Ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να κάνει τη ζωή των παιδιών δύσκολη και να προκαλέσει προβλήματα υγείας που διαρκούν μια ζωή, αλλά οι επιστήμονες ανακαλύπτουν αποτελεσματικούς τρόπους για να τον καταπολεμήσουν.
Όποιος έχει υποστεί εκφοβισμό ως παιδί θα καταλάβει τα συναισθήματα ντροπής που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια εμπειρία. Και οι συνέπειες δεν σταματούν εκεί.
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι επιπτώσεις του εκφοβισμού στην παιδική ηλικία μπορούν να διαρκέσουν για δεκαετίες, με μακροχρόνιες αλλαγές που μπορούν να μας εκθέσουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο ψυχικών και σωματικών ασθενειών.
Τέτοια ευρήματα οδηγούν έναν αυξανόμενο αριθμό εκπαιδευτικών να αλλάξουν την άποψή τους για τον εκφοβισμό - από ένα αναπόφευκτο στοιχείο της ανάπτυξης σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παιδιών.
«Οι άνθρωποι συνήθιζαν να πιστεύουν ότι ο εκφοβισμός είναι μια φυσιολογική συμπεριφορά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι μπορεί ακόμη και να είναι κάτι καλό, επειδή "χτίζει" τον παιδικό χαρακτήρα» εξηγεί στο BBC η Louise Arseneault, καθηγήτρια αναπτυξιακής ψυχολογίας στο King's College του Λονδίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αρχίσουν οι ερευνητές να θεωρούν τη συμπεριφορά εκφοβισμού ως κάτι που μπορεί να είναι πραγματικά επιβλαβές».
Με αυτή την αλλαγή νοοτροπίας, πολλοί ερευνητές δοκιμάζουν τώρα διάφορα προγράμματα κατά του εκφοβισμού, με μερικές συναρπαστικές νέες στρατηγικές για τη δημιουργία ενός πιο φιλικού σχολικού περιβάλλοντος.
Ο εκφοβισμός προκαλεί αυξημένο άγχος, κατάθλιψη και παρανοϊκές σκέψεις
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εκφοβισμός αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ψυχική υγεία των παιδιών βραχυπρόθεσμα, με τις πιο αξιοσημείωτες συνέπειες να είναι το αυξημένo άγχος, η κατάθλιψη και οι παρανοϊκές σκέψεις. Ενώ μερικά από αυτά τα συμπτώματα μπορεί να εξαφανιστούν φυσιολογικά μετά τη διακοπή του εκφοβισμού, πολλά θύματα συνεχίζουν να υποφέρουν από υψηλότερο κίνδυνο ψυχικής ασθένειας.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Harvard Review of Psychiatry, μια γυναίκα που έχει υποστεί εκφοβισμό ως παιδί έχει 27 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσει κρίσεις πανικού ως νεαρή ενήλικη. Μεταξύ των ανδρών, ο εκφοβισμός στην παιδική ηλικία έχει ως αποτέλεσμα 18 φορές αύξηση των αυτοκτονικών σκέψεων και πράξεων.
Ο εκφοβισμός έχει επίσης μακροχρόνιες συνέπειες στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων: πολλά θύματα δυσκολεύονται να κάνουν φίλους στην ενήλικη ζωή και είναι λιγότερο πιθανό να ζήσουν με έναν μακροχρόνιο σύντροφο, επειδή δυσκολεύονται να εμπιστευθούν τους ανθρώπους γύρω τους.
«Τα παιδιά που έχουν υποστεί εκφοβισμό μπορεί να ερμηνεύουν τις κοινωνικές σχέσεις με έναν πιο απειλητικό τρόπο», λέει η Arseneault.
Τέλος, υπάρχουν τα ακαδημαϊκά και οικονομικά κόστη. Ο εκφοβισμός βλάπτει τους βαθμούς τους, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει τις προοπτικές εργασίας τους, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιο πιθανό να βιώσουν οικονομική αστάθεια και ανεργία στη νεαρή ενήλικη ζωή και στη μέση ηλικία.
Η έρευνα της Arseneault υποδηλώνει ότι το άγχος που προκαλεί ο εκφοβισμός μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον οργανισμό για δεκαετίες μετά το συμβάν. Αναλύοντας δεδομένα από μια μακροχρόνια μελέτη 50 ετών, διαπίστωσε ότι η συχνή εκφοβιστική συμπεριφορά μεταξύ των ηλικιών 7 και 11 ετών συνδέεται με σημαντικά υψηλότερα επίπεδα φλεγμονής στην ηλικία των 45 ετών.
