Η μακροζωία δεν είναι μυστήριο, ούτε προνόμιο των λίγων. Είναι μια ισορροπία ανάμεσα στη βιολογία και στη στάση ζωής· ανάμεσα στο σώμα που αντέχει και στο πνεύμα που συνεχίζει να θέλει να μαθαίνει.
Η Stacy Andersen, νευροεπιστήμονας συμπεριφοράς και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, έχει περάσει τις τελευταίες δεκαετίες μελετώντας κάτι που για τους περισσότερους μοιάζει με θαύμα της φύσης: τους ανθρώπους που φτάνουν ή ξεπερνούν τα 100 χρόνια ζωής, και όχι απλώς επιβιώνουν, αλλά συνεχίζουν να ζουν με υγεία, διαύγεια και χαρά.
Είναι η συνδιευθύντρια της New England Centenarian Study, της μεγαλύτερης και μακροβιότερης έρευνας για αιωνόβιους στον κόσμο - μιας επιστημονικής προσπάθειας που, τριάντα χρόνια μετά την έναρξή της, εξακολουθεί να ξαναγράφει όσα πιστεύαμε για το γήρας.
Η Andersen ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι ο σκοπός της έρευνάς τους δεν είναι να κάνει τους ανθρώπους να ζήσουν όλοι μέχρι τα εκατό, αλλά να καταλάβει πώς μπορεί κανείς να φτάσει σε οποιαδήποτε ηλικία - εβδομήντα, ογδόντα ή ενενήντα - με καλή υγεία, ευεξία και λειτουργικότητα.
«Το ζητούμενο δεν είναι τα χρόνια ζωής, αλλά τα χρόνια ζωής με ποιότητα», λέει. Κι όμως, οι αιωνόβιοι που έχουν συμμετάσχει στο πρόγραμμα μοιάζουν να κρατούν τα κλειδιά και για τα δύο.
Η μεγαλύτερη έρευνα αιωνόβιων στον κόσμο
Η μελέτη ξεκίνησε το 1995 από τον γηρίατρο Thomas Perls, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του, είχε αναλάβει δύο ασθενείς άνω των 100 ετών σε έναν οίκο ευγηρίας κοντά στη Βοστώνη. Αντί για ανήμπορους ηλικιωμένους, βρήκε δύο ζωηρούς ανθρώπους που έδιναν ρεσιτάλ πιάνου και κυκλοφορούσαν γεμάτοι ενέργεια.
Αυτή η έκπληξη στάθηκε η απαρχή μιας έρευνας που σήμερα έχει εγγράψει πάνω από 3.000 συμμετέχοντες - αιωνόβιους, αδελφούς, παιδιά και εγγόνια τους - στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και σε πολλές άλλες χώρες. Ο γηραιότερος συμμετέχων πέθανε στα 119, ενώ η κόρη του έφτασε τα 101.
Όπως διαπιστώνει η Andersen, υπάρχει ένα σταθερό μοτίβο: όσο πιο πολύ ζει κάποιος τόσο πιο υγιής υπήρξε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι αιωνόβιοι φαίνεται να καθυστερούν σημαντικά την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών - καρδιοπάθειες, διαβήτη, άνοια - ή ακόμη και να τις αποφεύγουν τελείως. Αυτό σημαίνει ότι το μυστικό τους δεν βρίσκεται απλώς στη διάρκεια, αλλά στον ρυθμό και την ποιότητα της γήρανσης.
Η διαδικασία της έρευνας είναι εντυπωσιακά λεπτομερής. Σε κάθε συμμετέχοντα λαμβάνεται δείγμα αίματος, ώστε να εξεταστούν γενετικοί και βιοχημικοί δείκτες. Η ομάδα μελετά DNA, RNA, πρωτεΐνες, αλλά και τα παράγωγά τους - ένα σύνολο δεδομένων γνωστό ως «-omics» - για να ανιχνεύσει τι διαφέρει στους οργανισμούς αυτών των εξαιρετικών ανθρώπων.
Παράλληλα, συλλέγονται δείγματα κοπράνων, ώστε να μελετηθεί ο ρόλος του μικροβιώματος του εντέρου, το οποίο φαίνεται να σχετίζεται στενά με τη φλεγμονή και τη μακροζωία. Οι αιωνόβιοι υποβάλλονται επίσης σε ετήσια γνωστικά τεστ μέσω ψηφιακών tablets, μετρώνται η αρτηριακή πίεσή τους και η δύναμη της λαβής τους, ενώ οι ερευνητές παρακολουθούν πώς αλλάζουν οι ικανότητές τους με το πέρασμα του χρόνου.
Οι αιωνόβιοι που τα έχουν... 400
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η υπομελέτη των λεγόμενων «cognitive superagers», ανθρώπων που στα εκατό τους έχουν νοητικές επιδόσεις αντίστοιχες με ατόμων τριάντα χρόνια νεότερων. Πολλοί από αυτούς συμφωνούν να δωρίσουν τον εγκέφαλό τους στην επιστήμη μετά θάνατον, ώστε να μελετηθούν οι βιολογικές διαφορές τους.
«Σε κάποιες περιπτώσεις», εξηγεί η Andersen, «βρίσκουμε σημαντική παρουσία των πρωτεϊνών αμυλοειδούς και ταυ - των ίδιων που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ -, κι όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν παρουσιάσει ποτέ συμπτώματα άνοιας. Εκεί κρύβεται ένα μυστικό της ανθεκτικότητας του εγκεφάλου τους. Προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς γίνεται να διατηρούν τέτοια γνωστική υγεία, παρά τη βιολογική φθορά που βλέπουμε στους ιστούς τους».
Όσο για το ερώτημα που απασχολεί κάθε άνθρωπο - πόσο ρόλο παίζουν τα γονίδια -, η απάντηση είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι πιστεύουμε. Για τους περισσότερους από εμάς, η γενετική εξηγεί μόλις το 25% της μακροζωίας. Το υπόλοιπο σχετίζεται με τον τρόπο ζωής: τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα, το βάρος, τη διαχείριση του στρες.
Για τους αιωνόβιους, όμως, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 75%. Δεν πρόκειται για ένα «γονίδιο της αθανασίας», αλλά για ένα μωσαϊκό περίπου 200 γενετικών παραλλαγών που, σε συνδυασμό, χαρίζουν στο σώμα τους μεγαλύτερη αντοχή.
Παράδοξο είναι ότι οι αιωνόβιοι δεν στερούνται απαραίτητα των γονιδίων που προκαλούν ασθένειες· απλώς διαθέτουν προστατευτικούς μηχανισμούς που αντισταθμίζουν τις βλάβες. Οι ερευνητές μελετούν αυτές τις «γενετικές ασπίδες» με στόχο κάποτε να μετατραπούν σε θεραπείες ή φάρμακα που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την υγεία του γενικού πληθυσμού. «Ίσως μια μέρα να υπάρξει ένα είδος χαπιού μακροζωίας» λέει η Andersen, «αλλά ο στόχος μας δεν είναι η αθανασία· είναι η ανθεκτικότητα».
Η μακροζωία δεν είναι μόνο υπόθεση DNA
Στο μεταξύ, η έρευνα δείχνει καθαρά ότι η μακροζωία δεν είναι μόνο υπόθεση DNA. Το περιβάλλον και οι συνήθειες διαδραματίζουν τεράστιο ρόλο. Οι αιωνόβιοι σπάνια καπνίζουν, σπάνια πίνουν υπερβολικά, τρώνε μια ποικιλία τροφών χωρίς αυστηρές δίαιτες και διατηρούν φυσική δραστηριότητα χωρίς να «γυμνάζονται» με τη σύγχρονη έννοια. Κινούνται, περπατούν, καλλιεργούν, συμμετέχουν σε κοινωνικές δραστηριότητες. Κυρίως, όμως, έχουν κάτι που οι επιστήμονες αποκαλούν υψηλή ψυχολογική ευεξία.
