Η νέα ταινία του Ρον Χάουαρντ, «Eden», με πρωταγωνιστές τον Τζουντ Λο, την Άνα ντε Άρμας και τη Βανέσα Κέρμπι, φέρνει αυτή την αληθινή ιστορία ξανά στο φως.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 οι εφημερίδες της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών γέμιζαν με εξωφρενικούς τίτλους που υπόσχονταν περιπέτεια, πάθος και σκάνδαλο: «Ο Μοντέρνος Αδάμ και η Εύα στον Ειρηνικό Παράδεισο», «Η Τρελή Αυτοκράτειρα στον Κήπο της Εδέμ», «Η Αχόρταγη Βαρόνη που Δημιούργησε το Δικό της Ιδιωτικό Παράδεισο».
Στο επίκεντρο αυτών των ιστοριών βρισκόταν ένα μικρό, σχεδόν άγνωστο νησί των Γκαλαπάγκος: η Φλορεάνα. Ένας τόπος άγριος, χωρίς μόνιμους κατοίκους, που υποσχόταν ελευθερία, απομόνωση, ακόμη και αναγέννηση. Όμως, αυτό που ξεκίνησε ως μια ουτοπική απόδραση από τον πολιτισμό κατέληξε σε ένα από τα πιο σκοτεινά, ανεξιχνίαστα μυστήρια του 20ού αιώνα - μια ιστορία γεμάτη ίντριγκα, ανταγωνισμούς, πάθη, εξαφανίσεις και, ίσως, δολοφονίες.
Η νέα ταινία του Ρον Χάουαρντ, «Eden», με πρωταγωνιστές τον Τζουντ Λο, την Άνα ντε Άρμας και τη Βανέσα Κέρμπι, φέρνει αυτή την αληθινή ιστορία ξανά στο φως, βυθίζοντας το κοινό στην ατμόσφαιρα μιας κοινωνικής μικρογραφίας που θύμιζε πείραμα επιβίωσης. Η ταινία ξεκινά με τα λόγια: «Εμπνευσμένο από τις αφηγήσεις όσων επέζησαν». Και, φυσικά, κάποιοι δεν επέζησαν.
Η ζωή τους ήταν σκληρή αλλά οργανωμένη
Η ιστορία αρχίζει το 1929, όταν ο Φρίντριχ Ρίτερ (Jude Law), Γερμανός γιατρός και φιλόσοφος, εγκαταλείπει την ηπειρωτική Ευρώπη για να εγκατασταθεί στη Φλορεάνα μαζί με τη σύντροφό του Ντορέ Στράουχ (Vanessa Kirby). Ο Ρίτερ πίστευε ότι η ανθρωπότητα χρειαζόταν μια νέα αρχή, μακριά από τη διαφθορά των πόλεων, και ονειρευόταν να συγγράψει εκεί ένα έργο φιλοσοφίας που θα άλλαζε τον κόσμο.
Η ιδέα του για τον «παράδεισο» ήταν ασκητική και αυτάρκης: έφτιαξε έναν δικό του τρόπο διατροφής που απαιτούσε αργή, σχολαστική μάσηση - τόσο σχολαστική, που του καταστράφηκαν τα δόντια και τα αφαίρεσε όλα. Η ζωή τους ήταν σκληρή αλλά οργανωμένη, μέχρι που οι πρώτοι «εισβολείς» έφτασαν στο νησί.
Οι εισβολείς της φαινομενικής ηρεμίας
Το 1931, το ειδύλλιο της απομόνωσης διαταράχθηκε από την άφιξη της οικογένειας Βίτμερ: ο Χάιντς (Daniel Brühl) και η έγκυος σύζυγός του Μάργκρετ (Sydney Sweeney). Ο Χάιντς, λάτρης της φιλοσοφίας του Ρίτερ, είχε διαβάσει για το εγχείρημά του σε γερμανικές εφημερίδες και ήλπιζε ότι το κλίμα των Γκαλαπάγκος θα βελτίωνε την υγεία του άρρωστου παιδιού του. Αλλά η συνύπαρξη στο μικρό νησί δεν ήταν ποτέ εύκολη. Ο Ρίτερ και η Ντορέ έβλεπαν τους νέους γείτονες ως απειλή και οι εντάσεις άρχισαν να κλιμακώνονται.
