Από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, δεκάδες θεωρίες γεννήθηκαν γύρω από αυτό το φαινόμενο: άλλοι είπαν πως το ανθρώπινο μάτι δεν είχε ακόμη «αναπτύξει» την ικανότητα να βλέπει μπλε, άλλοι πως οι γλώσσες διαμορφώνουν τη σκέψη.
Για αιώνες, οι μελετητές και οι ερασιτέχνες λάτρεις της αρχαιότητας έχουν αναρωτηθεί γιατί οι αρχαίοι Έλληνες, με όλη τους τη μαθηματική και φιλοσοφική διορατικότητα, φαίνεται πως δεν αναγνώριζαν το μπλε χρώμα. Το περίφημο «οἶνοψ πόντος» του Ομήρου —η «θάλασσα με το χρώμα του κρασιού»— έγινε σύμβολο μιας υποτιθέμενης αισθητηριακής τύφλωσης, μιας ιδιότυπης πολιτισμικής αδυναμίας να διακρίνουν ένα από τα πιο βασικά χρώματα του ορατού φάσματος.
Από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, δεκάδες θεωρίες γεννήθηκαν γύρω από αυτό το φαινόμενο: άλλοι είπαν πως το ανθρώπινο μάτι δεν είχε ακόμη «αναπτύξει» την ικανότητα να βλέπει μπλε, άλλοι πως οι γλώσσες διαμορφώνουν τη σκέψη σε τέτοιο βαθμό που οι Έλληνες, χωρίς τη λέξη, αδυνατούσαν να δουν το ίδιο το χρώμα.
Η αλήθεια, όπως συνήθως, είναι πιο σύνθετη — και πιο ανθρώπινη. Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν μπλε, όπως το βλέπουμε όλοι, αλλά δεν είχαν ανάγκη να το ονομάσουν όπως εμείς. Η ελληνική γλώσσα της εποχής διέθετε όρους όπως «κυάνεος» και «γλαυκός», που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα αποχρώσεων — από το βαθύ μπλε έως το γκρίζο και το πράσινο.
Οι περιγραφές των χρωμάτων στην ποίηση και στα κείμενα δεν στόχευαν στην επιστημονική ακρίβεια αλλά στην ποιητική συνάφεια: η «οινοβαφής θάλασσα» του Ομήρου δεν ήταν παρά ένας μεταφορικός τρόπος να αποδοθεί το βάθος, η σκοτεινή, σχεδόν μελαγχολική φύση της θάλασσας, όχι μια ένδειξη αδυναμίας να διακριθεί το μπλε.
Τι δείχνουν οι σύγχρονες νευροεπιστήμες
Η θεωρία ότι οι αρχαίοι δεν έβλεπαν το χρώμα βασίστηκε σε παρερμηνεία μιας γλωσσολογικής υπόθεσης που έγινε γνωστή ως υπόθεση Sapir–Whorf: η ιδέα ότι η γλώσσα καθορίζει τη σκέψη και, κατά συνέπεια, την αντίληψή μας για τον κόσμο. Σύμφωνα με αυτή, αν μια κοινωνία δεν έχει λέξη για κάτι, δεν μπορεί και να το αντιληφθεί.
Το πρόβλημα είναι ότι, όπως δείχνουν οι σύγχρονες νευροεπιστήμες, η ανθρώπινη όραση δεν υπακούει στη γλωσσική ποικιλία. Ο εγκέφαλος επεξεργάζεται το φάσμα του φωτός ανεξάρτητα από τη λέξη που έχουμε ή δεν έχουμε για μια απόχρωση. Το χρώμα είναι βιολογικό γεγονός, όχι γλωσσικό εφεύρημα.
Παρόλα αυτά, η θεωρία της «τυφλότητας στο μπλε» γοήτευσε το κοινό. Από άρθρα στο Business Insider και το Science Alert μέχρι ντοκιμαντέρ του BBC, πολλοί αναπαρήγαγαν τον ισχυρισμό πως οι αρχαίοι ή ακόμη και οι προ-μοντέρνες κοινωνίες «δεν μπορούσαν να δουν το μπλε».
Μία τηλεοπτική εκπομπή του 2012, βασισμένη σε πειράματα με τη φυλή Χίμπα της Ναμίμπια, ενίσχυσε αυτόν τον μύθο. Οι Χίμπα, λέγεται, δεν ξεχώριζαν ένα μπλε τετράγωνο ανάμεσα σε πράσινα — όμως διέκριναν αμέσως μικρές διαφορές ανάμεσα σε πράσινες αποχρώσεις, επειδή η γλώσσα τους διαθέτει περισσότερους όρους για το πράσινο απ’ ό,τι η αγγλική. Το πρόβλημα είναι πως το «πειραματικό» απόσπασμα του ντοκιμαντέρ ήταν σκηνοθετημένο και δεν αντανακλούσε πραγματικά δεδομένα.
Η αληθινή έρευνα, όπως εκείνη των επιστημόνων Jonathan Winawer και Lera Boroditsky, έδειξε κάτι πολύ πιο ήπιο: ότι η μητρική γλώσσα μπορεί να επηρεάζει ελαφρώς την ταχύτητα με την οποία αναγνωρίζουμε χρωματικές αποχρώσεις, όχι όμως την ίδια την ικανότητα να τις βλέπουμε.
