Η Λάισα Κούπερ και η Τάμρα Ντέιβις, δύο γυναίκες που τον έζησαν από κοντά, μιλούν για την αγάπη, την οργή, τη σιωπή του τέλους του Μπασκιά. Εξηγούν γιατί η Αθήνα τους θυμίζει την παλιά Νέα Υόρκη και απαντούν στο iefimerida πώς θα ήταν σήμερα αν δεν είχε πεθάνει άδοξα στα 27 του χρόνια.
Αν ψάχνατε για ένα βράδυ όπου η Αθήνα θύμιζε τη Νέα Υόρκη του '80, θα το βρίσκατε το βράδυ της Πέμπτης στον Πειραιά. Εκεί, σε ένα κτίριο με φανερή πατίνα συνεργείων και ναυτιλιακής βιομηχανίας, η γκαλερί The Intermission της Άρτεμης Μπαλτογιάννη παρουσιάζει την πρώτη έκθεση του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά στην Ελλάδα. Και δύο από τους ανθρώπους που τον έζησαν –η σκηνοθέτις Τάμρα Ντέιβις και η θρυλική στιλίστρια Λάισα Κούπερ– άναψαν φωτιές με τις αναμνήσεις τους.
Ο Μπασκιά, για εκείνες, δεν ήταν μύθος. Ήταν ρυθμός, οργή και αγάπη. Ήταν αυτός που «δεν σταματούσε ποτέ να δουλεύει» - εκτός από τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του. Και τότε κατάλαβαν ότι κάτι πήγαινε τρομακτικά στραβά.
«Τον είδα λίγο πριν πεθάνει. Δεν ζωγράφιζε. Και πήγα στο ξενοδοχείο μου μετά και έκλαψα», εξομολογήθηκε στο κοινό η σκηνοθέτις Τάμρα Ντέιβις, το φιλμάκι της οποίας για τον Μπασκιά προβλήθηκε μέσα στην παλιά αποθήκη του Πειραιά.
Όταν ο Άντι Γουόρχολ γνώρισε τον Μπασκιά
Η Ντέιβις συνάντησε τον Ζαν Μισέλ Μπασκιά στο Λος Άντζελες: «Ήρθε με μία σακούλα σκουπιδιών, αντί για βαλίτσα. Δεν ήξερε να οδηγεί. Εγώ πήγαινα σχολή κινηματογράφου, εκείνος ήθελε να κάνει ταινίες. Είχαμε κοινό όραμα: να δώσουμε εικόνα σε όσους δεν τους έβλεπε ποτέ ο φακός». Η Λητώ δίπλα μού ψιθυρίζει, με αφορμή την αναφορά στη μαύρη σακούλα, «Βalenciaga, πριν τον Balenciaga».
Η Κούπερ τον πρωτοείδε να χορεύει σε ένα club. «Δεν ήξερα ότι ήταν καλλιτέχνης. Φορούσε περίεργα κοστούμια, εμφανιζόταν και χανόταν. Μέχρι που ο Κιθ Χάρινγκ με πήγε στο στούντιό του. Και τότε είδα την αλήθεια». Εκεί μπήκε στην εικόνα και ο Άντι Γουόρχολ.

«Ο Άντι Γουόρχολ ήταν Θεός», είπε η Τάμρα Ντέιβις με τη σιγουριά της μαρτυρίας. «Όλοι τον λάτρευαν. Ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που έγινε παγκόσμιος σταρ. Εμείς απλώς μέναμε έκθαμβοι.»
Και όταν ο Άντι στράφηκε στον Ζαν-Μισέλ ήταν σαν να άνοιγε ο Παράδεισος. Τον πήρε υπό την προστασία του. Κυκλοφορούσαν παντού μαζί. Ο Μπασκιά μετακόμισε στο σπίτι του Γουόρχολ, στην Great Jones Street. «Ήταν σαν πατρική φιγούρα για εκείνον», θυμάται η Ντέιβις. «Του έδινε συμβουλές, τον βοηθούσε. Είχαν μια πανέμορφη σχέση».
Το σκυλάκι του Γουόρχολ
Όμως η τέχνη, όσο βαθιά κι αν γεννιέται από την αγάπη, μπορεί να γίνει φονική όταν πέσει στα λάθος χέρια.
Όταν οι δυο τους συνεργάστηκαν για μια κοινή έκθεση, ο Μπασκιά πίστευε πως αυτό θα ήταν το διαβατήριό του για την «αληθινή» αποδοχή. Αντίθετα, συνέβη το αντίστροφο: «Ο Τύπος τον κατέστρεψε. Τον αποκάλεσαν σκυλάκι του Γουόρχολ. Είπαν ότι οι πίνακες ήταν ανούσιοι. Κι όμως -αν τους δείτε σήμερα-, είναι αριστουργήματα».
