Η πρώτη ποιητική συλλογή του Θεόδωρου Κουρεντζή, "Ανώτερη όλων το καλοκαίρι" (Ίκαρος), γράφτηκε σαν λειτουργία, διαβάζεται σαν ερωτική εξομολόγηση και ηχεί σαν κραυγή πίστης μέσα στο κενό. Ο μαέστρος-σταρ στρέφεται στη γλώσσα και αποκαλύπτει τον πιο εκρηκτικό εαυτό του, εκεί όπου η μουσική μετατρέπεται σε ποίηση και η πίστη σε σάρκα.
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής είναι ένας από εκείνους τους καλλιτέχνες που κάνουν τη ζωή των επιμελητών και των δημοσιογράφων δύσκολη. Οι ετικέτες φθείρονται πάνω του, ένα αδιόρατο απεταξάμην τις διαπερνά. Τον έχουν αποκαλέσει «ροκ σταρ της κλασικής μουσικής», «πανκ ιερέα του πόντιουμ», «αντάρτη του μπαρόκ».
Όλα σωστά και κανένα ακριβές. Τώρα, με την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ανώτερη όλων το καλοκαίρι» (Εκδόσεις Ίκαρος) που κυκλοφορεί από τη Δευτέρα 13 Οκτωβρίου, ο Κουρεντζής επιχειρεί κάτι σχεδόν αδιανόητο: να αποτυπώσει στο χαρτί τη μυσταγωγία και την κρίση της πίστης του. Να γράψει μουσική χωρίς νότες.
Η συλλογή, χωρισμένη σε Κοντάκια, Ήχους και Οίκους, δεν μοιάζει με κανένα γνωστό ποιητικό βιβλίο. Συχνά φέρει ως σημεία στίξης μικρούς σταυρούς που από μακριά μοιάζουν με τεθλασμένα θαυμαστικά. Είναι περισσότερο μια λιτανεία, μια προσωπική λειτουργία γραμμένη από έναν άνθρωπο που πιστεύει πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορεί να παραδεχτεί -και αυτό είναι ήδη πολύ.

Η σάρκα ως προσευχή
Το ύφος είναι αρχαϊκό, αλλά η πρόθεση σύγχρονη· η γλώσσα μετακινείται ανάμεσα στο ελληνικό εκκλησιαστικό ιδίωμα και σε μια υπερμοντέρνα ροή συνειρμών, όπου η πίστη γίνεται σάρκα και η σάρκα προσευχή.
Από τον πρώτο κιόλας τίτλο φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με μια ποιητική θεολογία που δεν χωρά στην τάξη των πραγμάτων. Το καλοκαίρι, αυτή η εποχή του φωτός και της υπερβολής, γίνεται το όνομα μιας γυναίκας, μιας θεότητας, ενός χαμένου σώματος. Κάθε στίχος ανασαίνει σαν μέλος: «Ἀνώτερη ὅλων τὸ καλοκαίρι / μετὰ τὴν ἐκδημία Της / ποὺ νότισε ἡ φανέλα / καὶ ἐβούβαθη / ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄλλο αὐτὸς ὁ κόσμος».
Εδώ η λέξη «εκδημία» που παραπέμπει στον θάνατο, συνυπάρχει με τη «φανέλα» και τον «ιδρώτα». Η γλώσσα του Κουρεντζή συντρίβει τα όρια ανάμεσα στο ιερό και το βέβηλο. Δεν είναι βλασφημία· είναι μια πράξη ακραίας πίστης, που ξέρει πως το θείο μόνο μέσω του σώματος μπορεί να γίνει ορατό. Η ποίηση του μοιάζει με προσευχή που γράφτηκε μέσα στην πρόβα μιας συμφωνίας: κάθε ανάσα ρυθμική, κάθε παύση ένα βλέμμα προς τα πάνω.
Στον πυρήνα αυτής της συλλογής υπάρχει μια θεολογία του θηλυκού. Όχι με τη συμβατική έννοια του έρωτα, αλλά με την ιδέα του θηλυκού ως θείας αρχής, του σώματος που γεννά και θυσιάζεται. Η γυναίκα του Κουρεντζή είναι ταυτόχρονα Παναγία, Ερωμένη και Μούσα· μια υπερφυσική οντότητα που μεταμορφώνει τον κόσμο γύρω της. Η σχέση Μητέρας και Υιού επανέρχεται διαρκώς, σχεδόν εμμονικά: «Μὴν τὸ σῶμα... Μὴν τὸ θῆτα... Μὴν τὸ ν... βουλιάζω…»
Το σώμα ως όργανο πίστης
Η Μητέρα μιλά και ο γιος υπακούει ή αντιστέκεται. Εδώ η σχέση πίστης γίνεται σχέση ενοχής. Το πιο καθημερινό σώμα αποκτά μυστήριο. Ο Κουρεντζής μοιάζει να συνομιλεί με τον Ρίλκε, τον Καβάφη, τον Παζολίνι και τον Νικ Κέιβ την ίδια στιγμή: με όλους όσους κατανόησαν ότι το σώμα είναι το μόνο όργανο πίστης που μας απομένει.
