Μέσα από αυτά τα δύο ευρήματα, που ξαναείδαν το φως χάρη στις αναζητήσεις της ψηφιακής βάσης Newspapers.com, διακρίνεται κάτι σταθερό και αναγνωρίσιμο.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που ο Άγιος Βασίλης δεν ήταν ακόμη ο κατακόκκινος σταρ της παγκόσμιας παιδικής φαντασίας αλλά ένας ευμενής επισκέπτης του χειμερινού ηλιοστασίου, ένα κορίτσι έξι ετών αποφάσισε να του μιλήσει γραπτώς.
Η μικρή Janet, με κεφαλαία και ανορθόγραφα γράμματα, δημοσίευσε το γράμμα της στην βρετανική εφημερίδα Leeds Mercury στις 22 Δεκεμβρίου 1883, ζητώντας ένα κρεβατάκι για την κούκλα της και μια τρομπέτα για τον αδελφό της Jimmy, ενώ δεν παρέλειπε να θυμίσει ότι και «MA AND PA» [η μαμά και ο μπαμπάς] άξιζαν και αυτοί κάτι.
Ένα από τα αρχαιότερα τεκμήρια της πρακτικής
Η τρυφερή της λίστα, με τα παιδικά λάθη να παραμένουν άθικτα επειδή «αλλιώς δεν θα ήταν δική της και ίσως να μη γινόταν ποτέ ορατή από τον Santa Claus», όπως σημείωνε η εφημερίδα, συνθέτει ένα από τα αρχαιότερα τεκμήρια της πρακτικής του «γράμματος στον Άγιο».
Πριν από τις άυλες λίστες επιθυμιών, τα σπάνια συλλεκτικά παιχνίδια και τα «έξυπνα» δώρα της τεχνολογίας, οι ευχές των παιδιών απευθύνονταν δημοσίως, σε στήλες εντύπων που λειτουργούσαν ως εγγύηση ότι το μήνυμα θα έφτανε στον παραλήπτη του.
Το έθιμο δεν γεννήθηκε στη Βρετανία. Τα ίχνη του οδηγούν στις ολλανδικές και γερμανικές παραδόσεις που ταξίδεψαν στη Νέα Υόρκη και, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, αναφέρονταν σε έναν «St. Claus» ο οποίος, όσο διαμορφωνόταν ο ταχυδρομικός μηχανισμός των ΗΠΑ μετά τον Εμφύλιο, έπαιρνε τη μορφή ενός σύγχρονου, προσιτού παραλήπτη.
Η παλιά, μεσαιωνική φιγούρα του Father Christmas, φορέας γλεντιού και αγγλοσαξονικής γιορτινής ευφορίας, σταδιακά συγχωνεύτηκε με τον Santa Claus και, στα 1880s, οι δύο μορφές έγιναν μία.
Την ίδια στιγμή, στην άλλη άκρη της χώρας, ένα δεύτερο γράμμα καθιστούσε σαφές πως το πνεύμα της εποχής απαιτούσε όχι μόνο επιθυμίες αλλά και παραδειγματική ευγένεια.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1898, η 11χρονη Mabel Hancock, σε δημοσίευμα της Hampshire Telegraph and Naval Chronicle, απηύθυνε έκκληση να μη λησμονηθεί το σπίτι της.
Με αξιοσημείωτη αυτοσυγκράτηση, ζητούσε να προτιμηθεί ο μικρός αδελφός της: «αν δεν έχετε πολλά να διαθέσετε, μην βάλετε τίποτα στη δική μου κάλτσα», έγραφε, προβάλλοντας την «πρακτική της αυτοθυσίας» ως κανόνα της παιδικής αγωγής.
Μέσα από αυτά τα δύο ευρήματα, που ξαναείδαν το φως χάρη στις αναζητήσεις της ψηφιακής βάσης Newspapers.com, διακρίνεται κάτι σταθερό και αναγνωρίσιμο: η εμμονικά επίμονη πίστη των παιδιών ότι απευθύνονται σε έναν αόρατο αλλά προσιτό κόσμο, στον οποίο η ευχή τους γίνεται – έστω και για λίγο – δημόσια υπόθεση.
Τότε οι ευχές τυπώνονταν στο χαρτί, σήμερα ταξιδεύουν ηλεκτρονικά∙ όμως η λαχτάρα, η ευγένεια, η φαντασία και η διακριτική έγνοια για τους άλλους μοιάζουν να μην έχουν αλλάξει καθόλου από το 1883.