Ο αγαπημένος ηθοποιός Άλκης Γιαννακάς έφυγε από τη ζωή την Κυριακή σε ηλικία 80 ετών.
Ο Άλκης Χρήστος Γιαννακάς γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου 1945 στην Αθήνα.
Ήταν ένας από τους πιο ωραίους και γοητευτικούς άνδρες του ελληνικού κινηματογράφου, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του «ζεν πρεμιέ». Λέγεται πως ήταν ανάμεσα σε εκείνους τους σταρ που καμία γυναίκα δεν μπορούσε να τους αντισταθεί.
Έπαιζε κυρίως ρόλους του «καλού παιδιού» στη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά. Αργότερα, όταν πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη», έγινε ευρύτερα γνωστός ως «ο ωραίος κακός του σινεμά».
Σκληρός, εραστής, αλήτης, αλλά και σεμνός, ευγενικός και συνεσταλμένος ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά των ρόλων που ενσάρκωσε στην οθόνη.

Τα πρώτα βήματα του Άλκη Γιαννακά και η καθιέρωση ως ζεν πρεμιέ
Ατίθασος από παιδί, μπήκε τυχαία στον χώρο του σινεμά στα 17 του, όταν τον ανακάλυψε ο σκηνοθέτης Μανώλης Σκουλούδης, αλλά εγκατέλειπε τα γυρίσματα για βόλτες με μηχανές με φίλους του. Παρότι δεν συμμετείχε σε πολλές ταινίες, έγινε δημοφιλής και πολυσυζητημένος.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως τεχνικός στην ταινία «Ένας ήρως με παντούφλες», το 1958, με τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Το 1963 ήρθε η πρώτη ταινία στην οποία πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, το «Ένας ντελικανής», όπου και άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό και να ξεχωρίζει για τη γοητεία του.
Το 1964 έκανε μια guest εμφάνιση στη «Σοφερίνα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ως δικηγόρος «Πάκης», αρραβωνιασμένος με την Καίτη Λαμπροπούλου αλλά και παράνομο φλερτ της Μάρως Κοντού.

Πλέον, ο Άλκης Γιαννακάς καθιερώθηκε ως sex symbol των '60s, με τα μαύρα του μαλλιά και την πλαϊνή χωρίστρα, το γοητευτικό πρόσωπο αλλά και την κορμοστασιά του. Πολλοί μάλιστα τον χαρακτήρισαν ως τον «Έλληνα Μάρλον Μπράντο» και ο Τύπος τον ανέδειξε σε «σύμβολο του ανδρικού ερωτισμού».
Την ίδια χρονιά ήρθε ο σημαντικότερος ρόλος της ζωής του και η αναγνώριση. Θα μείνει στην ιστορία ως «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη», στην ομώνυμη ταινία του 1965 σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη και σενάριο του Γιώργου Παπακυριάκη.

Η δραματική ταινία έκανε πάταγο λόγω των τολμηρών της σκηνών, ενώ χαρακτηρίστηκε για τον «ωμό ρεαλισμό σ’ ένα κοινωνικό δράμα».
Δεν ήταν λίγες οι συμμετοχές του σε πολεμικές ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κυρίως στη δεκαετία του 1970, όπως: «Στα σύνορα της προδοσίας», «Οι Γενναίοι του Βορρά», «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (όπου έπαιξε τον αδελφό της «Άννας» Τζένης Καρέζη) και «Μαντώ Μαυρογένους» (ενσάρκωσε τον υπασπιστή του «Δημήτρη Υψηλάντη» Πέτρου Φυσσούν).

Ο έρωτας με την Γκιζέλα Ντάλι και η αποχώρηση από τα φώτα της δημοσιότητας
Η προσωπική του ζωή υπήρξε θυελλώδης.
Η σχέση του με την ξανθιά ηθοποιό Γκιζέλα Ντάλι, την «Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό», έγραψε ιστορία στον καλλιτεχνικό κόσμο, καθώς οι δυο τους υπήρξαν από τα πιο πολυσυζητημένα ζευγάρια της εποχής, με έντονο πάθος και χημεία που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, καθώς έπαιξαν μαζί στον «Παρθένο».
Η ίδια είχε δηλώσει: «Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ήταν ο ωραιότερος και πιο περιζήτητος άντρας και ήταν δικός μου. Ζήσαμε μια σχέση πάθους».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Άλκης Γιαννακάς αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας, εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο και το θέατρο. Δεν συμμετείχε πλέον σε ταινίες, δεν εμφανιζόταν σε κοσμικά γεγονότα, ούτε παραχωρούσε συνεντεύξεις.

Επέλεξε την απομόνωση, μακριά από τη δημοσιότητα που κάποτε τον αποθέωνε. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στην Πλατεία Αμερικής, σε μια ήρεμη καθημερινότητα με τη σύζυγό του, Κατερίνα, διατηρώντας λίγες επαφές με ανθρώπους του θεάτρου και του κινηματογράφου στο «Σπίτι του Ηθοποιού».
Παρότι δεν εξήγησε ποτέ γιατί εγκατέλειψε την καριέρα του, όσοι τον γνωρίζουν μιλούν για έναν σεμνό και διακριτικό άνθρωπο, που προτίμησε να απομακρυνθεί από τα φώτα της δημοσιότητας.