Το βιβλίο «I Deliver Parcels in Beijing» δεν είναι απλώς η ιστορία ενός ανθρώπου που δουλεύει. Είναι η εξομολόγηση ενός ολόκληρου μικρόκοσμου ανθρώπων που έχουν μάθει να υπομένουν σιωπηλά.
Ο Kινέζος Χου Ανιάν δεν ήταν προορισμένος να γίνει συγγραφέας. Ήταν ένας από τους εκατομμύρια διανομείς της κινεζικής gig economy, που ξυπνούν κάθε μέρα στις έξι το πρωί για να προλάβουν το πρώτο δρομολόγιο και επιστρέφουν σπίτι τους εξαντλημένοι, συχνά χωρίς να έχουν προλάβει ούτε να φάνε σωστά.
Μεταφέροντας δέματα από πολυκατοικίες σε εργοτάξια, από εταιρικά γραφεία σε παράγκες στα προάστια του Πεκίνου, έβλεπε καθημερινά μια κοινωνία σε διαρκή κίνηση, αλλά και σε διαρκή φθορά. Έβλεπε πλούτο και ανέχεια να συνυπάρχουν στον ίδιο δρόμο, ανθρώπους που ζούσαν για να δουλεύουν και άλλους που δούλευαν για να επιβιώσουν.
Η εξομολόγηση ενός ολόκληρου μικρόκοσμου ανθρώπων
Όταν το 2020 έγραψε στο διαδίκτυο ένα κείμενο για τη ζωή του ως διανομέας, δεν περίμενε ότι θα γίνει viral· ούτε ότι αυτό θα τον οδηγούσε σε ένα βιβλίο που θα τον έκανε γνωστό σ’ όλη την Κίνα. Το I Deliver Parcels in Beijing δεν είναι απλώς η ιστορία ενός ανθρώπου που δουλεύει. Είναι η εξομολόγηση ενός κόσμου που έχει μάθει να υπομένει σιωπηλά.
«Αν όλοι αγόραζαν λιγότερα...»
Ο Χου δεν ήταν ποτέ φίλος των online αγορών: «αν όλοι αγόραζαν λιγότερα, θα είχα κι εγώ λίγο χρόνο να αναπνεύσω», γράφει με μια ειρωνική τρυφερότητα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των δύο χρόνων που εργάστηκε ως διανομέας στο Πεκίνο, γνώρισε από πρώτο χέρι τον παλμό μιας πόλης εθισμένης στην ταχύτητα.
Στο βιβλίο του αφηγείται μικρές σκηνές: έναν γερανοδηγό που ποτέ δεν κατέβαινε από το μηχάνημα για να παραλάβει το δέμα του, έναν πελάτη που δοκίμαζε επί τόπου τα ρούχα για να τα επιστρέψει, τις απέραντες λίστες παραδόσεων που δεν άφηναν χώρο ούτε για μια απλή επίσκεψη στην τουαλέτα.
«Αν κάθε λεπτό αξίζει μισό γουάν», γράφει, «τότε το να πας στην τουαλέτα κοστίζει ένα ολόκληρο γουάν». Ο υπολογισμός είναι απελπισμένος, αλλά απολύτως λογικός μέσα στη μηχανική λογική του επαγγέλματος: κάθε τέσσερα λεπτά, ένα δέμα. Καθετί παραπάνω σημαίνει ζημιά.
Η καθημερινότητά του ήταν γεμάτη μικρές πράξεις αυτοπειθαρχίας. Έπινε ελάχιστο νερό τα πρωινά για να μην χρειάζεται διάλειμμα, έτρωγε όρθιος ή καθόλου, μετρούσε τον χρόνο του σε νομισματικές μονάδες. Η αίσθηση της προσωπικής αξίας του διαλυόταν μέσα στην ταχύτητα και την επανάληψη.
«Ό,τι δουλειά κι αν έκανα, δεν πετύχαινα τίποτα. Και κάλυπτα τον πόνο μου συνεχώς», θυμάται. Πριν γίνει διανομέας είχε ήδη περάσει από δεκαεννέα διαφορετικές δουλειές: πωλητής ποδηλάτων στη Σαγκάη, υπάλληλος σε εργοστάσιο logistics στη Γκουανγκντόνγκ, μαθητευόμενος αρτοποιός, σχεδιαστής γραφικών, φύλακας σε εμπορικό κέντρο, ιδιοκτήτης μικρού ντελικατέσεν στην επαρχία. Όλες οι δουλειές είχαν ένα κοινό: πολύωρη εργασία, ελάχιστες απολαβές, καμία προοπτική. Η ζωή του έμοιαζε με αέναη περιπλάνηση μέσα στο ίδιο το εργασιακό σύστημα της σύγχρονης Κίνας.
Η γραφή μπήκε στη ζωή του σαν ανάγκη
Η γραφή μπήκε στη ζωή του σαν ανάγκη, όχι σαν φιλοδοξία. Τη δεκαετία του 2000, κουρασμένος από τη ρουτίνα και την ανασφάλεια, άρχισε να γράφει μικρά κείμενα σε λογοτεχνικά φόρουμ, επηρεασμένος από δυτικούς συγγραφείς όπως ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, ο Ρέιμοντ Κάρβερ και ο Τζέιμς Τζόις.
Έγραφε τη νύχτα, στα διαλείμματα ανάμεσα σε βάρδιες. Η γραφή ήταν, όπως λέει, «ένας τρόπος να κρατώ σημειώσεις από τη ζωή μου, για να μη νιώθω ότι όλα περνούν χωρίς ίχνος». Χρειάστηκαν δέκα χρόνια και ένα viral blogpost για να τον ανακαλύψει ο εκδοτικός κόσμος. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του το 2023, η απήχηση ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Οι αναγνώστες αναγνώρισαν στα λόγια του όχι μόνο την εξουθενωτική ζωή ενός διανομέα, αλλά τον καθρέφτη της δικής τους καθημερινής αγωνίας.
