Η σειρά The Handmaid’s Tale (Η Ιστορία της Θεραπαινίδας) με φανατικούς θαυμαστές σε πάρα πολλές χώρες, ολοκληρώθηκε πριν από μερικές ημέρες, προκαλώντας έντονα και ποικίλα συναισθήματα.
Πολλοί ένιωσαν ότι ήρθε επιτέλους η δικαίωση για την ηρωίδα, ενώ άλλοι δεν έμειναν απολύτως ικανοποιημένοι, θεωρώντας πως κάτι «έλειπε», με κάποια ερωτήματα να μένουν αναπάντητα. Όπως και να 'χει, αυτό που σίγουρα κατάφεραν τα τελευταία επεισόδια, ήταν να καθηλώσουν τους τηλεθεατές, οι οποίοι περίμεναν πώς και πώς την εξέλιξη της ιστορίας.
Για όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο ή δεν έχουν παρακολουθήσει τη σειρά, ακολουθούν spoilers.
Η υπόθεση του The Handmaid's Tale
Η σειρά The Handmaid’s Tale διαδραματίζεται σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου μια θεοκρατική και αυταρχική κυβέρνηση με την ονομασία Γκιλεάδ έχει ανατρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κοινωνία αυτή είναι αυστηρά πατριαρχική, με τις γυναίκες να έχουν στερηθεί κάθε δικαίωμα.
Η οικολογική καταστροφή έχει προκαλέσει μαζική υπογονιμότητα, και έτσι οι ελάχιστες γυναίκες που παραμένουν γόνιμες αιχμαλωτίζονται και παραδίδονται στους άνδρες της ανώτερης κοινωνικής τάξης ως «θεραπαινίδες». Ο μοναδικός τους σκοπός είναι να γεννήσουν τα παιδιά που οι σύζυγοι αυτών των ανδρών δεν μπορούν να αποκτήσουν.
Αν αρνηθούν να συνεργαστούν ή δεν καταφέρουν να τεκνοποιήσουν, στέλνονται στις «Αποικίες» για να καθαρίζουν ραδιενεργά και τοξικά απόβλητα, κάτι που ουσιαστικά σημαίνει θάνατος με αργό ρυθμό.
Η ιστορία ακολουθεί την Τζουν Όσμπορν (Offred), μια γυναίκα που αρπάζεται από την οικογένειά της και υποχρεώνεται να γίνει υπηρέτρια. Μέσα από τα μάτια της, βλέπουμε τον αγώνα επιβίωσης, την καταπίεση, αλλά και τη σιωπηλή αντίσταση εναντίον του καθεστώτος της Γκιλεάδ.

Είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα;
Οι περιπέτειες της Τζουν μοιάζουν τόσο τρομακτικά ρεαλιστικές (σε αυτό ίσως οφείλεται η καθήλωση του κοινού), που εύκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι πολλά στοιχεία τους έχουν βασιστεί σε πραγματικές μαρτυρίες και καταστάσεις.
Ωστόσο, έχει διευκρινιστεί πως η σειρά δεν είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, αλλά σε ένα δυστοπικό μυθιστόρημα της Καναδής συγγραφέα Μάργκαρετ Άτγουντ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1985.
Η Άτγουντ άντλησε έμπνευση από μια σκοτεινή παλέτα της Ιστορίας, όπως το δουλεμπόριο και η σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών, οι ομαδικές εκτελέσεις και η δημόσια τιμωρία, η καύση βιβλίων και η λογοκρισία, η πολυγαμία στην Αμερική του 19ου αιώνα, καθώς και οι νόμοι του Μεσαίωνα, που ρύθμιζαν τι μπορούσε να φάει, να πιει ή να αγοράσει κάποιος ανάλογα με την κοινωνική του τάξη.