Οι ρωσόφωνοι, για παράδειγμα, έχουν δύο βασικές λέξεις για το μπλε: το «синий» (σκούρο μπλε) και το «голубой» (ανοιχτό μπλε). Σε πειράματα αναγνώρισης χρωμάτων, οι ρωσόφωνοι ανταποκρίνονται ελάχιστα πιο γρήγορα όταν τα δείγματα ανήκουν σε διαφορετικές «γλωσσικές» κατηγορίες — αλλά όχι διαφορετικά φυσιολογικά. Οι Άγγλοι, που διαθέτουν μόνο μία βασική λέξη, χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο. Πρόκειται για λεπτομέρεια αντίληψης, όχι για διαφορά στη βιολογία της όρασης.
Αντίστοιχα, η απουσία μιας λέξης για το «πορτοκαλί» στα μεσαιωνικά αγγλικά δεν σήμαινε πως οι άνθρωποι δεν έβλεπαν την απόχρωση· απλώς περιέγραφαν το χρώμα ως «μεταξύ κίτρινου και κόκκινου». Όταν το εξωτικό φρούτο orange έγινε γνωστό στην Ευρώπη, η λέξη του έγινε σταδιακά το όνομα της απόχρωσης. Οι λέξεις δεν δημιουργούν τα χρώματα — έρχονται εκ των υστέρων για να ονοματίσουν κάτι που ήδη βλέπουμε.
Οι πρακτικές διαφορές μεταξύ γαλάζιου, μπλε και κυανού
Οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι το ανθρώπινο μάτι μπορεί να διακρίνει πάνω από δύο εκατομμύρια αποχρώσεις, ενώ ακόμη και το πιο πλούσιο λεξιλόγιο χρωμάτων, όπως ενός καταλόγου βαφών, περιγράφει λιγότερο από το ένα δέκατο του ενός τοις εκατό αυτών. Η φτώχεια της γλώσσας απέναντι στην πολυπλοκότητα της όρασης είναι καθολική. Δεν υπάρχει λόγος να εφεύρουμε ονόματα για όλες τις αποχρώσεις που βλέπουμε — η ανάγκη καθορίζει το λεξιλόγιο. Για τους αρχαίους Έλληνες, οι πρακτικές διαφορές μεταξύ γαλάζιου, μπλε και κυανού δεν είχαν κοινωνική ή τεχνική σημασία. Δεν υπήρχαν οθόνες, βαφές συνθετικές ή RGB κώδικες· υπήρχε το φως, η θάλασσα και η ποίηση.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο μύθος για την «αορατότητα του μπλε» λέει περισσότερα για εμάς παρά για εκείνους. Ζούμε σε έναν πολιτισμό που πιστεύει με πάθος στη δύναμη της γλώσσας — στην ιδέα πως η λέξη μπορεί να διαμορφώσει την πραγματικότητα. Από τις πολιτικές ορθότητες μέχρι τις διαμάχες για τη «σωστή» ορολογία, επενδύουμε στη λέξη μια σχεδόν μαγική δύναμη. Όμως, όπως δείχνει το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, η αντίληψη προηγείται του λόγου. Ο κόσμος υπάρχει, και μετά ερχόμαστε εμείς να τον ονομάσουμε.
Η αρχαία ελληνική ποίηση αποδεικνύει αυτή τη λεπτή ισορροπία. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος ή ο Πίνδαρος δεν ενδιαφέρονταν να περιγράψουν «αντικειμενικά» το χρώμα, αλλά να προκαλέσουν συγκίνηση. Η «οινοβαφής θάλασσα» είναι πιο ακριβής από μια απλή «μπλε θάλασσα», γιατί αποδίδει όχι το φάσμα αλλά το συναίσθημα: το βάρος, τη δίνη, την απειλή και τη μελαγχολία του απέραντου νερού. Ο τρόπος που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν το χρώμα ήταν ποιητικός, όχι επιστημονικός — και γι’ αυτό πιο πλούσιος σε νόημα.
Έτσι, η απουσία της λέξης μπλε δεν σημαίνει έλλειψη όρασης, αλλά διαφορετική σχέση με τον κόσμο. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν διαχώριζαν το χρώμα από τη μορφή ή την ύλη· δεν το έβλεπαν ως αφηρημένη ιδιότητα αλλά ως ποιότητα του ίδιου του πράγματος. Η ιδέα λοιπόν ότι δεν «έβλεπαν» το μπλε είναι ένας σύγχρονος αναχρονισμός, μια προβολή του δικού μας τρόπου σκέψης πάνω σ’ έναν άλλο κόσμο. Οι Έλληνες έβλεπαν το ίδιο φάσμα που βλέπουμε κι εμείς, αλλά δεν το χώριζαν σε τεχνητές κατηγορίες. Και ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη ειρωνεία: πως η υποτιθέμενη «φτώχεια» της γλώσσας τους ήταν στην πραγματικότητα μια άλλη μορφή πλούτου — μια ελευθερία από την ανάγκη να κατονομάζεις τα πάντα.
Αν κάτι μας διδάσκει η παρεξήγηση του μπλε είναι ότι ο κόσμος δεν αλλάζει επειδή αλλάζουμε τις λέξεις. Η γλώσσα μάς βοηθά να κατανοούμε, όχι να βλέπουμε. Ο Όμηρος δεν ήταν τυφλός στο μπλε· εμείς είμαστε ίσως τυφλοί στο γεγονός ότι η όραση δεν έχει ανάγκη από λεξιλόγιο. Οι θάλασσες παραμένουν οι ίδιες, οι ουρανοί εξίσου απέραντοι — μόνο που εμείς, αιώνες αργότερα, τους ονομάζουμε μπλε για να τους νιώθουμε λίγο πιο δικούς μας.