Η νέα γενιά των λεγόμενων «χαζών» κινητών γίνεται πιο έξυπνη, πιο κομψή και - παραδόξως - πιο ακριβή, δίνοντας απάντηση σε μια εποχή κόπωσης από την ψηφιακή υπερσύνδεση.
Στην εποχή όπου το κινητό έχει μετατραπεί από εργαλείο σε προέκταση του εαυτού μας, μια σιωπηλή επανάσταση αρχίζει να κερδίζει έδαφος: η επιστροφή των λεγόμενων dumbphones. Πρόκειται για συσκευές που θυμίζουν μια προ-έξυπνη εποχή, με πλήκτρα, μικρές οθόνες και ελάχιστες δυνατότητες. Δεν διαθέτουν TikTok ή Instagram, δεν βομβαρδίζουν με ειδοποιήσεις και, κυρίως, δεν απορροφούν ατελείωτες ώρες σκρολαρίσματος. Το ρεύμα αυτό, που ξεκίνησε δειλά πριν από μερικά χρόνια, έχει πλέον αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού φαινομένου. Η νέα γενιά των «χαζών» κινητών γίνεται πιο έξυπνη, πιο κομψή και - παραδόξως - πιο ακριβή, δίνοντας απάντηση σε μια εποχή κόπωσης από την ψηφιακή υπερσύνδεση.
Η ανάγκη για αποσύνδεση δεν είναι πια περιθωριακή ιδιορρυθμία, αλλά αντίδραση σε έναν τρόπο ζωής που μοιάζει ολοένα και πιο εξαντλητικός. Η έρευνα γύρω από τον εθισμό στα smartphones δείχνει ότι η παρουσία τους επηρεάζει τον εγκέφαλο ακόμη κι όταν δεν τα χρησιμοποιούμε. Η εξάρτηση δεν είναι απλώς ψυχολογική αλλά νευρολογική, με συνέπειες στη συγκέντρωση, στον ύπνο και στην ψυχική ισορροπία. Η συσκευή που υποσχέθηκε να μας ελευθερώσει έχει γίνει δεσμά. Και κάπου ανάμεσα στις ειδοποιήσεις, τις ενημερώσεις και τις ατελείωτες ροές περιεχομένου, γεννήθηκε η επιθυμία για απλότητα - ή τουλάχιστον για έλεγχο.
Ψηφιακή αποτοξίνωση και ιδιωτικότητα
Εκεί ακριβώς μπαίνουν στο προσκήνιο τα dumbphones. Μερικοί τα επιλέγουν για λόγους ψυχικής αποτοξίνωσης, άλλοι για ιδιωτικότητα ή για να προστατέψουν τα παιδιά τους. Υπάρχει ακόμη και μια υποκουλτούρα νέων που δηλώνουν περήφανα «νέοι Λουδίτες», γυρίζοντας την πλάτη στην υπερτεχνολογική κουλτούρα. Το 2024, hashtags όπως #BringBackFlipPhones ή κινήματα όπως το Smartphone Free Childhood έκαναν θραύση στα κοινωνικά δίκτυα - ένα παράδοξο που μαρτυρά πως ακόμη και η αντίσταση στην τεχνολογία περνάει πια μέσα από την ίδια την τεχνολογία.
Η αγορά των λεγόμενων feature phones δεν είναι μικρή. Ο αναλυτής Yang Wang της Counterpoint Research υπολογίζει ότι το 15% των κινητών που πωλήθηκαν παγκοσμίως το 2024 ανήκαν σε αυτή την κατηγορία - περίπου 210 εκατομμύρια συσκευές. Αν και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αγοράς αφορά αναπτυσσόμενες χώρες, η ζήτηση για πιο «απλά» κινητά αυξάνεται εντυπωσιακά και στη Δύση. Πίσω από αυτήν την επιστροφή κρύβονται τρεις εταιρείες-σύμβολα του κινήματος: η Punkt, η Light και η φινλανδική HMD Global, που αναβιώνει τη νοσταλγία της Nokia.
Ψηφιακός μινιμαλισμός
Ο Petter Neby, ιδρυτής της Punkt, περιγράφει πώς γεννήθηκε η ιδέα. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, συνειδητοποίησε ότι το Blackberry του είχε γίνει εξάρτηση. «Θες απλώς να στείλεις μήνυμα στη γυναίκα σου ότι θα αργήσεις, κι όμως καταλήγεις να γράφεις τρία επαγγελματικά emails», θυμάται. Η απάντησή του ήταν η δημιουργία του MP01, ενός κινητού με κουμπιά, δυνατότητα κλήσεων και SMS, ξυπνητήρι και ημερολόγιο - τίποτα παραπάνω. Το σύνθημά του: «ψηφιακός μινιμαλισμός». Οι συσκευές της Punkt, σχεδιασμένες με αυστηρή αισθητική πειθαρχία, δεν προσπαθούν να αποκόψουν τον χρήστη από την τεχνολογία, αλλά να του προσφέρουν έλεγχο, μια σπάνια πολυτέλεια στην εποχή της διάσπασης προσοχής.
