Η σύγχρονη νευροεπιστήμη στρέφει ολοένα και περισσότερο την προσοχή της σε μεμονωμένα νευρικά κύτταρα και όχι σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Σύμφωνα με τη Μαρλένε Μπάρτος από το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, υπάρχουν δύο βασικοί τύποι νευρικών κυττάρων: αυτά που μεταφέρουν πληροφορίες και τα ανασταλτικά κύτταρα. Τα δεύτερα λειτουργούν σαν «φωτεινοί σηματοδότες», ρυθμίζοντας τη ροή των σημάτων μεταξύ των νευρώνων. Όταν αυτά τα κύτταρα δυσλειτουργούν, μπορεί να προκληθούν ακόμη και επιληπτικές κρίσεις.
O «ρυθμιστής» του εγκεφάλου
Σε μελέτες της ομάδας της Bartos αποδείχθηκε ότι τα ανασταλτικά [interneurons] και όχι τα «πρωτεύοντα» κύτταρα είναι πολύ κρίσιμα για τη συντονισμένη δικτύωση και πλαστικότητα των κυκλωμάτων στον εγκέφαλο.
Μέχρι πρόσφατα, η έρευνα για μνήμη/μάθηση είχε επικεντρωθεί στα διεγερτικά κύτταρα και τις συνάψεις τους [κρίσιμες δομές που επιτρέπουν στους νευρώνες να επικοινωνούν μεταξύ τους στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα, μεταδίδοντας ηλεκτρικά και χημικά σήματα από τον έναν νευρώνα στον άλλο].
Η προσέγγιση της Bartos ανοίγει μια νέα οπτική: οι ανασταλτικοί μηχανισμοί είναι εξίσου κρίσιμοι και ίσως απαραίτητοι για την προσαρμοστικότητα, την ευλυγισία και την ακρίβεια της μνήμης.
Επιπλέον, η δυσλειτουργία των ανασταλτικών κυττάρων μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες: από προβλήματα στην κωδικοποίηση και ανάσυρση μνήμης έως νευρολογικές ή ψυχιατρικές διαταραχές.
Η έρευνά της δεν αφορά μόνο βασική νευροεπιστήμη: έχει και κλινική σημασία, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη κατανόηση του πώς αναπτύσσονται διαταραχές της μνήμης, και ενδεχομένως σε νέες θεραπείες.
Η Μπάρτος εκτιμά ότι ο ρόλος των ανασταλτικών κυττάρων είναι πιθανότατα πιο κρίσιμος απ’ όσο πιστευόταν μέχρι σήμερα, καθώς επιτρέπουν πολύπλοκες νοητικές διεργασίες, βρόχους ανατροφοδότησης και αξιολόγηση πληροφοριών.
Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν η επιστήμη πλησιάζει στο να «διαβάσει» τον ανθρώπινο εγκέφαλο με την ακρίβεια μιας ψηφιακής συσκευής.