Πριν ακριβώς 40 χρόνια, το ροκ και η μέταλ, για άλλη μια φορά, έπρεπε να απολογηθούν για την ίδια τους τη φύση: την πρόκληση.
Το 1985 η αμερικανική Γερουσία έγινε απρόσμενα το θέατρο μιας από τις πιο σουρεαλιστικές πολιτισμικές μάχες του 20ού αιώνα. Από τη μία πλευρά, ιεραποστολικός ζήλος, «οικογενειακές αξίες», και μια χούφτα επιδραστικών συζύγων πολιτικών της Ουάσινγκτον.
Από την άλλη, μια στρατιά ροκ σταρ - Prince, Madonna, Judas Priest, Twisted Sister - που είδαν ξαφνικά τους στίχους τους να χρησιμοποιούνται σαν αποδείξεις διαφθοράς των νέων. Όταν η Tipper Gore, σύζυγος του τότε ανερχόμενου γερουσιαστή Αl Gore, αγόρασε για την 11χρονη κόρη της το Purple Rain του Prince και άκουσε τον στίχο «Ι met her in a hotel lobby, masturbating with a magazine», ένιωσε, όπως θα πει αργότερα, «σοκαρισμένη και εξοργισμένη».
Το προσωπικό σοκ μιας μητέρας μετατράπηκε γρήγορα σε πολιτικό κίνημα: μαζί με τη Susan Baker, τη σύζυγο του υπουργού Οικονομικών του Ρήγκαν, και δύο ακόμη «κυρίες της Ουάσινγκτον», ίδρυσαν το Parents Music Resource Center (PMRC). Μέσα σε λίγους μήνες, η οργάνωση αυτή έγινε σύμβολο μιας ηθικής σταυροφορίας που έφερε τη ροκ μουσική ενώπιον της Γερουσίας.
Η «Βρώμικη 15άδα» τραγουδιών
Η Αμερική του Ρήγκαν ήταν γόνιμο έδαφος για τέτοιου είδους πανικούς. Το σύνθημα των «family values» είχε ξαναφέρει στο προσκήνιο τη χριστιανική δεξιά, και η άνοδος του MTV παρείχε νέο στόχο στους θρησκευτικούς ηγέτες που έβλεπαν σε κάθε βίντεο τη διαφθορά των παιδιών τους.
Το PMRC συντάσσει τη λίστα των «Filthy Fifteen» - δεκαπέντε τραγούδια που θεωρούνταν επικίνδυνα: για το σεξ, τη βία, τα ναρκωτικά ή το σατανισμό που, όπως υποστήριζαν, ενυπήρχαν στους στίχους. Στη λίστα φιγουράρουν ονόματα όπως Prince, Madonna, Cyndi Lauper και μια ολόκληρη γενιά heavy metal συγκροτημάτων: AC/DC, Mötley Crüe, Judas Priest, Twisted Sister, W.A.S.P. Το ροκ, για άλλη μια φορά, έπρεπε να απολογηθεί για την ίδια του τη φύση: την πρόκληση.
Τον Σεπτέμβριο του 1985 η Γερουσία καλεί σε ακρόαση το PMRC, αλλά και μερικούς από τους κατηγορούμενους μουσικούς. Το σκηνικό μοιάζει με τραγικωμωδία: νομοθέτες με γραβάτες απέναντι σε ροκ σταρ με δερμάτινα. Ο Frank Zappa, ο Dee Snider των Twisted Sister και ο John Denver (ναι, ο ήρεμος εκείνος τραγουδοποιός του «Rocky Mountain High») στέκονται μπροστά στους γερουσιαστές για να υπερασπιστούν την ελευθερία της τέχνης.
Ο Zappa, με κοστούμι και ψυχραιμία καθηγητή, λέει: «Η πρόταση του PMRC είναι ένα κακοσχεδιασμένο κομμάτι ανοησίας που παραβιάζει τις ελευθερίες των πολιτών χωρίς να ωφελεί τα παιδιά». Ο Denver θυμίζει ότι το δικό του τραγούδι είχε παρεξηγηθεί ως ύμνος στα ναρκωτικά, ενώ μιλούσε για τη φύση. Και ο Snider, με τα ξανθά μαλλιά και το eyeliner, εξηγεί πως το «Under the Blade» δεν μιλούσε για σαδομαζοχισμό, αλλά για χειρουργική επέμβαση.
Οι κυρίες του PMRC ζητούν από τη δισκογραφική ένωση (RIAA) να υιοθετήσει ένα σύστημα προειδοποιήσεων παρόμοιο με εκείνο των ταινιών: ταμπέλες «explicit lyrics» στα εξώφυλλα, περιορισμούς στα ράφια των δισκοπωλείων, απαγόρευση προβολής βιντεοκλίπ με «ανάρμοστο» περιεχόμενο.
Κι ενώ ο Zappa και οι συνάδελφοί του επιχειρηματολογούν υπέρ της λογικής, οι δισκογραφικές υποχωρούν. Πριν ακόμη τελειώσουν οι ακροάσεις, η RIAA συμφωνεί να βάζει το γνωστό πλέον αυτοκόλλητο: Parental Advisory - Explicit Lyrics. Ένα μέτρο που, όπως θα πει αργότερα ο Alice Cooper, «απλώς έδειξε στα παιδιά ποια άλμπουμ έπρεπε να αγοράσουν».
