Το αιματηρό φαινόμενο των «Ορεστειακών» κατέδειξε ότι η γλωσσική διαμάχη είχε βαθύ ριζικό χαρακτήρα στην ελληνική κοινωνία της εποχής.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα η Ελλάδα βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή: η μετάβαση από το παραδοσιακό πρότυπο του νεοελληνικού κράτους προς τον εκσυγχρονισμό δεν αφορούσε μόνο οικονομικά ή πολιτικά ζητήματα, αλλά βαθιά πολιτισμικά και γλωσσικά διλήμματα.
Το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα» — η αντικρουόμενη θέση ανάμεσα στην καθαρεύουσα (μια συντηρητική μορφή της ελληνικής γλώσσας με στοιχεία αρχαϊσμού) και τη δημοτική (τη ζωντανή γλώσσα του λαού) — είχε ήδη προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις και κοινωνικές συγκρούσεις. Σε αυτό το πλαίσιο ανέκαθεν η γλώσσα δεν ήταν απλώς μέσο επικοινωνίας αλλά σύμβολο ταυτότητας, εθνικής συνέχειας και κοινωνικού status.
Η «Ορέστεια» ως θεατρική καινοτομία
Η παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου — αποτελούμενης από τα έργα «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες» — στο Βασιλικό Θέατρο (που σήμερα αποτελεί το Εθνικό Θέατρο) στις 1 Νοεμβρίου 1903 διαφημίστηκε ως θεατρική καινοτομία. Η καινοτομία έγκειται στο ότι η μετάφρασή της παρουσιάστηκε στη δημοτική μορφή της ελληνικής γλώσσας, με στόχο το ευρύτερο κοινό να αντιληφθεί το αρχαίο δράμα. Ο μεταφραστής ήταν ο καθηγητής και ελληνιστής Γεώργιος Σωτηριάδης, ειδικός στο θέμα. Το εγχείρημα είχε την υποστήριξη της κρατικής θεατρικής αρχής: ο ποιητής και διευθύνων γραμματέας του θεάτρου υπεύθυνος για την παραγωγή ήταν ο Στέφανος Στεφάνου.
Η ιδέα να «ανοίξει» το αρχαίο δραματικό έργο σε μια πιο πρόσφορη γλώσσα, να φθάσει στο ευρύ κοινό, εξελήφθη, όμως, ως ανατροπή ενός συμβολικού κατεστημένου: η καθαρεύουσα θεωρείτο φρουρός της ελληνικότητας, της συνέχειας με την αρχαιότητα, της υψηλής παιδείας. Η χρήση της δημοτικής σε έργο που αντλούσε το κύρος του από τον Αισχύλο προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις. Ο καθηγητής γλωσσολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεώργιος Μιστριώτης, ενεργός υπέρμαχος της αρχαΐζουσας γλώσσας, έγινε ο επιφανής υποκινητής της αντίδρασης.
Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν σε θεωρητικές αντιπαραθέσεις αλλά πήραν μορφή διαμαρτυριών και πορειών. Φοιτητές της Νομικής και της Φιλοσοφικής Σχολής συγκεντρώθηκαν έξω από τα Προπύλαια και μέσω της οδού Σταδίου κατευθύνθηκαν προς το θέατρο. Η ατμόσφαιρα πύκνωσε στις 8 Νοεμβρίου, όταν ο στρατός κλήθηκε να επέμβει και, σύμφωνα με τις αναφορές, προέκυψαν τουλάχιστον δύο νεκροί πολίτες κι επτά τραυματίες. Οι φοιτητές φώναζαν συνθήματα όπως «Κάτω οι χυδαϊσταί» — αναφερόμενοι στους θιασώτες της δημοτικής — ενώ η εφημερίδα «Σκριπ» συνέδεε τη μετάφραση με εθνική «πιθανή προδοσία» της γλώσσας.
Τα γεγονότα που συντάχθηκαν ως «Ορεστειακά» — όπως αποκαλούνται στην ιστοριογραφία — έφεραν στην επιφάνεια μια αντίρροπη δύναμη: από τη μία πλευρά η προσπάθεια «εκδημοκρατισμού» του πολιτισμού, ώστε η αρχαία δράση να γίνει κατανοητή και προσβάσιμη· από την άλλη η νευραλγική ανάγκη προστασίας της πολιτισμικής και γλωσσικής ταυτότητας όπως την αντιλαμβάνονταν οι εκπρόσωποι της καθαρεύουσας.
Η προκαταρκτική παρουσίαση αυτής της παράστασης ήταν ενδεικτική: η νεαρή τότε Μαρίκα Κοτοπούλη ενσάρκωνε την Αθηνά Παλλάδα και απήγγειλε το «Χαίρε της Τραγωδίας» του Κωστής Παλαμάς, ενώ η μουσική σύνθεση έγινε από τον Stanford, σε εκτέλεση της ορχήστρας του Ι. Καίσαρης. Η πρώτη παράσταση της μεταφρασμένης Ορέστειας ανέβηκε το Σάββατο 1 Νοεμβρίου 1903.
Ωστόσο, η αντίδραση δεν περιορίστηκε μόνο στο θέατρο. Οι φοιτητικές ενώσεις έδρασαν ως κινητήριος δύναμη της διαμαρτυρίας. Συγκρότησαν επιτροπές στην έδρα του Πανεπιστημίου με στόχο «την προστασία της εθνικής μας γλώσσας». Η κινητοποίησή τους σύντομα πήρε βίαιη μορφή: πορείες, συγκρούσεις με αστυνομία και στρατό στην οδό Σταδίου και τους χώρους γύρω από το θέατρο, ενώ πυροβολισμοί έπεσαν κατά των διαδηλωτών.