Τι έχει δηλώσει η συγγραφέας
Η ίδια η Άτγουντ έχει δηλώσει ότι δεν εφηύρε τίποτα που να μην έχει συμβεί κάπου, κάποτε, σε κάποιο μέρος στον κόσμο. Όλα όσα συμβαίνουν στο The Handmaid’s Tale έχουν συμβεί σε αυταρχικά καθεστώτα, στρατιωτικές χούντες ή θρησκευτικές θεοκρατίες.
Το καθεστώς του Γκιλεάδ (εκεί όπου εκτυλίσσεται η ιστορία), η καταπίεση των γυναικών, οι τελετουργίες αναπαραγωγής, οι στολές, οι δημόσιες εκτελέσεις και η λογοκρισία είναι εμπνευσμένα από πραγματικά καθεστώτα, όπως το Ιράν μετά την Ισλαμική Επανάσταση, το Ναζιστικό και Σοβιετικό καθεστώς, η δουλεία στις ΗΠΑ, τα Χριστιανικά φονταμενταλιστικά κινήματα καθώς και η αφαίρεση δικαιωμάτων των γυναικών σε διάφορες ιστορικές περιόδους.
Συγκεκριμένα, η συγγραφέας έχει πει: «Ένας από τους κανόνες που έθεσα στον εαυτό μου ήταν να μην συμπεριλάβω στο βιβλίο καμία πράξη που δεν έχει ήδη συμβεί... ούτε τεχνολογία που δεν υπάρχει ήδη. Καμία φανταστική συσκευή, κανένας φανταστικός νόμος, καμία φανταστική θηριωδία. Ο Θεός κρύβεται στις λεπτομέρειες - και ο Διάβολος επίσης».

Από την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τα SS των Ναζί
Η ιδέα της «παραχώρησης» γόνιμων γυναικών στους ανώτερους της κοινωνίας έχει βιβλική προέλευση.
Στη Γένεση 30, ο Ιακώβ έχει δύο γυναίκες, τη Ραχήλ και τη Λία. Όταν η Ραχήλ δεν μπορεί να γεννήσει παιδί, διατάζει τον Ιακώβ να αφήσει έγκυο την υπηρέτριά της, τη Βαλλά. Το σχετικό απόσπασμα «Και είπε, Ιδού, η δούλη μου Βαλλά· μπες μέσα της, και θα γεννήσει στα γόνατά μου, για να αποκτήσω και εγώ τέκνα μέσω αυτής», αναπαράγεται στην τελετουργία της σειράς, κατά την οποία ο άνδρας βιάζει τελετουργικά τη θεραπαινίδα παρουσία της συζύγου του. απαγγέλλεται ως μέρος της «τελετής» στο The Handmaid's Tale, κατά την οποία ο άνδρας βιάζει την υπηρέτρια παρουσία της γυναίκας του.
Το πρόγραμμα Lebensborn των Ναζί
Ένα από τα πλέον ανατριχιαστικά ιστορικά προηγούμενα είναι το πρόγραμμα Lebensborn, που ιδρύθηκε από την SS στη Ναζιστική Γερμανία το 1935.
Το 1935, με τα ποσοστά γεννήσεων στη Γερμανία να μειώνονται, το δεξί χέρι του Χίτλερ, ο Χάινριχ Χίμλερ, σχεδίασε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής για την προώθηση ενός «άριου μέλλοντος». Ένα στοιχείο του προγράμματος περιλάμβανε το «ζευγάρωμα» μελών των SS με κατάλληλες Γερμανίδες, ενώ απήγαγαν παιδιά με μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά για να εποικίσουν το ναζιστικό «Τρίτο Ράιχ».

Το λιντσάρισμα
Μία από τις πιο φρικαλέες σκηνές της σειράς είναι η λεγόμενη «Σωτηρία» (Salvaging), όπου ένας άντρας κατηγορούμενος για βιασμό λιθοβολείται μέχρι θανάτου από ομάδα θεραπαινίδων.
Αν και σοκαριστικό, αυτό αντικατοπτρίζει την πρακτική των δημόσιων εκτελέσεων, που παραμένουν σε ισχύ σε χώρες όπως η Βόρεια Κορέα και η Σαουδική Αραβία.
Οι δίκες του Σάλεμ
Η Μάργκαρετ Άτγουντ έχει αναφέρει ότι εμπνεύστηκε εν μέρει και από τις δίκες μαγισσών του Σάλεμ, κατά τη συγγραφή του The Handmaid’s Tale.
Τι ήταν οι δίκες του Σάλεμ; Οι δίκες μαγισσών του Σάλεμ συνέβησαν στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ το 1692–1693, όταν δεκάδες γυναίκες και άνδρες κατηγορήθηκαν για μαγεία, σε ένα κλίμα θρησκευτικού φανατισμού, υστερίας και κοινωνικού ελέγχου. Πολλοί από τους κατηγορούμενους εκτελέστηκαν χωρίς ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία.
Η Άτγουντ έχει πει ότι η υπερβολική θρησκευτική επιτήρηση και οι ποινές εναντίον των γυναικών στις δίκες του Σάλεμ αποτέλεσαν μια από τις ιστορικές βάσεις για τη δημιουργία της θεοκρατικής κοινωνίας του Γκιλεάδ.

