Όσο κι αν φαντάζει αντιφατικό, οι κλειστές λέσχες πάντα ανθούσαν στην αστάθεια γιατί το οικονομικό τους μοντέλο είναι πολύ καλά δομημένο.
Πίσω από πόρτες που ανοίγουν μόνο με πρόσκληση και ένα καλά υπολογισμένο αναγνωριστικό βλέμμα, το κύκλωμα των κλαμπ του Λονδίνου ζει μια νέα περίοδο άνθησης. Πάνω από 133 private clubs λειτουργούν σήμερα στην πόλη, περισσότερα από όσα άνοιξαν σε τρεις δεκαετίες μετά το 1985, κι ακόμη έξι νέα βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.
Όλα αυτά συμβαίνουν σύμφωνα με τον Jamie Caring - άνθρωπο συνδεδεμένο με την επέκταση του Soho House και κληρονόμο της δυναστείας του ιδιωτικού κλαμπ Annabel’s, ο οποίος μιλάει στον βρετανικό Observer.
Η αναβίωση των private clubs μοιάζει παράδοξη
Στην επιφάνεια, η αναβίωση των private clubs μοιάζει παράδοξη, αν όχι εντελώς εκτός εποχής.
Η πολυτέλεια συρρικνώνεται, οι εύποροι εγκαταλείπουν τα κέντρα των πόλεων, η νυχτερινή ζωή υποχωρεί και η φιλοξενία παλεύει με κόστος, φόρους και μια γενιά που, υποτίθεται, προτιμά την οθόνη από την έξοδο.
Η υπόσχεση ενός ασφαλούς, φιλτραρισμένου χώρου
Όσο κι αν φαντάζει αντιφατικό, ωστόσο, οι κλειστές λέσχες πάντα ανθούσαν στην αστάθεια. Το οικονομικό τους μοντέλο είναι πολύ καλά δομημένο: υψηλό κόστος εισόδου, χαμηλό κόστος χρήσης, σταθερή συνδρομή.
Σε μια οικονομική ύφεση λοιπόν, η υπόσχεση ενός ασφαλούς χώρου «οικειότητας με φίλτρο» γίνεται πιο ελκυστική από έναν θορυβώδη χώρο όπου όλα είναι ανοικτά και όλοι χωρούν. Και ίσως η μεγαλύτερη ειρωνεία: εκεί όπου η πόλη χάνει τους δημόσιους χώρους κοινωνικότητας, κάποια κομμάτια της ανώτερης αστικής τάξης αναζητούν εκ νέου την αίσθηση του μικρού, του επιμελημένου, του καθαρά επιλεγμένου.
Η πρώτη μεγάλη ανατροπή, άλλωστε, δεν είναι σημερινή· ήρθε τη δεκαετία του ’80, με το Groucho. Ένας χώρος που απέρριψε τον φυλετικό και ταξικό συμβολισμό των παραδοσιακών clubs, κάλεσε καλλιτέχνες αντί για διπλωματούχους της αποικιοκρατικής αριστοκρατίας και απέβαλε το αυστηρό dress code.
Ήταν το πρώτο «αντι-club», και τα υπόλοιπα το ακολούθησαν: Blacks, Home House, Soho House. Αυτή η νέα κουλτούρα έκανε τα private clubs λιγότερο επιβλητικά και περισσότερο δημιουργικά, αλλά χωρίς να θυσιάσει το στοιχείο που αποτελεί την καρδιά τους: την επιλεκτικότητα.
Η άνθηση, όμως, συνοδεύεται από εύθραυστο πυρήνα. Ο ιστορικός Seth Thévoz υπενθυμίζει ότι η μέση διάρκεια ζωής ενός νέου club είναι τρία χρόνια και η αποτυχία αγγίζει το 90%. Οι επενδυτές μπερδεύουν τη λάμψη με την αποδοτικότητα, ενώ τα αρχικά κόστη -και κυρίως το real estate- παραμένουν τρομακτικά.
Ένα club δεν μπορεί να στεγαστεί «στο υπόγειο», επιμένει ο Caring· χρειάζεται θέα και συμβολικό ύψος. Ο χώρος, πριν ακόμη διαμορφωθεί, οφείλει να δηλώσει κύρος. Αυτή η εμμονή με την αρχιτεκτονική σκηνογραφία δεν είναι απλώς εγωισμός: είναι δομική συνθήκη επιβίωσης.