Η πολιτική διάσταση των «Ορεστειακών» είναι σημαντική. Η κυβέρνηση του Δημήτριου Ράλλη αντιμετώπισε τη σύγκρουση ως απειλή της δημόσιας τάξης. Ο στρατός στάλθηκε να «καθαρίσει» τις συγκεντρώσεις και η επέμβαση είχε δραματικές συνέπειες. Ταυτόχρονα, η αντιπαράθεση αναδείκνυε τις κοινωνικές αντιθέσεις: οι υπέρμαχοι της καθαρεύουσας προσανατολίζονταν προς την εκπαιδευτική και εκκλησιαστική σταθερότητα, ενώ οι δημοτικιστές χαρακτήριζαν τη γλώσσα του λαού ως ζωντανό οργανισμό που απαιτεί εξέλιξη και πρόσβαση.
Το φαινόμενο των «Ορεστειακών» δεν ήταν μεμονωμένο: μόλις πριν από δύο χρόνια είχαν υπάρξει τα γεγονότα των «Ευαγγελικών» του 1901, που πυροδοτήθηκαν από τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική και κατέδειξαν ότι η γλωσσική διαμάχη είχε βαθύ ριζικό χαρακτήρα στην ελληνική κοινωνία της εποχής.
Σε θεατρικο-ιστορικό επίπεδο, η μετάφραση της Ορέστειας σηματοδότησε ένα σημαντικό βήμα προς τη συστηματική παρουσίαση αρχαίου ελληνικού δράματος σε καθομιλουμένη. Σύμφωνα με μελέτες, η παράσταση του 1903 αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για τις μεταγενέστερες θεωρήσεις της σκηνικής πραγμάτωσης της αρχαίας τραγωδίας στον νεοελληνικό χώρο.
Με αυτό τον τρόπο, η αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας δεν έγινε μόνο ως αναβίωση μνημειακού παρελθόντος αλλά ως ζωντανή επικοινωνία με το παρόν: η γλώσσα, η σκηνική αισθητική, ο θεατής, όλα συγκλίνουν σε μια νέα κατεύθυνση.
Η σημασία των «Ορεστειακών» υπερβαίνει τις στιγμές της βίας ή της διαμαρτυρίας: αφορούσε το ερώτημα ποια είναι η «ελληνική γλώσσα», ποιος έχει την εξουσία να αποφασίζει για το πώς ο λαός θα δει τα αρχαία έργα, ποια είναι η θέση του θεάτρου στην κοινωνία και πόσο ανοιχτό είναι αυτό στο κοινό. Οι συγκρούσεις θεάτρου και γλώσσας στην Αθήνα εκείνης της εποχής αντανακλούσαν ευρύτερες τάσεις σε μια κοινωνία που αναζητούσε τη σύγχρονη της μορφή αλλά δεν ήθελε να χάσει το παρελθόν της.
Μετά τα επεισόδια, η δικαστική εξέλιξη δεν έμεινε στο παρασκήνιο: έγινε έρευνα για τη δράση των φοιτητών, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης, συμπεριλαμβανομένης της σύλληψης του Μιστριώτη. Παράλληλα, ο δάσκαλος της αρχαΐζουσας κλήθηκε να λογοδοτήσει ενώπιον του ανακριτή για τη συμμετοχή του στη διαμαρτυρία.
Ωστόσο, η «ήττα» των φοιτητών ή των καθαρολόγων δεν ήταν ολοκληρωτική. Η αντιπαράθεση συνέχισε να διαμορφώνει τον δημόσιο λόγο, την εκπαιδευτική πολιτική, τη θεατρική πρακτική. Η μετάβαση προς τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα κράτους και πολιτισμού δεν έγινε χωρίς περαιτέρω αντιστάσεις. Οι «Ορεστειακοί» αποτέλεσαν μια προειδοποιητική καμπάνα: ότι η πολιτισμική αλλαγή μπορεί να είναι ταραχώδης, ακόμα κι όταν εκκινεί από τη σκηνή.
Τελικώς, αυτή η κρίση ήταν μάλλον μέρος μιας διαδικασίας: η ελληνική κοινωνία – μέσω του θεάτρου, της γλώσσας και της παιδείας – αμφισβητούσε παλιές κατηγοριοποιήσεις «ύφους» και «γλώσσας», προσέγγιζε το κοινό με νέους τρόπους, και ταυτόχρονα υπέστη το κόστος της δράσης αυτής. Τα επεισόδια του Νοεμβρίου 1903 θύμισαν ότι η πολιτιστική μεταρρύθμιση δεν είναι ποτέ «ήπια».
Καθώς λοιπόν μελετάμε τα «Ορεστειακά», βλέπουμε ότι δεν επρόκειτο μόνο για ένα γεγονός θεατρικό ή γλωσσικό· επρόκειτο για μια κοινωνική τομή. Η παράσταση της Ορέστειας μετέτρεψε το θέατρο σε πεδίο τριβής ιδεών: γλώσσας, εκπαίδευσης, ταυτότητας, εξουσίας και κατόπιν έθεσε στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος διαλέγει τη γλώσσα της ψυχής ενός έθνους;