Όμως πίσω από τον ηθικό πανικό κρυβόταν και κάτι βαθύτερο. Ορισμένοι, όπως ο Cooper και ο Blackie Lawless των W.A.S.P., είδαν στην εκστρατεία του PMRC μια πολιτική πρόβα: «Ήταν σαν να έλεγαν στα παιδιά “δεν είστε αρκετά έξυπνα για να διαχειριστείτε αυτό που ακούτε”. Αν κάτι είναι όντως επικίνδυνο, η κουβέντα πρέπει να γίνει ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά - όχι ανάμεσα στο κράτος και τα παιδιά», έλεγε ο Cooper.
Ο Lawless πήγε ακόμη πιο μακριά: ισχυρίστηκε πως η υστερία του PMRC έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του, αφού δέχτηκε απειλές και ακόμη και πυροβολισμούς. Το ροκ είχε ξαναγίνει, όπως στα 50s με τον Έλβις, το σύμβολο ενός υποτιθέμενου «εχθρού του έθνους».

Μια συζήτηση για τη λογοκρισία που ξεπέρασε το ροκ
Η ειρωνεία είναι πως η ίδια η κίνηση των «Washington wives» άνοιξε συζήτηση για τη λογοκρισία που ξεπέρασε το ροκ. Η υπόθεση των Dead Kennedys, που οδηγήθηκαν στο δικαστήριο για την εσωτερική εικονογράφηση του άλμπουμ Frankenchrist, έδειξε πόσο εύκολα μπορούσε να μετατραπεί η τέχνη σε νομικό ζήτημα.
Και όταν ο Jello Biafra βρέθηκε να συζητά με την Tipper Gore στην εκπομπή της Oprah το 1990, η εικόνα ήταν σχεδόν σουρεαλιστική: ο πανκ εναντίον της «φιλελεύθερης δημοκρατικής» υπερασπίστριας της ηθικής. Ο Biafra τη ρώτησε πώς μπορεί να λέγεται προοδευτική ενώ δίνει όπλα στη χριστιανική δεξιά. Δεν είχε απάντηση.
Η μάχη του 1985 έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για τον ηθικό πανικό που προκάλεσε, αλλά και γιατί σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής όπου το ροκ καθόριζε τις πολιτισμικές γραμμές μάχης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1989, η ίδια ρητορική του «προστατέψτε τα παιδιά» θα στραφεί εναντίον του ραπ.
Το As Nasty As They Wanna Be των 2 Live Crew θα καταδικαστεί ως «άσεμνο», το “Fuck tha Police” των N.W.A. θα προκαλέσει πανικό στις αστυνομικές ενώσεις, και οι δικαστικές μάχες θα αποδειχθούν πιο σκληρές από κάθε κοινοβουλευτική ακρόαση. Οι ίδιοι μηχανισμοί φόβου επανεμφανίστηκαν, μόνο που ο στόχος δεν ήταν πια οι κιθάρες, αλλά τα μικρόφωνα των μαύρων καλλιτεχνών.

Ένα ειρωνικό σήμα κατατεθέν
Το αυτοκόλλητο «Parental Advisory» επέζησε όλων. Έγινε μέρος της ποπ αισθητικής, ένα ειρωνικό σήμα κατατεθέν που έλαμπε πάνω στα εξώφυλλα σαν παράσημο ανυπακοής. Το ροκ το αγκάλιασε, το ραπ το έκανε σύμβολο γοήτρου. Ο λογοκριτής είχε, άθελά του, δημιουργήσει ένα νέο φετίχ.
Σήμερα, στην εποχή όπου κάθε παιδί έχει πρόσβαση σε ό,τι μπορεί να φανταστεί μέσω του διαδικτύου, η ιδέα ότι μια επιτροπή γερουσιαστών θα προστατέψει τη νεολαία ακούγεται σχεδόν ρομαντική - και εξίσου επικίνδυνη. Ο Rob Halford των Judas Priest το είπε πρόσφατα: «Έζησα αρκετά για να δω την Ιστορία να επαναλαμβάνεται».
Η διαμάχη του 1985 δεν ήταν απλώς ένα επεισόδιο ανάμεσα σε οργισμένες μητέρες και εκκεντρικούς μουσικούς. Ήταν μια στιγμή όπου το κράτος επιχείρησε να καθορίσει τα όρια της φαντασίας. Η Γερουσία, θεσμός πολιτικής εξουσίας, προσπάθησε να ορίσει τι είναι καλό και κακό για τα αυτιά των πολιτών.
Οι μουσικοί, εκπρόσωποι ενός πιο πρωτόγονου και ειλικρινούς ενστίκτου, αντιστάθηκαν με χιούμορ, θυμό και αξιοπρέπεια. Ήταν μια σύγκρουση δύο κοσμοθεωριών: της ελεγχόμενης αρετής και της απείθαρχης ελευθερίας. Και αν κάποιος «νίκησε», ήταν ίσως το ίδιο το ροκ, που απέδειξε για άλλη μια φορά πως κάθε φορά που το απειλούν με λογοκρισία, αυτό βγαίνει πιο ζωντανό...