Επιβαλλόμενοι ενδυματολογικοί κώδικες
Οι κόκκινες ρόμπες των Θεραπαινίδων (Handmaids) αντλούν έμπνευση από διάφορες πηγές, όπως η ενδυμασία των πουριτανών γυναικών του 17ου αιώνα, αλλά και οι στολές των Καθολικών καλογριών.
Πιο ουσιαστικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτού του είδους η θρησκευτική ενδυμασία εξακολουθεί να επιβάλλεται σε γυναίκες από τις αρχές ή τις κοινωνικές νόρμες σε πιο συντηρητικές κοινότητες.
Οι Άμις (Amish), για παράδειγμα, απαιτούν από τις γυναίκες να φορούν μακριά φορέματα σε σκούρα χρώματα και κάλυμμα κεφαλής κάθε μέρα.
Η Εκκλησία FLDS (Fundamentalist Church of Jesus Christ of Latter-Day Saints), μια αυστηρότατη παραφυάδα του Μορμονισμού, επιτρέπει στις γυναίκες να φορούν μόνο φαρδιές και σεμνές φούστες, παντελόνια ή φορέματα σε διάφορες αποχρώσεις του μπλε και όλες υποχρεούνται να έχουν τα μαλλιά τους δεμένα σε έναν συγκεκριμένο τύπο κοτσίδας.
Η σύγκριση με την κυβέρνηση Τραμπ
Μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, το The Handmaid’s Tale απέκτησε ξανά έντονη επικαιρότητα και έγινε σημείο αναφοράς στον δημόσιο διάλογο. Η κυκλοφορία της τηλεοπτικής μεταφοράς του από το Hulu το 2017 συνέπεσε με την έναρξη της διακυβέρνησης Τραμπ και ενίσχυσε περαιτέρω τη συζήτηση γύρω από τους παραλληλισμούς μεταξύ της δυστοπικής κοινωνίας του έργου και των πολιτικών εξελίξεων στις ΗΠΑ.
Πολλοί σχολιαστές, ακτιβιστές αλλά και πολιτικοί παρατηρητές, υποστήριξαν ότι οι πολιτικές της νέας κυβέρνησης παρουσίαζαν ανησυχητικές ομοιότητες με τη θεοκρατική, πατριαρχική και αυταρχική κοινωνία της Γκιλεάδ.
Σε πορείες γυναικών από το 2017 και έπειτα, στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, πολλές διαδηλώτριες εμφανίστηκαν φορώντας τις χαρακτηριστικές κόκκινες στολές και λευκές κουκούλες των «handmaids», μετατρέποντας το μυθιστόρημα και τη σειρά σε πολιτικό σύμβολο.

Καθρέφτης της Ιστορίας και προειδοποίηση για το μέλλον
Το The Handmaid’s Tale δεν είναι απλώς μια σειρά στην τηλεόραση. Είναι καθρέφτης της Ιστορίας και προειδοποίηση για το μέλλον.
Το Γκιλεάδ είναι δυστοπία που έχει τις ρίζες της σε πραγματικά παραδείγματα καταπίεσης, θεσμικής βίας και ελέγχου, κυρίως σε βάρος των γυναικών.
Σύμφωνα με τη Μάργκαρετ Άτγουντ, το έργο της δεν είναι φαντασία, αλλά ρεαλιστική προβολή των κινδύνων που ελλοχεύουν όταν οι δημοκρατίες εκχωρούν εξουσίες σε ακραία καθεστώτα.
Όπως είπε η ίδια, «Ό,τι έγραψα, έχει ήδη συμβεί. Το ερώτημα είναι αν θα το αφήσουμε να ξανασυμβεί».