Κι έπειτα, ήρθε εκείνη. Η Ελοΐζ Βέρμπορν ντε Βάγκνερ-Μποσκέ, μια Αυστριακή που αυτοαποκαλούνταν «Βαρόνη», εμφανίστηκε στη Φλορεάνα το 1932, συνοδευόμενη από δύο εραστές - τον Ρόμπερτ Φίλιπσον και τον Ρούντολφ Λόριενς - και μια δόση αχαλίνωτης θεατρικότητας. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν αντικρουόμενες ιστορίες για το παρελθόν της: κάποτε χορεύτρια στην Κωνσταντινούπολη, κάποτε τυχοδιώκτρια, ίσως απατεώνισσα.
Η ίδια διακήρυττε ότι θα μετέτρεπε τη Φλορεάνα σε έναν προορισμό πολυτελείας, χτίζοντας το πρώτο ξενοδοχείο του νησιού. Η σύγκρουση με τον Ρίτερ, λάτρη της αυτάρκειας, ήταν αναπόφευκτη.
Η Βαρόνη έστησε το δικό της «στρατόπεδο» κοντά στην πηγή πόσιμου νερού που χρησιμοποιούσαν οι Βίτμερ και το ζευγάρι του Ρίτερ, κάτι που προκάλεσε οργή. Συχνά έκλεβε προμήθειες, οργάνωνε θορυβώδη γλέντια με τους εραστές της, και, σύμφωνα με μαρτυρίες, συνήθιζε να βουτά γυμνή στην πηγή μπροστά στα μάτια των γειτόνων της. Αργά αλλά σταθερά, η Βαρόνη άρχισε να παίζει με τις ισορροπίες του νησιού, σπέρνοντας ζιζάνια ανάμεσα στις οικογένειες, τροφοδοτώντας υποψίες και ανταγωνισμούς.

Η Ντορέ Στράουχ, ελεύθερο πνεύμα αλλά εγκλωβισμένη σε μια ολοένα πιο τοξική σχέση με τον Ρίτερ, περιφρονούσε τη Μάργκρετ Βίτμερ, την οποία θεωρούσε υποταγμένη «νοικοκυρά». Η ένταση κορυφώθηκε όταν η Μάργκρετ, λίγο πριν γεννήσει, ζήτησε τη βοήθεια του Ρίτερ ως γιατρού. Εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Η Μάργκρετ γέννησε μόνη της, μέσα σε μια σπηλιά, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρίες, αγέλες άγριων σκύλων ούρλιαζαν έξω. Η καχυποψία, η κούραση και η έλλειψη πόρων έσπρωχναν όλους τους πρωταγωνιστές σε επικίνδυνα όρια.
Η κατάσταση εκτροχιάζεται
Το 1934 η κατάσταση είχε πλέον εκτροχιαστεί. Κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν. Και τότε, ξαφνικά, η Βαρόνη και ο Ρόμπερτ Φίλιπσον εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνος. Ο τρίτος εραστής της, ο Λόριενς, είπε ότι έφυγαν με γιοτ για την Ταϊτή, αλλά κανένα πλοίο δεν καταγράφηκε ποτέ να έχει προσεγγίσει τη Φλορεάνα εκείνη την περίοδο. Μάρτυρες ανέφεραν ότι το σπίτι της Βαρόνης έμεινε άθικτο, τα υπάρχοντά της απείραχτα, ενώ ένα μέρος των προμηθειών της βρέθηκε εγκαταλειλεμμένο.
Λίγους μήνες αργότερα ο Λόριενς βρέθηκε νεκρός σε ένα άλλο νησί, πιθανόν από δίψα και εξάντληση. Ο θάνατός του έκλεισε το στόμα του για πάντα, αφήνοντας πίσω του περισσότερα ερωτήματα από απαντήσεις. Και δεν ήταν το μόνο θύμα. Την ίδια χρονιά ο ίδιος ο Φρίντριχ Ρίτερ πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. Η Ντορέ, στις αναμνήσεις της, υποστήριξε ότι ο Ρίτερ κατανάλωσε δηλητηριώδη κρέατα. Η Μάργκρετ, όμως, άφησε να εννοηθεί ότι ίσως η Ντορέ να είχε παίξει ρόλο στον θάνατό του.
