Αν το Χόλιγουντ είναι η βιομηχανία του ψεύδους, η Ντάιαν Κίτον υπήρξε το μοναδικό του ειλικρινές προϊόν. Έκανε καριέρα χωρίς να προσποιηθεί τίποτα, και με αυτόν τον τρόπο, αθόρυβα, το διέλυσε.
Δεν υπήρξε ποτέ σταρ με την κλασική έννοια· ήταν πάντα κάτι πιο ανήσυχο, πιο δύσκολο να περιγραφεί. Ένα μείγμα θάρρους και φόβου, κοριτσίστικης νεύρωσης και ακλόνητης αυτοκυριαρχίας. Όταν πέθανε, στα 79 της, η είδηση πέρασε από τις οθόνες με φωτογραφίες από την Annie Hall να τη συνοδεύουν, αλλά η αλήθεια είναι πως η Ντάιαν Κίτον είχε προ πολλού εγκαταλείψει το πεδίο του κινηματογράφου. Είχε μετακινηθεί αλλού: στην περιοχή της παρατήρησης.
Αυτό που έκανε στη ζωή της, και στις ταινίες της, ήταν το ίδιο: παρατηρούσε. Τους άλλους, τον εαυτό της, το φως πάνω στο τραπέζι, τα πρόσωπα που έφευγαν.
«Η μητέρα μου κρατούσε ημερολόγια· εγώ κρατάω σπίτια. Είναι ο τρόπος μου να θυμάμαι», έλεγε. Η φράση αυτή θα μπορούσε να είναι επιτύμβια: η ζωή της ως κατάλογος ιδιοτήτων, αγορών, απουσιών. Είναι από τις γυναίκες που έκαναν την ευθραυστότητα εργαλείο επιβίωσης, όχι διακόσμηση.
Το κορίτσι που δεν έμαθε να παίζει σωστά
Γεννημένη το 1946, στο Λος Άντζελες, σε μια εποχή που οι γυναίκες εκπαιδεύονταν να είναι διακοσμητικές, η Κίτον μεγάλωσε με μια μητέρα που φωτογράφιζε τα πάντα και έναν πατέρα σιωπηλό, απορροφημένο. Το σπίτι τους ήταν ήσυχο, αλλά όχι γαλήνιο. Αυτή η λεπτή διάσταση -το να μεγαλώνεις μέσα στη σιωπή, να προσπαθείς να φτιάξεις ήχο- διαπερνά όλη τη μετέπειτα παρουσία της.
Όταν βρέθηκε στο Μπρόντγουεϊ, στα τέλη των ’60s, δεν είχε τίποτα από το εξωτερικό περίγραμμα μιας σταρ. Ψηλή, ασυντόνιστη, με ένα είδος έντασης που κανείς δεν ήξερε πώς να τοποθετήσει.
«Δεν είμαι όμορφη, δεν είμαι λαμπερή· είμαι περίεργη. Αλλά νομίζω ότι το ''περίεργο'' είναι ενδιαφέρον», είπε τότε. Ήταν σαν να διατύπωνε ένα μανιφέστο για ολόκληρη τη δεκαετία που θα ερχόταν.
Ο τρόπος που έλεγε «la-di-da»
Το 1977, στο «Annie Hall», είπε τρεις συλλαβές χωρίς σημασία και μετακίνησε τη γλώσσα του κινηματογράφου. La-di-da. Ήταν το αντίθετο της ρητορικής: μια παύση που γινόταν μουσική, μια παραδοχή ότι η γυναίκα δεν χρειάζεται πάντα να έχει κάτι έξυπνο να πει. Το la-di-da ήταν η συνείδηση του χάους, η επιθυμία να μείνεις άνθρωπος μέσα στον θόρυβο.
Ο Γούντι Άλεν της έδωσε σκηνές. Εκείνη του έδωσε πραγματικότητα. Η Annie Hall δεν υπήρξε ποτέ χαρακτήρας: ήταν η Κίτον, απλώς εκτεθειμένη. Η ασυμμετρία της, τα λάθη στη φωνή, η ένταση στις κινήσεις: τίποτα δεν ήταν ρόλος, όλα ήταν υλικό ύπαρξης.
Η σιωπή της Κέι στον «Νονό»
Στον «Νονό», ήταν η γυναίκα που κοιτάζει από το παράθυρο και βλέπει τη βία να γίνεται οικογένεια. Η Κέι Άνταμς ήταν η ηθική συνείδηση του έργου και η Κίτον, η φωνή της ενοχής μιας εποχής. Στη σκηνή όπου η πόρτα κλείνει μπροστά της, ολόκληρος ο αμερικανικός αιώνας κλείνει μαζί της: η γυναίκα μένει έξω, ο άνδρας κυβερνά.
