Μια χρυσή τουαλέτα 18 καρατίων με το όνομα «America» πουλήθηκε με μία μόνο προσφορά από τον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s. Έργο του αιρετικού Μaurizio Cattelan.
Εσχάτως, η Νέα Υόρκη έχει μάθει να κινείται με ένα είδος μουδιασμένης ευγένειας απέναντι στην υπερβολή. Οι τιμές των ενοικίων, οι δημοπρασίες, οι πλούσιοι που αλλάζουν γκαλερί όπως άλλοι αλλάζουν χαρμάνι καφέ. Όλα περνούν χωρίς ιδιαίτερο σχόλιο, σαν να αποτελούν φυσικά φαινόμενα.
Έτσι, όταν μια χρυσή τουαλέτα 18 καρατίων του Maurizio Cattelan πουλήθηκε στο Sotheby’s για 12.110.000 εκατομμύρια δολάρια -ύστερα από μια και μοναδική προσφορά- κανείς δεν αναρωτήθηκε πραγματικά τι σημαίνει αυτό για την τέχνη.
Αντίθετα, η είδηση πέρασε με την ίδια ανενόχλητη σιγουριά με την οποία περνούν οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές: ως κάτι φυσικό, αναμενόμενο, σχεδόν προβλέψιμο.
Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπηλή κανονικότητα, υπάρχει ένα παράδοξο: η πώληση της «America» -σατανικός ο τίτλος του έργου- δεν είναι απλώς μια ακόμη περίεργη στιγμή του αγοράς τέχνης, αλλά ένα σύμπτωμα μιας εποχής που έχει πάψει να εντυπωσιάζεται από την ειρωνεία και έχει συμφιλιωθεί πλήρως με την κυνικότητα.
Το γεγονός ότι μια τουαλέτα, ουσιαστικά ίση σε αξία με το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένη, αλλάζει χέρια όχι ως έργο, αλλά ως περιουσιακό στοιχείο, λέει περισσότερα για τη θέση της τέχνης σήμερα απ’ ό,τι τα περισσότερα δοκίμια κριτικής.
Απογυμνώνοντας από νόημα το πολύτιμο
Υπάρχουν αυτοί που έσπευσαν να συγκρίνουν την χρυσή Αμερική του Cattelan με τον μαρμάρινο ουρητήρα του Marcel Duchamp. Ο Duchamp μετέφερε ένα ουρητήριο στο μουσείο για να μας δείξει ότι η τέχνη δεν κατοικεί στα υλικά, αλλά στις ιδέες. Το «Fountain» δεν ήταν αντικείμενο, ήταν ένα ερώτημα. Μια γραμμή στα όρια του τι θεωρούμε τέχνη, μια επιθετική χειρονομία ελευθερίας. Η υψηλή τέχνη ξαφνικά μπορούσε να είναι το πιο ταπεινό αντικείμενο, αρκεί να υπήρχε σκέψη πίσω του.
Ο Maurizio Cattelan κάνει το αντίθετο. Δεν παίρνει κάτι κοινό για να το αποθεώσει· παίρνει κάτι πολύτιμο για να το απογυμνώσει από νόημα. Η χρυσή «America» δεν θέτει κανένα ερώτημα.
Υπάρχει επειδή μπορεί, επειδή ο κόσμος της τέχνης έχει γίνει τόσο αυτάρεσκος, τόσο αυτάρκης, τόσο διαπλεκόμενος με την υψηλή χρηματοοικονομία, ώστε μια χρυσή λεκάνη να θεωρείται «σχόλιο». Δεν είναι σχόλιο, είναι σύμπτωμα.
Και όμως, υπάρχει ένα στοιχείο στην ιστορία αυτής της λεκάνης που μοιάζει με κεφάλαιο από πολιτική σάτιρα: η κλοπή της. Το 2019, η δεύτερη εκδοχή της «America» εγκαταστάθηκε στο Blenheim Palace. Λειτουργούσε κανονικά. Το κοινό μπορούσε να την χρησιμοποιήσει: μια βιτριολική ειρωνεία περί δημοκρατίας και πλούτου, που λειτουργούσε σαν performance της ίδιας της Βρετανίας. Μια χειρονομία από αυτές που κάνει ο αιρετικός Cattelan και μας κάνει να τον λατρεύουμε όσο και αν μας προβοκάρει και μας τρολάρει.
Και έπειτα, ένα πρωί του Σεπτέμβρη, μια συμμορία μπήκε στο παλάτι, την ξεβίδωσε από το πάτωμα και την πήρε. Οι αρχές υπολόγισαν ότι η ζημιά στο κτήριο ήταν μεγαλύτερη από την αξία της λείας. Η αστυνομία δεν τη βρήκε ποτέ. Η λεκάνη εξαφανίστηκε, είτε λιωμένη σε χυτήριο, είτε θαμμένη σε κάποιον αγγλικό κήπο, είτε ενσωματωμένη σε ένα νέο, ανεπίσημο «έργο» μιας εποχής όπου η πραγματικότητα ξεπερνά την τέχνη.
Και το πιο ενδιαφέρον; Το γεγονός ότι η κλοπή ήταν πολύ πιο κοντά στην ουσία της αβανγκάρντ από το ίδιο το έργο. Ήταν απερίσκεπτη, ιδεολογική ή μη, αλλά ήταν πράξη. Ήταν σύγκρουση με ένα σύμβολο εξουσίας. Ήταν πραγματικό γεγονός, όχι μεταλλική ειρωνεία.
Συλλέγοντας Pollock και de Kooning με την ίδια ευκολία που άλλοι παραγγέλνουν Temu
Η «America» του Μπλένχαϊμ χάθηκε. Έμεινε μόνο αυτή του Steve Cohen: η πιο αποστειρωμένη εκδοχή της, η πιο «επενδυτική». Ο Cohen αγόρασε το έργο το 2017. Ένας δισεκατομμυριούχος που χρηματοδότησε την ορκωμοσία του Τραμπ, που έχει κατηγορηθεί για insider trading, που συλλέγει Pollock και de Kooning με την ίδια ευκολία που άλλοι παραγγέλνουν από το Temu. Το ερώτημα που έθεσαν τα αμερικανικά μέσα ήταν το πιο εύστοχο: το χρησιμοποίησε; Αν ναι, τότε υπάρχει κάτι σχεδόν υπερ-συμβολικό στην πράξη. Αν όχι, τότε η λεκάνη έμεινε απλώς μια χρυσή παύλα σε έναν ισολογισμό.
Το Sotheby’s, από την πλευρά του, πρόσθεσε το τελευταίο ειρωνικό στρώμα: η δημοπρασία έγινε στο παλιό Whitney Museum. Είναι η απόλυτη μετάβαση από την τέχνη ως δημόσιο αγαθό στην τέχνη ως ιδιωτική επένδυση. Ο χώρος του Hopper και της O’Keeffe έγινε ο χώρος όπου μια τουαλέτα τροποποιεί την καθαρή αξία ενός χαρτοφυλακίου.
Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, η ιστορία τρέχει παράλληλα σε έναν άλλο χώρο. Δημόσιοι φορείς τέχνης χάνουν επιχορηγήσεις. Το National Endowment for the Arts ακυρώνει προγράμματα. Μικρά φεστιβάλ σβήνουν πριν προλάβουν να υπάρξουν. Μουσεία λειτουργούν με προσωπικό κατώτατου μισθού. Καλλιτέχνες ζουν στα όρια της επισφάλειας.
Δεν είναι ότι το έργο του Cattelan είναι κακό, είναι ότι είναι το τέλειο έργο για μια εποχή όπου η αβανγκάρντ έχει αντικατασταθεί από την κυνική, αδρανή, σχεδόν νεκρή ειρωνεία. Όπου η πρόκληση δεν έχει στόχο, γιατί το κοινό δεν έχει καν προσδοκίες. Όπου η τέχνη δεν μπορεί να σοκάρει γιατί το σοκ είναι ήδη ενσωματωμένο στο σύστημα.
Η κλοπή της δεύτερης λεκάνης ήταν η πιο ζωντανή στιγμή στην ιστορία του έργου. Ήταν απρόβλεπτη, σχεδόν πολιτική. Ήταν μια προειδοποίηση: όσα μετατρέπουμε σε σύμβολα πλούτου επιστρέφουν εύκολα στη γη από την οποία προήλθαν. Η χρυσή λάμψη δεν πουλάει αθανασία, πουλάει μόνο χρόνο.
Ο Duchamp έκανε μια τουαλέτα τέχνη. Ο Cattelan έκανε μια τουαλέτα περιουσιακό στοιχείο. Και η εποχή μας έκανε και τα δύο κάτι σαν ανέκδοτο με τα οποία κανείς δεν γελάει πια.