Ο 19ος αιώνας ήταν γεμάτος πειράματα για τον αιθέρα, για ζωτικές δυνάμεις, για αύρες. Οι περισσότεροι από αυτούς τους δρόμους αποδείχτηκαν αδιέξοδοι, όμως η αξία τους βρίσκεται στο θάρρος της ερώτησης.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο δρ Duncan MacDougall, ένας γιατρός στη Μασαχουσέτη, αποφάσισε να επιχειρήσει κάτι που μέχρι τότε έμοιαζε να ανήκει μόνο στη σφαίρα της θεολογίας και της ποίησης: να ζυγίσει την ψυχή. Σε μια εποχή όπου το κίνημα του Σπιριτσουαλισμού γοήτευε κοινό και επιστήμονες, εκείνος δεν ήταν μυστικιστής αλλά ένας σκεπτικιστής γιατρός, με επιστημονική παιδεία και διάθεση να εφαρμόσει τη μεθοδολογία της φυσικής πάνω στο πιο άυλο ερώτημα.
Έφτιαξε μια εξειδικευμένη ζυγαριά, αρκετά ευαίσθητη ώστε να ανιχνεύει ελάχιστες αλλαγές βάρους, και την τοποθέτησε κάτω από κρεβάτια ετοιμοθάνατων ασθενών. Ένας από αυτούς, ένας απλός φυματικός, όπως περιέγραψαν οι εφημερίδες, άφησε την τελευταία του πνοή ενώ ο MacDougall παρατηρούσε την ένδειξη. Τη στιγμή του θανάτου, η ζυγαριά έπεσε απότομα κατά τρία τέταρτα της ουγγιάς, δηλαδή 21 γραμμάρια. Ο γιατρός κατέγραψε το αποτέλεσμα ως το βάρος της ανθρώπινης ψυχής. Ήταν το 1907, και ο απόηχος εκείνης της στιγμής εξακολουθεί να πλανάται ακόμη και σήμερα.
Η ιδέα πως η ψυχή έχει μάζα
Η ιδέα πως η ψυχή έχει μάζα φαντάζει ταυτόχρονα παράλογη και σαγηνευτική. Ο MacDougall γνώριζε τις φυσιολογικές εξηγήσεις: ότι μετά θάνατον το σώμα αποβάλλει αέρα, υγρά, ότι η εφίδρωση μπορεί να προκαλέσει απώλειες βάρους. Υπολόγισε μάλιστα την ταχύτητα εξάτμισης του ιδρώτα και δοκίμασε να ζυγιστεί εισπνέοντας και εκπνέοντας για να αποκλείσει σφάλματα. Παρ’ όλα αυτά, έμεινε πεισμένος πως εκείνη η απότομη πτώση της ένδειξης δεν μπορούσε να εξηγηθεί μηχανικά. Τα πειράματά του ήταν ελάχιστα, μόλις έξι ασθενείς, και μάλιστα με τεχνικές δυσκολίες· η επιστημονική κοινότητα αντέδρασε επικριτικά, κάνοντας λόγο για μικρό δείγμα και προβληματική μεθοδολογία. Ακόμη κι έτσι, η ιστορία ρίζωσε στη φαντασία του κοινού, γιατί έθιγε τον διαχρονικό πόθο να δούμε αποδείξεις για το αόρατο.
Ο MacDougall δεν έμεινε εκεί. Επιχείρησε να φωτογραφίσει την ψυχή με ακτίνες Χ, εμπνεόμενος από τον W. J. Kilner που μελετούσε ανθρώπινες αύρες. Μιλούσε για ένα «φως που θυμίζει το διαστρικό αιθέρα» και δήλωνε πως οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το αναπαράγει. Το εγχείρημά του βέβαια δεν έπεισε κανέναν· όμως η εικόνα του επιστήμονα που κυνηγάει κάτι τόσο άπιαστο τον κατέστησε μυθική φιγούρα. Δεν ήταν μέντιουμ ούτε προφήτης, αλλά ένας άνθρωπος που ρίσκαρε την αξιοπιστία του για να απαντήσει σε μια ερώτηση που καμιά έρευνα δεν μπορεί να κλείσει οριστικά: υπάρχει ψυχή, και αν ναι, τι είναι;
Η φράση «21 γραμμάρια» πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα. Βιβλία, σειρές και δοκίμια επέστρεφαν ξανά και ξανά σε εκείνο το πείραμα, άλλοτε για να το ειρωνευτούν, άλλοτε για να το χρησιμοποιήσουν ως αλληγορία.
