Δεν έχει καμία ανάγκη από επίσημα πρωταθλήματα, βαθμούς ή τίτλους. Το σκάκι, γι’ αυτόν, είναι ένας τρόπος να συνεχίζει να υπάρχει.
Το 1937, τη χρονιά που οι βόμβες έπεφταν πάνω από τη Γκερνίκα και ο κόσμος βυθιζόταν στην παράνοια του φασισμού, ένα αγόρι στη Μαδρίτη μάθαινε σκάκι από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Μανουέλ Άλβαρεθ Εσκουδέρο δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, στα 104 του χρόνια, θα καθόταν ακόμη απέναντι σε μια σκακιέρα, περιμένοντας το επόμενο άνοιγμα με τη λαχτάρα ενός εφήβου.
Την εποχή που ο Χίντενμπουργκ τυλιγόταν στις φλόγες πάνω από τη λίμνη Λέικχερστ και ο Στάινμπεκ έγραφε το «Άνθρωποι και Ποντίκια», ο νεαρός Μανουέλ έκανε τις πρώτες του κινήσεις στο παιχνίδι που θα γινόταν ο μεγάλος σύντροφός του στη ζωή. Έμαθε, όπως λέει σήμερα, μέσα σε μια εποχή που δεν ήξερε ούτε τι σημαίνει η λέξη «στρατηγική». Κι όμως, αυτό το πρώτο άτεχνο μάθημα στάθηκε η αρχή μιας διαδρομής που θα έδενε το πνεύμα του με τη λογική του παιχνιδιού και θα τον συντρόφευε ως τα βαθιά του γηρατειά.
Ένας τρόπος να συνεχίζει να υπάρχει
Εννιά δεκαετίες μετά, ο Ντον Μανουέλ, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του στη λέσχη σκακιού Βαλδεβερνάρντο της Μαδρίτης, φτάνει κάθε Σάββατο το πρωί στο πολιτιστικό κέντρο της γειτονιάς του. Κατεβαίνει από το λεωφορείο και μπαίνει στην αίθουσα με την ίδια ευγένεια που ένας παλιός αξιωματικός εισέρχεται στο μέτωπο.
Ο χρόνος μπορεί να του πήρε λίγο από την ακοή, αλλά δεν άγγιξε τη μνήμη του, ούτε το χιούμορ του. Κάθεται μπροστά στη σκακιέρα, σε μια αίθουσα που τα απογεύματα φιλοξενεί μαθήματα γυμναστικής, με τις μπάλες ισορροπίας στοιβαγμένες στις γωνιές, και περιμένει τον αντίπαλό του. Δεν έχει καμία ανάγκη από επίσημα πρωταθλήματα, βαθμούς ή τίτλους. Το σκάκι, γι’ αυτόν, είναι ένας τρόπος να συνεχίζει να υπάρχει.
Η πρώτη του ήττα ήρθε από έναν συνάδελφο μηχανικό, ο οποίος, μετά από λίγες παρτίδες, του είπε με χαμόγελο πως είχε «πολλά να μάθει». Από τότε, άρχισε να βελτιώνεται μεθοδικά, να μελετά τις κινήσεις, να εξοικειώνεται με σκακιστικές τακτικές και παραλλαγές.
Η ακρίβεια, η υπομονή και η λογική του μηχανικού συνάντησαν το μυστήριο και την εσωτερική γεωμετρία του σκακιού. Όπως λέει ο ίδιος, το παιχνίδι του χάρισε τη χαρά της μαθηματικής σκέψης και της επίλυσης προβλημάτων - όμως πάνω απ’ όλα, του χάρισε φίλους. «Αυτό που αγαπώ περισσότερο είναι οι φιλίες», λέει. «Γνώρισα τόσους ανθρώπους μέσα από το σκάκι. Και όλοι τους έμειναν στη ζωή μου».
Οι περισσότεροι παλιοί συμφοιτητές του στη μηχανική έχουν πια φύγει, αλλά εκείνος εξακολουθεί να πηγαίνει κάθε εβδομάδα στη λέσχη, να παίζει, να γελά και να θυμάται.
Ο Ντον Μανουέλ έζησε τον Ισπανικό Εμφύλιο μέσα στη Μαδρίτη. Έζησε την πείνα, τους βομβαρδισμούς, την απώλεια του πατέρα του το 1937 από καρκίνο του οισοφάγου.
«Ήταν τρομερά χρόνια», λέει. «Πεινούσαμε, βομβαρδιζόμασταν, και κάθε μέρα αναρωτιόσουν αν θα ξημερώσεις». Ίσως γι’ αυτό να εκτιμά σήμερα κάθε ήσυχη παρτίδα, κάθε μικρή νίκη ή ήττα, κάθε συντροφιά πάνω από τη σκακιέρα.
Το μυστικό της μακροζωίας του
Δεν καπνίζει, δεν πίνει, και αποδίδει τη μακροζωία του σ’ αυτό. Ένας από τους αδελφούς του έφτασε τα 98, «επειδή δεν κάπνιζε κι εκείνος», ενώ οι άλλοι δύο, καπνιστές, έφυγαν νωρίτερα.
Οι μοναδικές απολαύσεις του είναι το σκάκι, το προπό και τα χαρτιά - «αλλά αυτό είναι ένα ακίνδυνο πάθος», λέει γελώντας. Μόνο η ουρική αρθρίτιδα τον ανάγκασε να κόψει το χαμόν, μια... μικρή θυσία για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει πάνω από έναν αιώνα.
Στη λέσχη του, όπου συναντώνται παίκτες από την Ισπανία, τη Συρία, τον Λίβανο, τη Βουλγαρία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα, ο Ντον Μανουέλ είναι κάτι σαν πατρική φιγούρα. Για τα γενέθλιά του, διοργανώθηκε ένα τουρνουά σκακιού προς τιμήν του.
«Είναι πολύ σημαντικός για εμάς, κυρίως για τις αξίες του», λέει ο πρόεδρος της λέσχης, Χοσέ Λουίς Ουθέδα. «Όταν ήταν νεότερος, ήταν πάντα ο πρώτος που έφτανε για να βοηθήσει στο στήσιμο. Ακόμη κι όταν ήταν εκατό χρονών, ερχόταν πρώτος και έστηνε τις σκακιέρες. Πάντα έχει έναν καλό λόγο για όλους. Είναι από αυτούς τους ανθρώπους που τους αγαπάς επειδή το αξίζουν».
Καθώς κάθεται απέναντι στην 97χρονη Μαρτσέλα Μινγκίτο Σάντσες, την παλιά του φίλη και αντίπαλο, χαμογελά. Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή του χωρίς το σκάκι. «Θα ήταν πολύ βαρετή», λέει. «Το σκάκι μου έδωσε φίλους, χαρά, διασκέδαση. Η ζωή μου θα ήταν εντελώς διαφορετική χωρίς αυτό».
Όταν τον ρωτούν ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που πήρε από όλες αυτές τις δεκαετίες πάνω στη σκακιέρα, η απάντησή του είναι απλή: «Πρέπει να μάθεις να χάνεις. Μαθαίνεις πολλά χάνοντας». Δεν το λέει με τον τρόπο ενός ανθρώπου που νιώθει ανώτερος ή αποστασιοποιημένος· το λέει σαν κάποιος που έχει περάσει τη ζωή του βλέποντας το παιχνίδι να καθρεφτίζει τον κόσμο - τις ήττες, τις ανατροπές, τις προσδοκίες.
Για εκείνον, η ήττα δεν είναι ταπείνωση· είναι μάθημα. Και το μάθημα αυτό δεν σταματά ποτέ, όπως δεν σταματά ποτέ και η περιέργεια του να κατανοεί πώς κινείται το πιόνι ή πώς σκέφτεται ο αντίπαλος.
Κι όμως, όταν τον ρωτούν αν τελικά το σκάκι τον δίδαξε πως δεν έχει σημασία ούτε η νίκη ούτε η ήττα, απαντά χωρίς δισταγμό: «Όχι! Μου αρέσει να κερδίζω. Αλλά αν χάσω, δεν με πειράζει». Στην απάντησή του αυτή συνοψίζεται μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής - μια φιλοσοφία που δεν μοιάζει με άρνηση του ανταγωνισμού, αλλά με αποδοχή του χρόνου.
Ξέρει πως κάθε παρτίδα τελειώνει, όπως και κάθε ζωή, και πως αυτό που μένει δεν είναι το σκορ, αλλά η διαδρομή ανάμεσα στις κινήσεις. Ο ίδιος συνεχίζει να σχεδιάζει τα βήματά του, να διορθώνει, να σκέφτεται. Ο μηχανικός μέσα του συναντά τον παίκτη, κι οι δυο μαζί σχηματίζουν ένα ήρεμο σύστημα λογικής και ευγνωμοσύνης απέναντι στον κόσμο.