Ανάμεσα στη μουσική του Μπράιαν Ίνο και στα μηχανήματα λευκού θορύβου, ο Ιρβ Τάιμπελ ήταν ο πρώτος που είδε τον ήχο όχι ως τέχνη ή διασκέδαση, αλλά ως περιβάλλον. Και από αυτό το σημείο ξεκινά ολόκληρη η κουλτούρα του «wellness».
Στην Αμερική του τέλους της δεκαετίας του ’60, όπου οι άνθρωποι αγόραζαν βράχους-κατοικίδια και λάμπες λάβας για να αισθανθούν μοναδικοί, ένας τύπος αποφάσισε να πουλήσει κάτι πιο ριζικά κοινό: τον ήχο του ωκεανού. Ο Ίρβινγκ Σόλομον Τάιμπελ, ή απλώς Ίρβ, γεννημένος το 1938 στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, υπήρξε ένας περιπλανώμενος εφευρέτης του ήχου και της ατμόσφαιρας.
Ένας χίπης με μηχανικό μυαλό και εμπορικό ένστικτο, που συνδύασε επιστήμη, τέχνη και ψευδοεπιστημονική διαφήμιση για να δημιουργήσει κάτι που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο: το soundtrack της χαλάρωσης. Ήταν ο άνθρωπος πίσω από τη σειρά Environments, τα βινύλια που ηχογράφησαν τη φύση, την «τελειοποίησαν» ηλεκτρονικά, και την πούλησαν σε εκατομμύρια σαλόνια, υπνοδωμάτια και γραφεία.
Η ζωή του ένα μοντάζ από επαγγέλματα και συχνότητες
Ο Τάιμπελ δεν ξεκίνησε ως μουσικός αλλά ως περίεργος καταγραφέας της πραγματικότητας. Πέρασε από σχολές φωτογραφίας, σπουδές εφαρμοσμένων επιστημών, μαθήματα ηλεκτρονικής μουσικής και δουλειές δημοσίων σχέσεων στον αμερικανικό στρατό. Η ζωή του ήταν ένα μοντάζ από επαγγέλματα, πόλεις και συχνότητες.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 βρέθηκε στο Μανχάταν, ανάμεσα σε καλλιτέχνες, μουσικούς και πειραματιστές που διαμόρφωναν την κουλτούρα της αντίστασης. Εκεί, σε ένα γύρισμα της ταινίας Coming Attractions, βρέθηκε να ηχογραφεί τα κύματα του Μπράιτον Μπιτς - μια απλή εργασία που έμελλε να τον σημαδέψει. Όταν γύρισε σπίτι και έβαλε την ταινία να παίζει σε λούπα, ένιωσε ότι κάτι είχε αλλάξει. Οι ήχοι της θάλασσας δεν ήταν πια φόντο· ήταν φάρμακο. Έφερναν καθαρότητα, συγκέντρωση, έναν τύπο γαλήνης που η μουσική δεν μπορούσε να δώσει.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η εμμονή του: να αποτυπώσει αυτόν τον ήχο όπως ακριβώς τον άκουγε μέσα του. Έκανε εκατοντάδες ηχογραφήσεις, καμία δεν τον ικανοποιούσε. Ο ωκεανός που ήθελε να ακούσει δεν υπήρχε πουθενά - έπρεπε να τον δημιουργήσει.
Με τη βοήθεια ενός φίλου στο Bell Labs, του Λούις Γκέρστμαν, πέρασε τις μαγνητοταινίες από έναν υπολογιστή IBM 360 και τις «καθάρισε», φιλτράροντας, επαναλαμβάνοντας, τροποποιώντας. Κάποιο ξημέρωμα, μετά από καφέδες και μπέργκερ, προέκυψε αυτό που ονόμασε «το τέλειο κύμα». Ο ήχος δεν ήταν ρεαλιστικός - ήταν ιδεατός, σχεδόν μεταφυσικός. Ένα απόσταγμα φύσης, πιο καθαρό απ’ την ίδια τη φύση.
Το αποτέλεσμα έγινε το πρώτο Environments, που κυκλοφόρησε το 1969 με δύο πλευρές: The Psychologically Ultimate Seashore και Optimum Aviary. Στο εξώφυλλο δεν υπήρχε το όνομά του. Μόνο υποσχέσεις: «Βελτιώνει την όρεξη. Καταπολεμά την αϋπνία. Καλύτερο από ηρεμιστικό.» Οι κριτικές - γραμμένες πιθανότατα από τον ίδιο - θύμιζαν διαφημίσεις θαυματουργών σκευασμάτων. Πίσω από τη φαινομενική φάρσα, όμως, υπήρχε κάτι σοβαρότερο: η αναζήτηση μιας τεχνητής φυσικότητας που να καθησυχάζει τον «αστικό» άνθρωπο.