Η δομή των ποιημάτων ακολουθεί την πειθαρχία της μουσικής. Οι επαναλήψεις λειτουργούν σαν ρεφρέν, τα μικρά επιφωνήματα σαν κρεσέντο, οι σιωπές σαν μέτρα ανάπαυσης. Στο ποίημα «Ἂν εἶναι ἡ ἀγάπη» επανέρχεται εμμονικά η ίδια φράση: «Ἂν εἶναι ἡ ἀγάπη / τὸ δάκρυ πρὶν τὸ μᾶτι, / Ἂν εἶναι ἡ ἀγάπη / τὸ φίλ ἐν τῇ λέξει / τῆς δικής σου / στὴ δική μου».
Η επανάληψη δεν είναι στολισμός· είναι αναπνοή. Το ποίημα χτίζει έναν ρυθμό σχεδόν λιτανείας. Είναι σαν να βλέπεις τον Κουρεντζή να διευθύνει μια ορχήστρα από λέξεις: το σώμα του ποιητή λειτουργεί όπως και το σώμα του μαέστρου: ως αγωγός της έντασης.
Κι όμως, πίσω από αυτή τη λειτουργική μεγαλοπρέπεια κρύβεται κάτι βαθιά προσωπικό. Ο Κουρεντζής γράφει σαν να εξομολογείται. Οι «Ήχοι» και τα «Κοντάκια» είναι οι φωνές μιας εσωτερικής μάχης: ανάμεσα στο πιστεύω και στο αμφιβάλλω, στο αγαπώ και στο φοβάμαι. Δεν κρύβεται πίσω από αλληγορίες ο Κουρεντζής· δηλώνει ευθέως το τραύμα, τη μνήμη, την απώλεια. Η πίστη εδώ είναι μια πληγή που δεν κλείνει.

Ο ουρανός, αντί να ανοίγει σπάει
Αυτό που ιντριγκάρει περισσότερο στη συλλογή είναι η απόλυτη ειλικρίνεια της οδύνης. Δεν υπάρχει ίχνος ειρωνείας, μόνο μια αφοπλιστική καθαρότητα. Το θείο, αν υπάρχει, κατοικεί στο πένθος. Στο ποίημα «Ἤχος γʼ» γράφει: «Ἐγὼ τὸν οὐρανὸν πέφτω / ποὺ σπᾶς σὰν μαῦρο τζάμι».
Η εικόνα είναι βίαιη, σχεδόν βλάσφημη: ο ουρανός, αντί να ανοίγει, σπάει. Είναι η στιγμή που η προσευχή καταρρέει κάτω από το ίδιο της το βάρος κι εκεί ακριβώς γεννιέται η ποίηση.
Η «Ανώτερη όλων το καλοκαίρι» είναι ένα βιβλίο χωρίς ειρήνη. Κάθε σελίδα του ανασαίνει μέσα στη σύγκρουση. Ο Κουρεντζής αρνείται να ξεχωρίσει τον μυστικισμό από την αμαρτία. Για εκείνον, το ιερό είναι πάντοτε ατελές, γεμάτο ιδρώτα, πείσμα και σιωπή. Σαν να ζητά συγχώρεση για μια αμαρτία που δεν θυμάται αν διέπραξε.
Η πιο συγκλονιστική στιγμή της συλλογής είναι ίσως το φινάλε, εκεί όπου ο ποιητής ταυτίζει την πίστη με την εξαφάνιση: «Θεράπευσε στὰ χρόνια ὠκεανοὺς / Τότε ἂν μ’ ἀγαποῦσες / Στὰ χρόνια / Ποὺ σὲ παίρνει / Τὸ τραγούδι νὰ χαθεῖς — / Ἀνώτερη ὅλων / τὸ καλοκαίρι». Η αγάπη εδώ δεν είναι λύτρωση αλλά απώλεια· η σωτηρία συντελείται τη στιγμή της εξαφάνισης. Είναι ένα τέλος που μοιάζει με συμφωνία: ο τελευταίος ήχος πριν από τη σιωπή.