Παρόμοια φιλοσοφία έχει και η Light, που ιδρύθηκε το 2014 από τον Kaiwei Tang και τον Joe Hollier. Η εταιρεία γεννήθηκε μέσα στη Google, αλλά ως πράξη αντίδρασης προς τον ίδιο τον κόσμο των εφαρμογών. «Το πρόβλημα δεν είναι η συσκευή», εξηγεί ο Tang, «είναι το επιχειρηματικό μοντέλο: η οικονομία της προσοχής». Η Light δημιούργησε το Light Phone, ένα τηλέφωνο χωρίς ροές, διαφημίσεις ή ατέρμονες ειδοποιήσεις. Η σχεδιαστική του αρχή ήταν η «βαρεμάρα»: μια μινιμαλιστική, ασπρόμαυρη διεπαφή που δεν επιδιώκει να σε κρατήσει στην οθόνη αλλά να σε αφήσει ελεύθερο. Το πιο πρόσφατο μοντέλο, το Light Phone III, κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2025, με 5G, αισθητήρα δακτυλικού αποτυπώματος και NFC για πληρωμές, αλλά χωρίς καμία μορφή κοινωνικού δικτύου ή προτεινόμενου περιεχομένου. «Δεν είμαστε αντιτεχνολογικοί», επιμένει ο Tang. «Προωθούμε έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από εκείνον που κεντράρει τα πάντα γύρω από το smartphone».
Κάθε άλλο παρά φθηνά
Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι τα «χαζά» κινητά κάθε άλλο παρά φτηνά είναι. Ο πρώτος dumbphone της Punkt κόστιζε 229 δολάρια· το σημερινό μοντέλο MP02 φτάνει τα 299, ενώ το Light Phone III διατίθεται στα 699 δολάρια. Όπως εξηγούν οι δημιουργοί τους, αυτό συμβαίνει επειδή οι μικρές εταιρείες δεν έχουν τα τεράστια εργοστάσια των τεχνολογικών κολοσσών, αλλά επίσης γιατί οι συσκευές αυτές είναι σχεδιασμένες να διαρκούν. Ο Tang λέει χαρακτηριστικά: «699 δολάρια δεν είναι μεγάλο τίμημα για να κερδίσεις πίσω τις ώρες και την προσοχή σου». Η λογική της Light είναι εντελώς αντίθετη από εκείνη των παραδοσιακών smartphone: να αγοράζεις μια συσκευή και να τη χρησιμοποιείς για 5 ή 10 χρόνια, όχι μέχρι να βγει το επόμενο μοντέλο.

Στην άλλη άκρη της Ευρώπης, η HMD Global κινείται με διαφορετικό όραμα. Έχοντας αναλάβει το ιστορικό όνομα της Nokia, η εταιρεία πειραματίζεται με μια ισορροπία ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο». Το 2024, κυκλοφόρησε το HMD Barbie Phone, ένα ροζ αναδιπλούμενο τηλέφωνο χωρίς πρόσβαση στα social media, που έγινε viral κυρίως στις νεότερες ηλικίες. Η τελευταία καινοτομία της, το HMD Fuse, προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο: ένα τηλέφωνο που ξεκινά ως brick phone και «μεγαλώνει» μαζί με το παιδί, καθώς οι γονείς μπορούν να ξεκλειδώνουν λειτουργίες σταδιακά.
Το Fuse ενσωματώνει το HarmBlock, ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που εντοπίζει γυμνό περιεχόμενο και το αποκλείει αυτόματα, λειτουργώντας ως φίλτρο ασφάλειας για τους ανήλικους χρήστες. Η φιλοσοφία του είναι καθαρά παιδαγωγική: να δημιουργήσει από μικρή ηλικία μια υγιή σχέση με την τεχνολογία.
Αντανακλά την δυσαρέσκεια της ψηφιακής εποχής
Η τάση των dumbphones αντανακλά, σε μεγάλο βαθμό, τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κατεύθυνση που πήρε η ψηφιακή εποχή. Οι χρήστες δεν απορρίπτουν την τεχνολογία, αλλά την κουλτούρα της διαρκούς ειδοποίησης και του κατακερματισμού της προσοχής. Όπως τονίζει ο Neby της Punkt, «δεν θέλουμε να γίνουμε η νέα Apple - θέλουμε απλώς να προσφέρουμε επιλογή». Και αυτή η επιλογή, όσο μικρή κι αν φαίνεται, αποτελεί ήδη μια μορφή αντίστασης. Οι εταιρείες αυτές μπορεί να είναι «νάνοι ανάμεσα σε γίγαντες», αλλά δείχνουν ότι υπάρχει χώρος για μια νέα, πιο ανθρώπινη τεχνολογία.
Η ειρωνεία είναι πως όσο πιο «χαζά» γίνονται τα τηλέφωνα, τόσο πιο έξυπνη μοιάζει η χρήση τους. Αν τα πρώτα smartphones υποσχέθηκαν ελευθερία και κατέληξαν να μας φυλακίσουν μέσα σε οθόνες, τα dumbphones υπόσχονται κάτι πιο ταπεινό - και ίσως πιο πολύτιμο: να μας επιστρέψουν λίγο χρόνο, λίγη ησυχία, λίγο έλεγχο. Δεν είναι απόδραση από τον κόσμο, αλλά επαναπροσδιορισμός του τρόπου που στεκόμαστε μέσα του. Γιατί, τελικά, το πιο «έξυπνο» κινητό μπορεί να είναι εκείνο που σε αφήνει να ζήσεις χωρίς αυτό.