Η Αμερική του ’70 ήταν ταυτόχρονα περιβαλλοντική και αποκομμένη από τη φύση. Οι πόλεις γέμιζαν γραφεία, κλιματιστικά και νέους ήχους - ηλεκτρικούς, μεταλλικούς, αδιάκοπους. Οι άνθρωποι χρειάζονταν κάτι για να καλύψουν τον θόρυβο και την ανησυχία. Το Environments τους έδινε έναν ελεγχόμενο παράδεισο. Δεν ήταν δάσος, ήταν μια λούπα δάσους. Δεν ήταν κύμα, αλλά μια υπολογισμένη καμπύλη νερού. Μια φύση χωρίς έντομα, χωρίς απρόοπτα, χωρίς απειλή.
Ο Τάιμπελ το ήξερε και το αξιοποίησε. Μεταμορφώθηκε από καλλιτέχνη σε επιχειρηματία της ψυχοακουστικής. Ίδρυσε τη φανταστική εταιρεία Syntonic Research Inc. και θεώρησε τη φύση σαν προϊόν τεχνολογικής έμπνευσης. Οι φοιτητές το άκουγαν για να διαβάζουν, οι ψυχίατροι το έβαζαν στα ιατρεία, οι νοικοκυρές για να κοιμηθούν, οι στρατιώτες για να ηρεμήσουν. Κάποιοι έκαναν έρωτα με υπόκρουση το Ultimate Heartbeat, άλλοι εκπαίδευαν σκύλους με το Ultimate Thunderstorm. Η φύση είχε γίνει πλέον χρηστική, προγραμματισμένη.
Η ειρωνεία είναι ότι αυτός που ηχογράφησε τη φύση έγινε ο πρώτος που την αντικατέστησε. Οι συνταξιούχοι στη Φλόριντα άκουγαν τον ψεύτικο ωκεανό του για να μην ανοίγουν τα παράθυρα και μυρίσουν τον αληθινό! Η «ψυχολογικά τέλεια ακτή» είχε γίνει υποκατάστατο εμπειρίας, μια πρώιμη εικονική πραγματικότητα. Κι όμως, μέσα σε αυτή την ψευδαίσθηση υπήρχε και μια ειλικρινής πίστη: ότι η ηρεμία μπορεί να παραχθεί, να μεταδοθεί, να αγοραστεί.

Στα επόμενα δέκα χρόνια ο Τάιμπελ κυκλοφόρησε έντεκα Environments. Περιπλανήθηκε σε δάση, θύελλες και έλη με το μικρόφωνό του και το σκυλί του, τον Φάρφελ, που έμενε σιωπηλός ακόμα κι όταν πλησίαζαν αλιγάτορες. Κάποια ηχογραφήσεις έκανε από το μπάνιο του στο Μανχάταν, άλλες από βάρκες στη Φλόριντα. Κάθε φορά, η φύση του έβγαινε λίγο πιο τεχνητή, λίγο πιο ανθρώπινη. Οι δίσκοι πουλούσαν εκατομμύρια, κι εκείνος, πάντα ανώνυμος, έλεγε πως το έργο του δεν θα ξεπεραστεί ποτέ γιατί δεν ήταν μόδα — ήταν χρησιμότητα. «Σαν μια μπάρα σαπούνι», έλεγε.
Μετά ήρθε η σιωπή. Στις αρχές του ’80 μετακόμισε στο Όστιν του Τέξας, έφτιαξε οικογένεια και συνέχισε να πειραματίζεται, αυτή τη φορά με εικόνες και υπολογιστές Apple. Πέθανε το 2010, σχεδόν ξεχασμένος. Οι δίσκοι του είχαν χαθεί από την κυκλοφορία, τα εξώφυλλα φάνταζαν παρωχημένα, γεμάτα με ψυχεδελικά γράμματα και ελπίδες μιας άλλης εποχής. Και όμως, κάθε φορά που κάποιος ανοίγει ένα app με ήχους βροχής ή πατάει Rainymood.com, ο απόηχός του επιστρέφει.
Ο «ξεχασμένος νονός της ambient»
Η επιστήμη τον δικαίωσε εκ των υστέρων. Έρευνες δείχνουν πως οι ήχοι της φύσης πράγματι μειώνουν το άγχος, ρυθμίζουν την καρδιά, αυξάνουν τη συγκέντρωση. Ίσως γιατί είναι κυκλικοί, ήπιοι, χωρίς ένταση. Ίσως γιατί ξυπνούν μια πρωτόγονη μνήμη ασφάλειας - τη σιγουριά ότι αν τα πουλιά κελαηδούν, δεν υπάρχουν αρπακτικά τριγύρω. Ο άνθρωπος δεν αντέχει την απόλυτη σιωπή, κι ο Τάιμπελ, χωρίς να το ξέρει, ηχογράφησε την ανάγκη μας για συνομιλία με τον κόσμο.

Σήμερα, ορισμένοι ιστορικοί ήχου τον αποκαλούν «ξεχασμένο νονό της ambient». Ανάμεσα στη μουσική του Μπράιαν Ίνο και στα μηχανήματα λευκού θορύβου, ο Τάιμπελ μοιάζει με χαμένο κρίκο: ο πρώτος που είδε τον ήχο όχι ως τέχνη ή διασκέδαση, αλλά ως περιβάλλον. Ήξερε ότι δεν θέλουμε μουσική να μας συγκινεί, αλλά ήχο να μας περιβάλλει. Από αυτό το σημείο ξεκινά ολόκληρη η κουλτούρα του «wellness», των ήχων για ύπνο, για συγκέντρωση, για ζωή χωρίς σιωπή.
Κι όμως, πίσω από την ειρωνεία της εμπορευματοποιημένης φύσης, υπάρχει μια σχεδόν ποιητική χειρονομία. Ο Τάιμπελ δεν ηχογράφησε το τοπίο για να το αντικαταστήσει, αλλά για να το κρατήσει μέσα του. Δημιούργησε ένα εσωτερικό περιβάλλον, ένα περιβαλλοντικό environment φτιαγμένο από κύματα, πουλιά και ψηφιακές παραμορφώσεις, για να θυμίζει ότι η φύση είναι, τελικά, μια επιθυμία. Ο ήχος της δεν είναι ρεαλισμός, αλλά νοσταλγία. Κι ίσως, όπως έλεγε, να ήταν πράγματι «η μουσική του μέλλοντος» - γιατί το μέλλον, όπως κι εκείνος το φαντάστηκε, είναι ένας κόσμος όπου η φύση υπάρχει μόνο όταν την πατάς στο play.