Η Κίτον δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν το έκανε για να σοκάρει, αλλά γιατί δεν πίστεψε στην ασφάλεια των μόνιμων πραγμάτων.
«Πάντα με τραβούσαν οι άντρες που δεν ήθελαν να σωθούν. Ό,τι φοβόμουν, τελικά έγινε η ζωή μου», είχε πει.
Είχε σχέσεις με τον Γούντι Άλεν, τον Αλ Πατσίνο, τον Γουόρεν Μπίτι· σχέσεις σχεδόν μυθικές, αλλά ποτέ οριστικές. Στα 50 της υιοθέτησε δύο παιδιά. «Η μητρότητα ήρθε όταν έπαψα να με ενδιαφέρει αν είμαι ενδιαφέρουσα», είπε με εκείνη την ψυχρή ειλικρίνεια που έκανε το κοινό να γελά και να σωπαίνει ταυτόχρονα.
Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε. Φωτογράφιζε δέντρα, σπίτια, τα χέρια της. Έπινε λευκό κρασί το μεσημέρι, έλεγε. Είχε δηλώσει: «Μου αρέσει να είμαι μόνη. Μόνο τότε είμαι ο εαυτός μου. Δεν θέλω να εξηγώ τίποτα πια». Δεν υπήρχε λύπη στη φράση, μόνο αποδοχή, η σπάνια ηρεμία κάποιου που έχει κουραστεί να προσποιείται ότι επικοινωνεί.
Να υπάρχεις χωρίς να θέλεις να κυριαρχήσεις
Το έργο της Ντάιαν Κίτον δεν ήταν ποτέ εντυπωσιακό. Ήταν διεισδυτικό. Έπαιξε γυναίκες που δεν είχαν βεβαιότητες, που μιλούσαν πριν σκεφτούν, που δεν ήξεραν αν αξίζουν. Η Annie Hall, η Louise Bryant, η Erica Barry - όλες ήταν όψεις της ίδιας ερώτησης: πώς ζει μια γυναίκα μέσα στη δική της αντίφαση;
Η Κίτον έδειξε πως μπορείς να υπάρξεις χωρίς να κυριαρχήσεις. Πως η ευθραυστότητα είναι μορφή δύναμης. Πως η ομορφιά δεν βρίσκεται στην εικόνα, αλλά στην αμηχανία πριν απ’ αυτήν.
Στα εβδομήντα της, όταν οι άλλες σταρ έκαναν τα πάντα για να δείχνουν νεότερες, εκείνη φωτογραφιζόταν με ρυτίδες, με φως χωρίς φίλτρο.
«Δεν φοβάμαι να γεράσω· φοβάμαι να μην έχω κάτι να κάνω το πρωί», είπε. Αυτή η φράση θα μπορούσε να γραφτεί στον τοίχο κάθε στούντιο που έχει χάσει τον προσανατολισμό του.
Στο τέλος, η Κίτον απέδειξε ότι η αμηχανία δεν είναι αντίσταση, αλλά στρατηγική επιβίωσης. Ότι το χιούμορ μπορεί να είναι πιο κοφτερό από την αυτοπεποίθηση. Κι ότι η γυναίκα που γελάει μόνη της στο σκοτάδι δεν είναι τραγική, είναι ελεύθερη.
To μεγαλείο μπορεί να είναι ήσυχο
Με κάθε της βλέμμα, καθυστέρησε το αναπόφευκτο: τη μετατροπή της γυναικείας εμπειρίας σε εμπορικό είδος. Ανήκε σε μια σπάνια κατηγορία καλλιτεχνών που δεν χρειάστηκαν ποτέ την έγκριση του κοινού για να υπάρξουν. Η Αμερική θα τη θυμάται σαν μια Annie Hall που τελικά δεν βρήκε τον δρόμο για το σπίτι, αλλά συνέχισε να περπατά, να μιλά μόνη της, να γελάει με τους περαστικούς.
Και ίσως, αν κάτι έμεινε πίσω της, είναι αυτό: η υπενθύμιση ότι το μεγαλείο μπορεί να είναι ήσυχο. Ότι η χάρη μπορεί να φοράει καπέλο. Και πως, εντέλει, η πιο αληθινή φράση που ειπώθηκε ποτέ στον αμερικανικό κινηματογράφο δεν ήταν σενάριο, αλλά αναστεναγμός: la-di-da.