Ο Χου Ανιάν περιγράφει χωρίς στόμφο, σχεδόν ψυχρά, το πώς είναι να δουλεύεις σε ένα σύστημα που απαιτεί τα πάντα και δίνει ελάχιστα. Οι αφηγήσεις του γεμίζουν με λεπτομέρειες: τον ήχο των κουδουνιών, τη μυρωδιά του ιδρώτα στα στενά δρομάκια, το χαμόγελο μιας πελάτισσας που τον αναγνωρίζει με το μικρό του όνομα.
Αναζήτηση αξιοπρέπειας μέσα στην εξάντληση
Μέσα σε αυτό το απλό ύφος κρύβεται μια σπάνια ποιητικότητα, μια αναζήτηση αξιοπρέπειας μέσα στην εξάντληση. Το βιβλίο του έγινε αντικείμενο κοινωνικής συζήτησης στην Κίνα, όχι μόνο για την περιγραφή της εργασίας, αλλά για τη σιωπηρή του κριτική προς το λεγόμενο σύστημα 996: εργασία από τις 9 το πρωί ως τις 9 το βράδυ, έξι μέρες την εβδομάδα. Ένα σύστημα που για χρόνια παρουσιαζόταν ως «ο δρόμος προς την επιτυχία», μα που σταδιακά αποκαλύπτεται ως δρόμος προς την εξουθένωση.
Η επιτυχία του Χου δεν άλλαξε ριζικά τη ζωή του. Παραμένει λιτός, ζει με τη σύζυγό του - επίσης συγγραφέας - στην πόλη Τσενγκντού, γράφοντας στα τραπέζια μιας βιβλιοθήκης ή σε εμπορικά κέντρα με δωρεάν Wi-Fi. Οι δυο τους, εσωστρεφείς και ήσυχοι, αποφεύγουν τις δημόσιες εμφανίσεις.
Τα βιβλία του, όμως, έχουν αποκτήσει φωνή για μια ολόκληρη γενιά εργαζομένων που αισθάνεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην ανάγκη για σταθερότητα και στην απουσία προοπτικής. Ο ίδιος λέει ότι πολλοί νέοι του γράφουν πως βρίσκουν παρηγοριά στις σελίδες του. «Δεν τους δίνω εύκολες λύσεις και απαντήσεις», παραδέχεται, «αλλά βλέπουν ότι κάποιος άλλος έχει τις ίδιες απορίες και τα ίδια άγχη. Και αυτό αρκεί για να τους ζεστάνει λίγο την ψυχή».
Το πορτρέτο μιας Κίνας που μεγάλωσε με ταχύτητα
Η ιστορία του Χου Ανιάν είναι ταυτόχρονα προσωπική και συλλογική. Είναι το πορτρέτο μιας Κίνας που μεγάλωσε με ταχύτητα, που έβγαλε εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια, αλλά εγκλώβισε πολλούς άλλους σ’ έναν αδιάκοπο κύκλο εργασίας χωρίς ασφάλεια.
Είναι επίσης η ιστορία μιας γενιάς που άρχισε να αμφισβητεί αυτό το μοντέλο, γεννώντας κινήματα όπως το lying flat - την άρνηση του υπερ-εργασιακού τρόπου ζωής. Οι νέοι Κινέζοι δεν ονειρεύονται πια μόνο πλούτο, αλλά ισορροπία και νόημα. Το βιβλίο του Χου μοιάζει να εκφράζει αυτή τη μετατόπιση: ένα κάλεσμα για ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα στη μηχανή της παραγωγής.
Η κινεζική κυβέρνηση αντιμετώπισε με κάποια αμηχανία την επιτυχία του. Αν και το βιβλίο παρουσιάζει με ωμότητα τις δυσκολίες των χαμηλόμισθων εργατών, οι κρατικές εφημερίδες το εξήραν για τον «αυτοέλεγχο και την επιμονή των απλών ανθρώπων απέναντι στις αντιξοότητες».
Ο Χου δεν το θεωρεί υποκριτικό· ξέρει ότι η λογοκρισία είναι πραγματικότητα, αλλά πιστεύει ότι ακόμη και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορεί να υπάρξει αληθινή επικοινωνία. «Θέλω οι ξένοι αναγνώστες να καταλάβουν το περιβάλλον μου», λέει. «Και ύστερα εγώ να γνωρίσω το δικό τους».
Το I Deliver Parcels in Beijing τελειώνει με μια αναφορά στη Βιρτζίνια Γουλφ και την Ιρλανδή ποιήτρια Λαετίσια Πίλκινγκτον. Η Γουλφ είχε γράψει για τη δεύτερη ότι «όλη της η ζωή ήταν πίκρα και αγώνας, αλλά κράτησε μέσα της τη χαρά». Ο Χου γράφει πως, όταν διάβασε αυτή τη φράση, δάκρυσε. «Η αγάπη μέσα στην απελπισία», σημειώνει, «είναι το φως που φωτίζει τη ζωή».
Ίσως αυτή να είναι και η ουσία της δικής του ιστορίας: ότι μέσα στη ρουτίνα, τον ιδρώτα και την ανωνυμία, ένας άνθρωπος βρήκε τον τρόπο να μετατρέψει την καθημερινή του διαδρομή σε λογοτεχνία και να δώσει φωνή σε όλους όσοι, σιωπηλοί, συνεχίζουν να παραδίδουν τα δέματα ενός κόσμου που τρέχει χωρίς να κοιτάζει πίσω.