Η πληγή ήταν βαθιά. Ο Μπασκιά δεν του ξαναμίλησε. Κόπηκε κάθε επαφή. «Κι αυτό είναι το πιο θλιβερό», είπε η Ντέιβις. «Ο Άντι ήθελε να συνεχίσουν. Αλλά ο Ζαν έσπασε. Και λίγο μετά… πέθαναν και οι δύο. Με κάτι άλυτο ανάμεσά τους».
Κάποιος από το κοινό αναρωτήθηκε αν ο Γουόρχολ τον εκμεταλλεύτηκε. Η απάντηση ήταν πολύπλευρη. Ίσως. Ίσως και ο Ζαν εκμεταλλεύτηκε τον Άντι. «Αλλά ξέρετε κάτι; Αυτό ήθελε ο Άντι», είπε η Κούπερ. «Ήθελε να είναι μούσα του Ζαν. Ήθελε και εκείνος να έχει μούσα. Αυτός ήταν».
Ο Γουόρχολ, όπως εξήγησε, δεν ήταν μόνο αστέρας των γκαλερί. Ήταν αστέρας του δρόμου. Ήξερε όλους τους καλλιτέχνες. Τους έφερνε κοντά. Ήταν ειρηνοποιός. Παρών σε κάθε έκθεση. «Ήταν στήριγμα για όλους. Όχι μόνο για τον Ζαν». Η σχέση τους ήταν έντονη. Δημιουργική. Ορατή. «Η αγάπη τους φαινόταν», είπε η Κούπερ. «Την έβλεπες. Την ένιωθες. Ήταν αληθινοί».
Και κάπως έτσι, η πιο διάσημη φιλία της downtown Νέας Υόρκης κατέληξε σαν ένας πίνακας του Μπασκιά: πολυεπίπεδη, αφηρημένη, τραυματισμένη, αλλά βαθιά ειλικρινής. Η Κούπερ αναφέρθηκε στον Warhol όχι ως φιγούρα-θεό, αλλά ως υπόγειο ειρηνοποιό. «Πήγαινε σε όλα τα openings. Έφερνε τους καλλιτέχνες κοντά. Ήταν στήριγμα. Ήταν εκεί».
Όμως αυτή η σχέση δεν είχε επίλογο. Μετά την κοινή τους έκθεση, η οποία κατακρεουργήθηκε από τον Τύπο, ο Μπασκιά έκοψε κάθε επικοινωνία. Και λίγα χρόνια μετά, πέθαναν και οι δύο. «Με κάτι άλυτο ανάμεσά τους».
Πού ανήκει η τέχνη; Η απελπισία του Μπασκιά μπροστά στην αγορά
Ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά ξεκίνησε στους δρόμους - με ένα σπρέι, μια λέξη, μια φράση. Ήταν ο Samo, ο «same old shit». Μιλούσε από τους τοίχους.
«Όταν ξεκίνησε ο Ζαν-Μισέλ με το γκράφιτι, ήταν η εποχή που ο δήμαρχος Κοτς είχε κηρύξει πόλεμο σε ό,τι ήταν ''βρώμικο''. Ένας φίλος του, ο Μάικλ Στιούαρτ, δολοφονήθηκε από την αστυνομία επειδή έκανε γκράφιτι. Αυτό τον τσάκισε. Τον ίδιο. Την κοινότητα. Όλους μας. Κυκλοφορούσες με έναν μαρκαδόρο στην τσέπη και μπορούσες να καταλήξεις νεκρός. Ήξερες ότι μπορούσες να πεθάνεις, επειδή ήθελες να πεις κάτι μέσω του τοίχου».
Ο Μπασκιά αναγκάστηκε να πάρει την τέχνη του από τον δρόμο και να τη μεταφέρει στο στούντιο. Και εκεί -απότομα- άρχισε η ανύψωσή του. Αλλά και η προδοσία του.
Η Νέα Υόρκη, που τη δεκαετία του ’70 έμοιαζε με μεταβιομηχανικό ερείπιο, άρχισε να γεμίζει με χρήμα. Η Wall Street φούσκωσε. Το real estate εκτοξεύτηκε. Και ξαφνικά οι λευκοί, ευκατάστατοι συλλέκτες ήθελαν τέχνη στους τοίχους τους. Όχι για το νόημα. Για ντεκόρ.