Οι αντιφατικές αφηγήσεις δημιούργησαν έναν ιστό μυστηρίου. Στο βιβλίο της Ντορέ Satan Came to Eden (1936) παρουσιάζει τη Βαρόνη ως χαρισματική αλλά επικίνδυνη, ενώ η Μάργκρετ, στη δική της αυτοβιογραφία Floreana (1959), δίνει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή των γεγονότων. Σε μια περίπτωση, περιγράφουν την ίδια στιγμή -τον θάνατο ενός συντρόφου- με τελείως αντίθετες λεπτομέρειες. Η Ντορέ θυμάται «μια ειρηνική αποχώρηση», ενώ η Μάργκρετ ισχυρίζεται ότι τα τελευταία λόγια ήταν: «Σε καταριέμαι με την τελευταία μου ανάσα».

Παρά τις θεωρίες, η αλήθεια δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη πραγματικά στη Βαρόνη και στον Φίλιπσον, ούτε αν τα γεγονότα συνδέονται με τον θάνατο του Ρίτερ. Εδώ και σχεδόν έναν αιώνα η Φλορεάνα παραμένει τόπος εικασιών, συνωμοσιών και αμφιλεγόμενων αφηγήσεων.
Η ιστορία ήρθε ξανά στην επικαιρότητα το 2012 με το ντοκιμαντέρ The Galapagos Affair: Satan Came to Eden, των Ντέινα Γκόλντφιν και Νταν Γκέλερ, που αξιοποίησε επιστολές, φωτογραφίες και φιλμ της εποχής. Οι δημιουργοί επισκέφθηκαν το 1997 τη Μάργκρετ Βίτμερ, η οποία είχε παραμείνει στο νησί μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, η Μάργκρετ απέφευγε να μιλήσει ανοιχτά για τα γεγονότα της δεκαετίας του ’30, αλλά, λίγο πριν φύγουν, τους είπε κάτι αινιγματικό: «Στόματα κλειστά δεν πιάνουν μύγες».
Σήμερα, το ξενοδοχείο που ίδρυσαν οι Βίτμερ εξακολουθεί να λειτουργεί, περνώντας από γενιά σε γενιά. Δεν είναι το πολυτελές καταφύγιο που ονειρευόταν η Βαρόνη, αλλά ένα μικρό, οικογενειακό κατάλυμα που φιλοξενεί ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο - πολλοί από τους οποίους έρχονται στη Φλορεάνα για να βρεθούν στο σκηνικό ενός μυστηρίου που παραμένει άλυτο.

Η ταινία Eden δεν επιχειρεί να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα. Αντίθετα, επιλέγει να δημιουργήσει ένα πιθανό σενάριο βασισμένο στις πιο πειστικές εκδοχές, πλέκοντας την ιστορία σαν θρίλερ. Στο τρέιλερ, κάποιος τραβάει όπλο, κάποιος άλλος βγάζει μαχαίρι, και η Βαρόνη, όπως την υποδύεται η Άνα ντε Άρμας, ψιθυρίζει: «Εμπιστέψου με, μέχρι του χρόνου ένας από εμάς θα έχει φύγει».
Ίσως η αλήθεια να είναι πολύ πιο απλή, ίσως πιο σκοτεινή. Κάποιοι πιστεύουν ότι τα γεγονότα οφείλονται σε προσωπικές συγκρούσεις που ξέφυγαν από τον έλεγχο. Άλλοι μιλούν για προμελετημένα εγκλήματα, συνωμοσίες και θανάτους που συγκαλύφθηκαν για δεκαετίες. Ο Ρον Χάουαρντ, μιλώντας στο BBC, είπε: «Πιστεύω ότι το τέλος που δίνουμε στην ταινία είναι το πιο πιθανό σενάριο, αλλά ακόμα κι έτσι, ορισμένες απαντήσεις ίσως να μην τις μάθουμε ποτέ».
Κι αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της Φλορεάνα: Πώς ένας παράδεισος, φτιαγμένος με το όραμα μιας νέας ζωής, μετατράπηκε σε τόπο καχυποψίας, εξαφανίσεων και ανεξιχνίαστων θανάτων. Μια ιστορία που ξεκίνησε με όνειρα ελευθερίας και κατέληξε να θυμίζει πείραμα κοινωνικής κατάρρευσης.