Και αφού γεννηθεί, ένα club αναμετράται με την πιο δύσκολη ισορροπία της εποχής: τα μέλη θέλουν chef υψηλού κύρους, avant-garde διακόσμηση, προγράμματα, υπηρεσίες - αλλά όχι σε τιμές ξενοδοχείου πέντε αστέρων.
Το παράδοξο φτάνει στο οριακό: πληρώνουν για το προνόμιο του χώρου, όχι για τη χρήση του ως συνεχούς κατανάλωσης. Γι’ αυτό και το μοντέλο δεν μοιάζει με εστιατόριο· μοιάζει με υποσχετική κοινωνικότητας.
Οι παλαιότερες λέσχες έχουν ένα πλεονέκτημα που οι νεότερες δεν θα αποκτήσουν ποτέ εύκολα: το κληροδότημα. White’s, Boodle’s, Athenaeum δεν φοβούνται ενοίκια ή λογαριασμούς, καθώς στηρίζονται σε δωρεές, trust, ιστορική ιδιοκτησία.
Εκεί τα μέλη δεν ανανεώνονται με marketing αλλά με χρόνο. Ο κύκλος είναι αργός, σχεδόν αρχετυπικός: στα 30 κάποιος μπαίνει στο νέο, στην έκρηξη, στο Koko ή στο Soho House· στα 45 μετακινείται στο Athenaeum, στο ήσυχο κύρος, χωρίς instagrammable εγκατάσταση.
Όμως ακόμη και τα παλιά κάστρα αναγκάζονται να αλλάξουν. Το Annabel’s, που κάποτε επιβίωνε ως νυχτερινός ναός μεικτής αριστοκρατίας και μουσικής, δεν θα ζούσε σήμερα αν δεν μετατρεπόταν σε ολοήμερο περιβάλλον γεύσης, art curation και lounge απομόνωσης. Το Sloane Club προσέθεσε γραφεία και γυμναστήριο, ενώ το Morton’s χάθηκε ακριβώς επειδή παρέμεινε nightclub.
Ένα «αγκάθι»: το φύλο των θαμώνων
Το μεγαλύτερο «εκκρεμές», όμως, αφορά το φύλο: Boodle’s, Brooks’s, Buck’s, Travellers, Savile - πόσο ακόμη μπορούν να παραμείνουν ανδρικά; Η σύγκρουση κορυφώθηκε στο Garrick: ένα club γεμάτο θιασώτες ισότητας, που στη δημόσια ζωή τους προώθησαν την ένταξη, αλλά στην ιδιωτική παρέμειναν μέρος μιας αμιγώς ανδρικής δομής.
Η απόφαση να σπάσει ο κανόνας ήρθε, αλλά η ποσόστωση είναι σχεδόν συμβολική. Όταν οι λέσχες εκφράζουν μια τάξη αργούν να ανοίξουν πόρτες· η παράδοση είναι βαρύτερη από την πρόθεση.
Η νέα γενιά clubs αντιμετωπίζει ένα άλλο πρόβλημα: την παγίδα του co-working. Ο Caring προειδοποιεί πως όταν μια λέσχη μετατραπεί σε γραφείο, η κοινωνική της δύναμη εκμηδενίζεται. Οι άνθρωποι ακυρώνουν συνδρομές για χώρους εργασίας όταν δεν τους χρειάζονται· σπάνια ακυρώνουν συνδρομές για χώρους «ενδεχόμενης» κοινωνικότητας.
Το Soho House έζησε το δίλημμα και προσπάθησε να περιορίσει τα laptops σε συγκεκριμένες ζώνες, με αποτέλεσμα μια συνεχή, ακόμη ασταθή ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ «θέλω να δουλέψω εκεί» και «θέλω να ανήκω χωρίς εργασιακή πίεση».
Αν η άνοδος των private clubs δείχνει κάτι, είναι ότι η εποχή της επίσημης κοινωνικότητας έχει παρακμάσει, αλλά η ανάγκη για επιλεγμένη κοινότητα έχει εκραγεί. Τα clubs δεν είναι πλέον απλώς τόποι πλουσίων, αλλά τόποι όπου ο ατομικισμός κουράστηκε να είναι εντελώς μόνος. Αυτό εξηγεί γιατί η ανάπτυξή τους, αν και στατιστικά εύθραυστη, παραμένει επίμονη: δεν πουλούν υπηρεσία, αλλά σχέση που μπορεί -θεωρητικά- να συμβεί. Και αυτή η υπόσχεση σπανίζει πιο πολύ από σαμπάνια.