Είναι σημαντικό ότι η σύνδεση παρέμεινε ακόμη και μετά τον έλεγχο μιας σειράς άλλων παραγόντων, όπως η διατροφή, η σωματική δραστηριότητα και το κάπνισμα. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς η αυξημένη φλεγμονή μπορεί να διαταράξει το ανοσοποιητικό σύστημα και να συμβάλει στη φθορά των οργάνων μας, οδηγώντας σε παθήσεις όπως ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις.
Συνολικά, τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι οι προσπάθειες για την εξάλειψη του εκφοβισμού δεν είναι μόνον ηθική επιταγή για την ανακούφιση του άμεσου πόνου των παιδιών, αλλά μπορεί να αποφέρουν μακροπρόθεσμα οφέλη για την υγεία του πληθυσμού.
Ορισμένοι τύποι εκφοβισμού μπορεί επίσης να γίνονται ανεκτοί επειδή αντανακλούν ευρύτερες κοινωνικές προκαταλήψεις.
Για παράδειγμα, σε μια μακροχρόνια μελέτη, ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών λεσβιών μητέρων ανέφερε ότι υπέστησαν πειράγματα ή εκφοβισμό λόγω του τύπου της οικογένειάς τους, αν και η υποστήριξη των γονιών μείωσε τον αντίκτυπο.
Οι ΛΟΑΤΚΙ+ νέοι είναι επίσης πιο πιθανό να υποστούν εκφοβισμό και άλλες επιθετικές συμπεριφορές στο σχολείο. Ωστόσο, τα σχολεία είχαν την τάση να αγνοούν τον ομοφοβικό εκφοβισμό στο παρελθόν.

Το Πρόγραμμα Πρόληψης του Εκφοβισμού Olweus
Το Πρόγραμμα Πρόληψης του Εκφοβισμού Olweus είναι ένα από τα πιο ευρέως δοκιμασμένα προγράμματα. Αναπτύχθηκε από τον αείμνηστο Σουηδο-Νορβηγό ψυχολόγο Dan Olweus, ο οποίος πρωτοστάτησε σε πολλές από τις πρώτες ακαδημαϊκές έρευνες σχετικά με τη θυματοποίηση των παιδιών.
Το πρόγραμμα βασίζεται στην ιδέα ότι οι μεμονωμένες περιπτώσεις εκφοβισμού είναι συχνά προϊόν μιας ευρύτερης κουλτούρας που ανέχεται τη θυματοποίηση. Ως αποτέλεσμα, προσπαθεί να αντιμετωπίσει ολόκληρο το σχολικό οικοσύστημα, ώστε η κακή συμπεριφορά να μην μπορεί πλέον να ευδοκιμήσει.
Όπως πολλές παρεμβάσεις, το Πρόγραμμα Olweus ξεκινά με την αναγνώριση του προβλήματος. Για το λόγο αυτόν τα σχολεία πρέπει να διεξάγουν μια έρευνα για να ρωτήσουν τους μαθητές σχετικά με τις εμπειρίες τους.
«Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζετε τι συμβαίνει στο σχολείο σας, καθώς αυτό μπορεί να καθοδηγήσει τις προσπάθειές σας για την πρόληψη του εκφοβισμού» λέει η Susan Limber, καθηγήτρια αναπτυξιακής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Clemson της Νότιας Καρολίνας.
Το Πρόγραμμα Olweus ενθαρρύνει το σχολείο να θέσει πολύ σαφείς προσδοκίες για την αποδεκτή συμπεριφορά, αλλά και τις συνέπειες σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων. «Οι κυρώσεις δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη για το παιδί», λέει η Limber.
Οι ενήλικες πρέπει να λειτουργούν ως θετικά πρότυπα, ενισχύοντας τις καλές συμπεριφορές και δείχνοντας μηδενική ανοχή σε οποιαδήποτε μορφή θυματοποίησης. Πρέπει επίσης να μάθουν να αναγνωρίζουν τα σημεία του σχολείου όπου είναι πιο πιθανό να συμβεί εκφοβισμός και να τα επιβλέπουν τακτικά.
«Όλοι οι ενήλικες στο σχολείο χρειάζονται κάποια βασική εκπαίδευση σχετικά με τον εκφοβισμό - οι άνθρωποι που εργάζονται στην καφετέρια, οι οδηγοί λεωφορείων, οι φύλακες», λέει η Limber.
