισε τον κόσμο για να τον κάνει λίγο πιο ανθεκτικό στην απώλεια.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