Για μια μικρή αλλά υπαρκτή ομάδα ανθρώπων, ο λιγότερος ύπνος δεν είναι έλλειμμα ούτε κακή συνήθεια, αλλά βιολογική πραγματικότητα, βαθιά χαραγμένη στο γενετικό τους υπόβαθρο.
Οι συστάσεις για επτά έως εννέα ώρες ύπνου τη νύχτα θεωρούνται εδώ και χρόνια ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης ιατρικής συμβουλής. Παρ’ όλα αυτά, η επιστήμη του ύπνου δείχνει όλο και πιο καθαρά ότι δεν λειτουργούν όλοι οι οργανισμοί με τον ίδιο τρόπο.
Για μια μικρή αλλά υπαρκτή ομάδα ανθρώπων, ο λιγότερος ύπνος δεν είναι έλλειμμα ούτε κακή συνήθεια, αλλά βιολογική πραγματικότητα, βαθιά χαραγμένη στο γενετικό τους υπόβαθρο.
Οι άνθρωποι που κοιμούνται ελάχιστα
Οι άνθρωποι αυτοί είναι γνωστοί ως «φυσικοί βραχυϋπνιστές», άτομα που μπορούν να κοιμούνται συστηματικά από τέσσερις έως έξι ώρες κάθε βράδυ χωρίς να αισθάνονται κόπωση, υπνηλία ή να εμφανίζουν τις γνωστές αρνητικές επιπτώσεις της έλλειψης ύπνου. Νέα έρευνα έρχεται να ενισχύσει την άποψη ότι αυτή η ικανότητα δεν είναι αποτέλεσμα προσαρμογής ή πειθαρχίας, αλλά γονιδιακής διαφοροποίησης. Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες εντόπισαν μια μετάλλαξη στο γονίδιο SIK3, το οποίο συνδέεται άμεσα με τη μειωμένη διάρκεια ύπνου.
Το φαινόμενο του φυσικού σύντομου ύπνου
Όπως εξηγεί η συν-συγγραφέας της μελέτης Γινγκ-Χούι Φου, μιλώντας στο επιστημονικό περιοδικό Nature, το σώμα συνεχίζει να εργάζεται εντατικά όσο κοιμόμαστε: απομακρύνει τοξίνες, επιδιορθώνει κυτταρικές βλάβες και ρυθμίζει κρίσιμες λειτουργίες. Στους φυσικούς βραχυϋπνιστές, όλες αυτές οι διαδικασίες φαίνεται να εκτελούνται πιο αποδοτικά, επιτρέποντας στον οργανισμό να «ολοκληρώνει» τον κύκλο του ύπνου σε μικρότερο χρονικό διάστημα.
Το φαινόμενο του φυσικού σύντομου ύπνου, γνωστό διεθνώς ως natural short sleep (NSS), δεν είναι άγνωστο στην επιστημονική κοινότητα. Σύμφωνα με ανασκόπηση του 2021, είχε ήδη συσχετιστεί με τέσσερα διαφορετικά γονίδια που φέρουν σπάνιες μεταλλάξεις. Η Φου και η ερευνητική της ομάδα ασχολούνται με το ζήτημα εδώ και δεκαετίες, έχοντας εντοπίσει από νωρίς ότι ορισμένες γενετικές αλλαγές επηρεάζουν τον κιρκάδιο ρυθμό και μειώνουν τις ανάγκες για ύπνο σε συγκεκριμένα άτομα.
Η διάκριση ανάμεσα στον φυσικό βραχυϋπνισμό και την ανεπαρκή ξεκούραση είναι κρίσιμη. Ενώ η χρόνια στέρηση ύπνου θεωρείται παθολογική κατάσταση και συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, μεταβολικών διαταραχών και γνωστικών προβλημάτων, τα άτομα με NSS δεν εμφανίζουν αυτές τις επιπτώσεις. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς της ανασκόπησης, η συγκεκριμένη συνήθεια ύπνου δεν μπορεί ούτε να διδαχθεί ούτε να υιοθετηθεί εκούσια· αποτελεί έμφυτο χαρακτηριστικό που διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Η πρόσφατη μελέτη πήρε συγκεκριμένη μορφή όταν οι ερευνητές αξιολόγησαν μια 70χρονη γυναίκα που κοιμόταν κατά μέσο όρο 6,3 ώρες τη νύχτα, δηλώνοντας μάλιστα ότι συχνά αρκούνταν σε ακόμη λιγότερο ύπνο. Στην περίπτωσή της, οι επιστήμονες εντόπισαν μια πέμπτη γενετική μετάλλαξη που σχετίζεται με τον NSS, γνωστή ως N783Y. Η ανακάλυψη αυτή προστέθηκε στο ήδη περιορισμένο αλλά αυξανόμενο σύνολο γενετικών ενδείξεων που εξηγούν γιατί κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται λιγότερο ύπνο χωρίς κόστος για την υγεία τους.
Μόλις το 1% έως 3% του παγκόσμιου πληθυσμού
Για να διερευνήσουν τον μηχανισμό δράσης αυτής της μετάλλαξης, οι ερευνητές προχώρησαν σε πειράματα σε ζώα. Δημιούργησαν γενετικά τροποποιημένα ποντίκια που έφεραν τη μετάλλαξη SIK3 και διαπίστωσαν ότι κοιμούνταν περίπου 30 λεπτά λιγότερο την ημέρα σε σύγκριση με τα φυσιολογικά. Αν ληφθεί υπόψη ότι τα ποντίκια κοιμούνται συνήθως περίπου 12 ώρες ημερησίως, η διαφορά αυτή κρίθηκε σημαντική.
Η ανάλυση των εγκεφάλων των ζώων έδειξε ότι η μετάλλαξη πιθανόν εμποδίζει το γονίδιο SIK3 να μεταφέρει ορισμένα μόρια σε πρωτεΐνες που διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων. Σε μοριακό επίπεδο, οι αλλαγές εντοπίστηκαν κυρίως σε συνάψεις, τα σημεία δηλαδή όπου τα νευρικά κύτταρα ανταλλάσσουν σήματα. Οι ερευνητές τόνισαν ότι τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τον διατηρημένο ρόλο του SIK3 ως κρίσιμου ρυθμιστή του ύπνου στον άνθρωπο.
Παρότι εκτιμάται ότι μόλις το 1% έως 3% του παγκόσμιου πληθυσμού ανήκει στους φυσικούς βραχυϋπνιστές, οι προεκτάσεις της έρευνας είναι πολύ ευρύτερες. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι η κατανόηση των γενετικών μηχανισμών που επιτρέπουν μεγαλύτερη αποδοτικότητα στον ύπνο θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για νέες θεραπείες. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι 50 έως 70 εκατομμύρια άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες πάσχουν από διαταραχές ύπνου, σύμφωνα με το National Heart, Lung, and Blood Institute.
Η ερευνητική ομάδα σημειώνει ότι τα αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση της γενετικής βάσης του ύπνου, να αναδείξουν τον ρόλο των κινασών στη ρύθμισή του και να ενισχύσουν την αναζήτηση θεραπευτικών στρατηγικών που θα βελτιώνουν την ποιότητα και την αποδοτικότητα του ύπνου. Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να χρειάζονται πλήρη νυχτερινή ξεκούραση, η έρευνα υπενθυμίζει ότι, για κάποιους, ο λιγότερος ύπνος δεν είναι πρόβλημα, αλλά βιολογικό πλεονέκτημα.