Στο επίπεδο της τάξης, τα ίδια τα παιδιά πραγματοποιούν συναντήσεις για να συζητήσουν τη φύση του εκφοβισμού και τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές που είναι θύματα κακής συμπεριφοράς. Ο στόχος, σε όλα αυτά, είναι να διασφαλιστεί ότι το μήνυμα κατά του εκφοβισμού είναι βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα του ιδρύματος.
Πολλά τα θετικά αποτελέσματα
Σε συνεργασία με τον Olweus, η Limber έχει δοκιμάσει το πρόγραμμα σε διάφορα περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένης μιας ευρείας εφαρμογής σε περισσότερα από 200 σχολεία στην Πενσυλβάνια.
Οι αναλύσεις τους δείχνουν ότι το πρόγραμμα είχε ως αποτέλεσμα 2.000 λιγότερες περιπτώσεις εκφοβισμού σε διάστημα δύο ετών.
Είναι σημαντικό ότι οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης αλλαγές στη γενική στάση του μαθητικού πληθυσμού απέναντι στον εκφοβισμό, συμπεριλαμβανομένης μεγαλύτερης ενσυναίσθησης προς τα θύματα.
Τα αποτελέσματα της Limber δεν είναι τα μόνα που δείχνουν ότι οι συστηματικές εκστρατείες κατά του εκφοβισμού μπορούν να επιφέρουν θετικές αλλαγές.
Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση, η οποία εξέτασε τα αποτελέσματα 69 δοκιμών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εκστρατείες κατά του εκφοβισμού όχι μόνο μειώνουν τη θυματοποίηση, αλλά και βελτιώνουν τη γενική ψυχική υγεία των μαθητών.
Είναι ενδιαφέρον ότι η διάρκεια των προγραμμάτων δεν φάνηκε να επηρεάζει τις πιθανότητες επιτυχίας τους. «Ακόμη και λίγες εβδομάδες παρέμβασης ήταν αποτελεσματικές» λέει ο David Fraguas, από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Clínico San Carlos στη Μαδρίτη, ο οποίος ήταν ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης.

Παρά τα ισχυρά στοιχεία, ωστόσο, αυτές οι παρεμβάσεις δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στα εθνικά εκπαιδευτικά προγράμματα των περισσότερων χωρών. «Δεν κάνουμε αυτό που γνωρίζουμε ότι είναι αποτελεσματικό», λέει.
Ο εκφοβισμός δεν τελειώνει φυσικά στο σχολείο, και η Limber υποστηρίζει ότι οι γονείς και οι φροντιστές πρέπει να είναι σε εγρήγορση για σημάδια ενός προβλήματος.
«Πρέπει να προλαμβάνετε, να μιλάτε για το θέμα, μην περιμένετε να προκύψει», λέει. «Μπορείτε να το συμπεριλάβετε σε μια συζήτηση για να δείτε πώς πάνε τα πράγματα. Ξέρετε, ''πώς πάνε τα πράγματα με τους φίλους σου; Έχεις κανένα πρόβλημα;''».
Τονίζει ότι οι ενήλικες πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες του παιδιού -ακόμα και αν φαίνονται ασήμαντες από την πλευρά ενός εξωτερικού παρατηρητή-, διατηρώντας παράλληλα την ψυχραιμία τους.
«Ακούστε προσεκτικά και προσπαθήστε να ελέγξετε τα συναισθήματά σας καθώς το ακούτε». Ο φροντιστής πρέπει να αποφεύγει να κάνει βιαστικές προτάσεις για το πώς το παιδί μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, καθώς αυτό μπορεί μερικές φορές να δημιουργήσει την αίσθηση ότι το θύμα φέρει κατά κάποιον τρόπο ευθύνη για την εμπειρία του.
Εάν κρίνεται σκόπιμο, ο γονέας ή ο κηδεμόνας πρέπει να ξεκινήσει μια συζήτηση με το σχολείο, το οποίο πρέπει να καταρτίσει αμέσως ένα σχέδιο για να εξασφαλίσει ότι το παιδί αισθάνεται ασφαλές.
«Το πιο σημαντικό είναι να επικεντρωθείτε στο παιδί και στις εμπειρίες του» επισημαίνει η καθηγήτρια αναπτυξιακής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Clemson της Νότιας Καρολίνας.