Η εμπειρία του φωτός την ώρα που καίγεσαι
Αναπόφευκτα, η ποίηση του Κουρεντζή φέρει μέσα της την ίδια αισθητική ριζοσπαστικότητα που χαρακτηρίζει τη μουσική του. Όπως στις ηχογραφήσεις του με τους musicAeterna, η αυστηρή πειθαρχία συνυπάρχει με την έκρηξη, η λεπτότητα με την οργή. Η γλώσσα του είναι τελετουργική, αλλά η πρόθεση είναι επαναστατική: να δημιουργήσει ένα νέο λεξιλόγιο πίστης για έναν κόσμο που δεν πιστεύει πια.
Υπάρχουν στιγμές που η συλλογή θυμίζει τα ύστερα ποιήματα του Ρίλκε, αλλά πιο εκτεθειμένα, πιο σωματικά. Ο Κουρεντζής δεν παρατηρεί τον Θεό από απόσταση· τον αγγίζει, τον προκαλεί, τον αγαπά. Στην πραγματικότητα, αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι η σωτηρία, αλλά η εμπειρία του φωτός την ώρα που καίγεσαι.
Η επιλογή να ακολουθήσει τη συγκεκριμένη γραφή δεν είναι αισθητικό τέχνασμα· είναι πράξη αυτοπειθαρχίας. Η ποίηση αυτή, όσο παρορμητική κι αν φαίνεται, είναι εξαιρετικά ελεγχόμενη. Κάθε τόνος, κάθε παύση, κάθε επιφωνηματικό «Ἄν» λειτουργεί σαν μουσική οδηγία. Ο Κουρεντζής ξέρει πώς να δημιουργεί σιωπή μέσα στη φράση.
Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο που δεν μοιάζει με καμία σύγχρονη ελληνική ποιητική συλλογή. Κινείται στο μεταίχμιο του θρησκευτικού και του υπαρξιακού, του ερωτικού και του μυστικιστικού. Είναι ένα έργο που μπορεί να συγκριθεί με τo «Ελεγείες του Ντουίνο» του Ρίλκε, όχι ως προς το ύφος, αλλά ως προς τη ριζική του ειλικρίνεια. Και οι δύο μιλούν για τη στιγμή που το ανθρώπινο αγγίζει το υπέρβατο: ο Ρίλκε μέσω του αγγέλου, ο Κουρεντζής μέσω της γυναίκας-καλοκαιριού.
Όποιος περιμένει από τον Κουρεντζή μια χειρονομία θεατρικού ναρκισσισμού, θα απογοητευτεί. Το βιβλίο αυτό είναι γυμνό από επιτήδευση. Κάτω από τη μεγαλοπρέπεια του λόγου υπάρχει ένας άνθρωπος που παραδέχεται την αδυναμία του να προσευχηθεί χωρίς να ποθήσει, να αγαπήσει χωρίς να αμφισβητήσει.

Σαν να πιστεύει ακόμα στην κάθαρση
Ίσως εκεί βρίσκεται και η ουσία της «μελωδικής ανυπακοής» του: στο ότι ο Κουρεντζής αρνείται να υποταχθεί σε οποιονδήποτε ρυθμό δεν είναι δικός του. Η ποίησή του δεν προσφέρει καταφύγιο· προσφέρει το ρίγος της έκθεσης. Είναι η ομολογία ενός ανθρώπου που εξακολουθεί να ψάλλει ακόμη κι όταν έχει χάσει τη φωνή του.
Στον σημερινό πολιτισμό της ψυχρής αποστασιοποίησης, το να διαβάζεις τον Κουρεντζή είναι σαν να βγαίνεις από ένα τούνελ και να σε τυφλώνει ο ήλιος. Η έντασή του, η άρνησή του να ειρωνευτεί, η ακρότητα της πίστης του μοιάζουν εκτός μόδας. Αλλά είναι αυτή ακριβώς η ακρότητα που κάνει τη συλλογή του αληθινή. Σε μια εποχή που όλα ειρωνεύονται τον εαυτό τους, ο Κουρεντζής γράφει σαν να πιστεύει ακόμη στην κάθαρση.
Η ποίηση του, όπως και η μουσική του, είναι μια πράξη αντίστασης απέναντι στη λήθη. Και η φράση «Ανώτερη όλων το καλοκαίρι» δεν είναι απλώς τίτλος· είναι διακήρυξη: πως το φως, όσο κι αν καίει, παραμένει η μόνη μας σωτηρία.
*Η συλλογή «Ανώτερη όλων το καλοκαίρι» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος.