Το “dude” έχει τις ρίζες του στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1880 και η γέννησή του συνδέεται με μια κοινωνική μόδα, μια υποκουλτούρα που έμοιαζε πολύ με αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα “hipsters του 19ου αιώνα”.
Η λέξη “dude” ακούγεται σήμερα τόσο απλή και καθημερινή, που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η ιστορία της ξεκινά πριν από σχεδόν ενάμιση αιώνα, με έναν τρόπο που μοιάζει πιο κοντά στη γέννηση ενός κοινωνικού κινήματος παρά μιας λέξης της αργκό.
Για τους περισσότερους από εμάς, ειδικά αν μεγαλώσαμε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, το “dude” συνδέεται με μια πολύ συγκεκριμένη αίσθηση: ένα laid-back vibe, μια κουλτούρα χαλαρότητας, σερφ, σκέιτ, γέλιου και αποστασιοποίησης από τη σοβαρότητα του κόσμου. Η εικόνα του Καλιφορνέζου σέρφερ με σανίδα στο ένα χέρι και ένα κοκτέιλ στο άλλο, που αντιμετωπίζει τη ζωή χωρίς άγχος, είναι άρρηκτα δεμένη με τον ήχο της λέξης.
Κι αν κάποιος έχει δει τον “The Dude” από το The Big Lebowski, ξέρει ότι αυτή η λέξη δεν είναι απλώς μια προσφώνηση - είναι στάση ζωής. Ο Jeff Bridges, με την αξέχαστη ρόμπα του, το μπολ γάλα και το ελαφρύ τρεμάμενο βήμα του, έδωσε σάρκα και οστά στο απόλυτο αρχετυπικό “dude”, το σύμβολο του ανθρώπου που απαντά σε κάθε πρόβλημα της ζωής με την εμβληματική φράση: “The Dude abides”.
Η γέννηση του dude συνδέεται με μια κοινωνική μόδα
Κι όμως, η λέξη δεν γεννήθηκε σε κάποια παραλία της Καλιφόρνια, ούτε στις βρώμικες αυλές των σκεϊτάδικων. Το “dude” έχει τις ρίζες του στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1880, σ’ έναν κόσμο μακριά από σανίδες σερφ, κοκτέιλ και μπάντες grunge. Η γέννησή του συνδέεται με μια κοινωνική μόδα, μια υποκουλτούρα που έμοιαζε πολύ με αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα “hipsters του 19ου αιώνα”.
Ο γλωσσολόγος Gerald Cohen, που μελέτησε την ιστορία της λέξης επί δύο δεκαετίες, υποστηρίζει ότι το “dude” προέκυψε ως ειρωνικός χαρακτηρισμός για μια συγκεκριμένη ομάδα νέων ανδρών της Νέας Υόρκης που ξεχώριζαν για τον επιτηδευμένο και εξεζητημένο τρόπο ζωής τους. Ήταν νέοι, επιφανειακοί, συχνά υπερβολικά θηλυπρεπείς για τα πρότυπα της εποχής, και ακολουθούσαν με πάθος ένα αγγλόφιλο lifestyle γεμάτο ακριβά ρούχα, ιδιαίτερους τρόπους και μια συνεχή προσπάθεια να δείχνουν πιο εκλεπτυσμένοι απ’ όσο πραγματικά ήταν.
Ένας ειρωνικός όρος
Η λέξη φαίνεται να έχει έμμεση σύνδεση με τον Yankee Doodle, τον “απλοϊκό” Αμερικανό της διάσημης μπαλάντας που “έβαλε ένα φτερό στο καπέλο του” για να μοιάσει στους Ευρωπαίους “dandies” της εποχής. Έτσι, το “dude” ξεκίνησε ως κοροϊδευτικός όρος για όσους παρίσταναν κάτι που δεν ήταν: αστοί νέοι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης ντυμένοι με κοστούμια που θα ταίριαζαν περισσότερο σε σαλόνια του Λονδίνου.
Σύντομα, η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται παντού. Το 1883 η New York Times περιέγραφε ένα “πικνίκ με διάφορους dudes” στο Χάρλεμ, όπου χιλιάδες θεατές είχαν συγκεντρωθεί για να δουν αυτούς τους νεαρούς άνδρες να επιδεικνύουν το “dude ντύσιμό” τους, φορώντας φανταχτερές μπότες, καπέλα και παλτά με ουρές.
Η διάδοση της λέξης έγινε ακόμη πιο έντονη όταν δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα της Νέας Υόρκης το ποίημα “The Dude” του Robert Sale Hill, που ειρωνευόταν ακριβώς αυτή την τάση. Σκοπός του ήταν να γελοιοποιήσει τη μόδα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο: η λέξη έγινε... viral με τα δεδομένα της τότε εποχής, η υποκουλτούρα άνθησε και οι “dudes” έγιναν το απόλυτο κοινωνικό φαινόμενο της δεκαετίας του 1880. Ήταν η πρώτη φορά που η λέξη απέκτησε ένα κοινωνικό βάρος πολύ πέρα από την ετυμολογία της.

Μέσα από αυτή τη μόδα γεννήθηκε και μια άλλη, πιο αμερικανική παράδοση: το “dude ranch”. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι πλούσιοι αστοί της Ανατολικής Ακτής ταξίδευαν στην Άγρια Δύση για διακοπές σε ράντσα, θέλοντας να ζήσουν για λίγο τη ζωή του καουμπόη. Έφταναν όμως εκεί φορώντας ολοκαίνουργιες μπότες, καπέλα και γιλέκα που δεν είχαν ξαναφορέσει ποτέ πριν. Οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν “dudes” με μια δόση ειρωνείας, κι έτσι τα ράντσα που τους φιλοξενούσαν έγιναν γνωστά ως “dude ranches”. Ήταν, με άλλα λόγια, μια πρώιμη μορφή του σημερινού “pretend lifestyle”, σαν να αγοράζεις μια Harley Davidson μόνο και μόνο για να παρκάρει στο γκαράζ σου.
Η λέξη πέρασε στον 20ό αιώνα με νέες αποχρώσεις. Στη δεκαετία του 1940 και του 1950 το “dude” άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από Αφροαμερικανούς και Μεξικανοαμερικανούς, ιδιαίτερα γύρω από την κουλτούρα των zoot suits - εκείνα τα φαρδιά, υπερβολικά κομψά κοστούμια που είχαν γίνει μόδα. Στην αρχή, το “dude” είχε υποτιμητικό χαρακτήρα, αλλά, όπως συμβαίνει συχνά με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να στιγματίσουν, η ίδια η κοινότητα τις υιοθέτησε και τις μετέτρεψε σε σύμβολα αλληλεγγύης και ταυτότητας. Το “dude” έγινε κάτι σαν μυστικός κωδικός: όταν το έλεγες, ήξερες ότι ανήκες σε μια ομάδα.

Από εκεί, η λέξη ταξίδεψε προς τη Δυτική Ακτή, πέρασε στους σέρφερ, στους σκεϊτάδες και στους μουσικούς, και έγινε συνώνυμο της cool χαλαρότητας. Στη δεκαετία του ’80 το Χόλιγουντ την αγκάλιασε. Σειρές, ταινίες και μουσική γέμισαν με “dudes” που χαιρετιούνταν με κούνημα κεφαλιού και ένα ανεπιτήδευτο “’sup dude”. Σταδιακά, η λέξη έχασε τις ταξικές και κοινωνικές της αποχρώσεις και έγινε κάτι πιο παγκόσμιο, πιο ουδέτερο, αλλά ταυτόχρονα πιο προσωπικό. Σήμερα, μπορείς να πεις “dude” στον κολλητό σου, στον αδερφό σου, ακόμα και σε μια παρέα αγνώστων που μοιράζεστε την ίδια ατμόσφαιρα. Δεν είναι απλώς λέξη· είναι γέφυρα αναγνώρισης, ένα σημάδι ότι “είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος”.
Ο αντι-ήρωας του Τζεφ Μπρίτζες
Κι όμως, όσο κι αν το “dude” έγινε mainstream, κράτησε κάτι από την αρχική του ειρωνεία. Ο “The Dude” του The Big Lebowski το αποδεικνύει καλύτερα από οποιονδήποτε. Στον κόσμο των αδελφών Κοέν, ο “Dude” δεν είναι πλούσιος, δεν είναι καλοντυμένος, δεν ακολουθεί καμία μόδα. Είναι, αντίθετα, η επιτομή του laissez-faire, ένας αντι-ήρωας που αντιμετωπίζει το χάος του κόσμου με αφοπλιστική απάθεια. Η ταινία, που έγινε cult στα τέλη της δεκαετίας του ’90, έδωσε νέα πνοή στη λέξη, μετατρέποντάς την από σύμβολο κοινωνικής φιγούρας σε σύμβολο ύπαρξης. Από εκείνη τη στιγμή, το “dude” δεν ήταν απλώς προσφώνηση. Ήταν φιλοσοφία.

Σήμερα, το “dude” έχει σχεδόν χάσει το φύλο του, έχει γίνει μια λέξη-χαμαιλέων. Μπορεί να δηλώσει ενθουσιασμό (“Dude, that’s amazing!”), αγανάκτηση (“Dude, seriously?”), απογοήτευση, χαρά, αμηχανία, θαυμασμό - όλα εξαρτώνται από τον τόνο της φωνής και το πλαίσιο. Παρά την άνοδο άλλων λέξεων, όπως το “bro” ή το “man”, έρευνες δείχνουν ότι το “dude” παραμένει η πιο διαδεδομένη λέξη της κατηγορίας του. Είναι σχεδόν αόρατο στη συχνότητά του, σαν το φόντο μιας κουλτούρας που αλλάζει, αλλά δεν ξεχνά τις ρίζες της.
Κι αν υπάρχει κάτι που ενώνει τον 19ο αιώνα με τον 21ο, είναι ότι το “dude” πάντα είχε να κάνει με ταυτότητα. Από τους νεαρούς “dandies” της Νέας Υόρκης, που προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ανήκουν στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας, μέχρι τον “The Dude” του Lebowski, που απαντά στις πιέσεις της ζωής με το απλό “abides”, η λέξη κουβαλάει πάντα μια ιστορία. Είναι το μυστικό χαιρετιστήριο μιας ομάδας που αλλάζει με τον χρόνο, αλλά ποτέ δεν χάνει την αυτογνωσία της.
Σε έναν κόσμο που κινείται όλο πιο γρήγορα, το “dude” εξακολουθεί να είναι η μικρή παύση ανάμεσα στο άγχος και στην αποδοχή, ένας ψίθυρος κοινότητας που λέει: “Ξέρω πού είσαι, ξέρεις πού είμαι, είμαστε μαζί εδώ”. Από τη Νέα Υόρκη του 1883 ως τις παραλίες της Καλιφόρνια και τον καναπέ του “The Dude”, η λέξη ταξίδεψε μέσα στον χρόνο κουβαλώντας μαζί της ένα vibe, μια αίσθηση που δεν ανήκει πια σε μια εποχή, αλλά σε μια κουλτούρα. Και, όπως θα έλεγε ο Jeff Bridges με εκείνο το χαμόγελο που κρύβει σοφία και ειρωνεία ταυτόχρονα, “The Dude abides, man.”