Το πιο γνωστό παράδειγμα ήρθε το 2003 με την ταινία 21 Grams, του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου. Εκεί, το πείραμα του MacDougall γίνεται αφορμή για μια σπουδή πάνω στη ζωή, τον θάνατο και την ενοχή. Οι ήρωες, ένας άρρωστος άντρας που περιμένει μεταμόσχευση, μια γυναίκα που χάνει την οικογένειά της σε δυστύχημα, κι ένας πρώην κατάδικος που αναζητεί λύτρωση, μπλέκονται σε ένα μωσαϊκό ιστοριών όπου η απώλεια μετριέται όχι σε γραμμάρια αλλά σε τραύματα και σιωπές. Η ταινία δεν προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη της ψυχής· αντίθετα, χρησιμοποιεί τον αριθμό 21 σαν συμβολική μονάδα μέτρησης του βάρους που κουβαλά ο καθένας μέσα του, το φορτίο της ζωής που δεν αποτυπώνεται σε καμία ζυγαριά.

Το σινεμά εδώ λειτουργεί σαν καθρέφτης της ίδιας της ιστορίας του MacDougall. Εκείνος έψαξε την απόδειξη της ψυχής με όργανα ακριβείας· ο Ινιάριτου έψαξε τη βαρύτητα της ύπαρξης μέσα από θραύσματα αφηγήσεων. Και οι δύο, με διαφορετικά μέσα, έθεσαν το ίδιο ερώτημα: πόσο ζυγίζει ο άνθρωπος; Η απάντηση μοιάζει να ξεφεύγει από την επιστήμη. Δεν είναι 21 γραμμάρια ή 30 ή κανένα. Είναι το άθροισμα των σχέσεων, των ενοχών, των προσδοκιών, το ανεπαίσθητο φορτίο που αφήνει η απουσία.
Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, η επιμονή του MacDougall εντάσσεται σε μια παράδοση όπου η επιστήμη φλερτάρει με το μυστήριο. Δεν ήταν ο μόνος που θέλησε να αποτυπώσει με μετρήσεις κάτι που μοιάζει απροσμέτρητο. Ο 19ος αιώνας ήταν γεμάτος πειράματα για τον αιθέρα, για ζωτικές δυνάμεις, για αύρες. Οι περισσότεροι από αυτούς τους δρόμους αποδείχτηκαν αδιέξοδοι, όμως η αξία τους βρίσκεται στο θάρρος της ερώτησης. Μια κοινωνία που μόλις ανακάλυπτε την ακτινοβολία, τον ηλεκτρισμό και τα μικρόβια, ήταν φυσικό να φανταστεί πως και η ψυχή θα μπορούσε να «φωτογραφηθεί» ή να «ζυγιστεί».

Σήμερα, ξέρουμε ότι το πείραμα δεν στέκει επιστημονικά. Ούτε η μεθοδολογία του ήταν επαρκής, ούτε τα αποτελέσματα σταθερά. Μα το ότι εξακολουθούμε να μιλάμε για αυτό, πάνω από έναν αιώνα μετά, λέει κάτι για την ανθρώπινη επιθυμία.
Ο MacDougall πέθανε το 1920, στα 54 του. Δεν απέδειξε ποτέ αυτό που ήθελε. Αντί να καταγράψει τη μάζα της ψυχής, κατέγραψε τη λαχτάρα της ανθρωπότητας να πιστέψει ότι η ύπαρξη δεν τελειώνει με μια τελευταία εκπνοή. Ίσως γι’ αυτό η ταινία του 2003 επέλεξε να ξεκινήσει με τη φράση «Όλοι χάνουμε 21 γραμμάρια τη στιγμή του θανάτου». Γιατί εκεί μέσα χωράει η ουσία του ανθρώπινου δράματος: πως η ζωή μας είναι εύθραυστη, αλλά και ότι η απώλεια μας βαραίνει με τρόπους που καμία ζυγαριά δεν θα μπορέσει ποτέ να καταγράψει.