Η Andersen περιγράφει ότι σχεδόν όλοι οι αιωνόβιοι έχουν κοινά ψυχολογικά γνωρίσματα: χαμηλό βαθμό νευρωτισμού, δηλαδή δεν αγχώνονται υπερβολικά για όσα δεν μπορούν να ελέγξουν· υψηλή εξωστρέφεια, που τους ωθεί να γνωρίζουν νέους ανθρώπους και να χτίζουν κοινωνικά δίκτυα ακόμη κι όταν οι συνομήλικοί τους έχουν πια φύγει· και έντονη αίσθηση σκοπού. Ξυπνούν κάθε μέρα με κάτι να περιμένουν, κάτι να κάνουν, έναν μικρό στόχο. «Μπορεί να μην προγραμματίζουν δέκα χρόνια μπροστά», λέει η Andersen, «αλλά εξακολουθούν να έχουν λόγο να χαμογελούν κάθε πρωί».
Ένα άλλο σταθερό μοτίβο είναι η κοινωνικότητα. Οι αιωνόβιοι δεν ζουν απομονωμένοι. Έχουν φίλους, οικογένεια, δραστηριότητες που τους φέρνουν σε επαφή με άλλους. Η κοινωνική σύνδεση φαίνεται να είναι καθοριστικός παράγοντας μακροζωίας, καθώς μειώνει το στρες και προστατεύει τον εγκέφαλο. Ακόμη και η χιουμοριστική στάση απέναντι στη ζωή παίζει ρόλο: πολλοί αιωνόβιοι αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με αυτοσαρκασμό και ευγνωμοσύνη.
Διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες
Η Andersen αναγνωρίζει και τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Οι γυναίκες αποτελούν περίπου το 85% των αιωνόβιων συμμετεχόντων, όμως οι άνδρες που καταφέρνουν να φτάσουν στα εκατό συνήθως το κάνουν σε πολύ καλύτερη φυσική και νοητική κατάσταση.
Οι γυναίκες φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη αντοχή σε χρόνιες παθήσεις, ενώ οι άνδρες που φτάνουν τόσο μακριά είναι, όπως λέει η Andersen, «escapers», δηλαδή άνθρωποι που κατάφεραν να αποφύγουν εντελώς τις ασθένειες μέχρι τα βαθιά γηρατειά τους.
Όταν τη ρωτούν αν η επαφή με τόσους αιωνόβιους έχει αλλάξει τη δική της οπτική για τη ζωή, η Andersen χαμογελά. «Απόλυτα», απαντά. «Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται τα γηρατειά· οι αιωνόβιοί μας, όμως, μας δείχνουν ότι το γήρας δεν είναι το τέλος, είναι μια διαφορετική μορφή ζωής.
Πολλοί απ’ αυτούς μάς λένε ότι όταν έφτασαν τα εκατό, σταμάτησαν να φοβούνται. Άρχισαν, απλώς, να ζουν».
Για την ίδια, το να συνομιλεί με ανθρώπους που έχουν δει έναν αιώνα να περνά μπροστά στα μάτια τους είναι ένα μάθημα σοφίας που καμία επιστημονική θεωρία δεν μπορεί να αντικαταστήσει.
Οι σούπερ ηλικιωμένοι
Το επόμενο βήμα της New England Centenarian Study είναι να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στους «σούπερ ηλικιωμένους», εκείνους τους αιωνόβιους που στα 102 τους ακόμα κάνουν ποδήλατο, εργάζονται ή μαθαίνουν νέες δεξιότητες.
Σκοπός είναι να αποκαλυφθούν οι βιολογικοί μηχανισμοί και οι καθημερινές συνήθειες που επιτρέπουν αυτή την εξαιρετική ανθεκτικότητα. «Κάθε αιωνόβιος είναι ένας μικρός θησαυρός δεδομένων», λέει η Andersen. «Αλλά πίσω από τα στατιστικά, αυτό που βλέπουμε είναι άνθρωποι γεμάτοι χαρά, περιέργεια και διάθεση για ζωή».
Κι αν υπάρχει ένα μήνυμα που συνοψίζει όσα διδάσκει αυτή η τριακονταετής έρευνα, είναι το εξής: η μακροζωία δεν είναι μυστήριο, ούτε προνόμιο των λίγων. Είναι μια ισορροπία ανάμεσα στη βιολογία και στη στάση ζωής· ανάμεσα στο σώμα που αντέχει και στο πνεύμα που συνεχίζει να θέλει να μαθαίνει.