«Και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί ότι τα έργα του, αυτά που ήταν στους δρόμους για όλους, θα κατέληγαν να κρέμονται σε κάποιο σαλόνι, επειδή ταιριάζουν με τον καναπέ. Αυτό τον διέλυσε. Αυτό δεν ήταν το όραμά του».
Κι έτσι, ο Μπασκιά έβαλε στόχο: τα έργα του να είναι προσβάσιμα σε όλους. Να βρίσκονται σε μουσεία, να τα βλέπουν παιδιά, να εκπαιδεύονται μέσα από αυτά. «Έκανε τεράστια προσπάθεια να περάσει έργα του σε μουσεία. Είχε συλλέκτες που προσπαθούσαν να τα δωρίσουν. Και δεν υπήρχε ούτε ένα μουσείο που να δεχτεί έστω ένα. Ούτε ένα».
Αυτό το «όχι» τον σημάδεψε. Γιατί κατάλαβε ότι η αγορά δεν ήθελε τον καλλιτέχνη. Ήθελε το προϊόν. Ήθελε τον Μπασκιά «με πλαίσιο».
«Σήμερα μιλάμε για NFTs και γελάμε. Αλλά τότε; Ήταν κι αυτό τρέλα. Ήταν εποχή που η τέχνη έγινε χρηματιστηριακός δείκτης. Ήταν μετρητά. Ήταν καναπέδες. Ήταν ήττα».
Αυτός ήταν ο φόβος του. Να μετατραπεί σε εμπορεύσιμο είδωλο. Και αυτό, εν μέρει, συνέβη. Αλλά όχι χωρίς αντίσταση. Γιατί μέχρι το τέλος, ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά ήθελε το έργο του να ανήκει σε όλους. Όχι στους λίγους.
Η Αθήνα σαν «παλιά Νέα Υόρκη» και το γκράφιτι σαν κραυγή
«Κατεβαίνω από το αεροπλάνο, μπαίνω στο ταξί και μπαίνοντας στην Αθήνα λέω στον οδηγό ''σταμάτα"» λέει η Λάισα Κούπερ, αναφερόμενη στην άφιξή της στην Ελλάδα πριν από λίγες μέρες, για την έκθεση στην The Intermission.
«Άνοιξα το παράθυρο. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το γκράφιτι. Άρχισα να τραβάω. Ένα έργο είχε την υπογραφή "the chick". Και τότε έκλαψα. Γιατί κατάλαβα ότι εδώ υπάρχουν νέοι άνθρωποι που διψούν να μιλήσουν. Που παλεύουν. Που ρισκάρουν. Και αυτό… είναι τέχνη».
Αυτό που ένιωσε η Κούπερ στην Αθήνα ήταν κάτι που έχει χαθεί στην καθαρισμένη, εμπορική, ελεγχόμενη Νέα Υόρκη. «Εδώ υπάρχει vibe, υπάρχει ρυθμός, υπάρχει ανάγκη. Στην Αμερική, το καθαρίσαμε, το εξαφανίσαμε. Κι έτσι χαλάσαμε το σύμβολο. Γιατί η τέχνη πρέπει να είναι παντού. Να τη βλέπουν όλοι. Ειδικά τα παιδιά».
Για τις δύο γυναίκες, η Αθήνα ήταν μια εφήμερη επιστροφή. Μια πόλη που τους θύμισε τη «Νέα Υόρκη πριν τη λογοκρισία». Όχι γεωγραφικά. Αλλά συναισθηματικά. Αισθητικά. Πολιτικά.

Τι θα έκανε ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά αν ζούσε;
Τα what if είναι τόσο πολλά; Τι θα γινόταν αν δεν είχε πεθάνει πριν καν κλείσει τα 27 του χρόνια; Τον απασχολούσε το μέλλον του; Πώς θα είχε άραγε εξελιχθεί η τέχνη του, ρωτάω τις δύο στενές φίλες του.
«Νομίζω θα έκανε τα πάντα. Θα ήταν απασχολημένος διαρκώς. Ναι. Θα δημιουργούσε έργα τέχνης και ταινίες, αφού ήθελε να γίνει κινηματογραφιστής. Θα τα έκανε όλα. Και τον φαντάζομαι να ζει σε ένα όμορφο νησί, με σύζυγο και παιδιά. Θα ζούσε τη ζωή του στο έπακρο. Και νομίζω θα είχαμε χιλιάδες και χιλιάδες και χιλιάδες έργα Jean-Michel, γιατί δεν σταματούσε ποτέ. Ποτέ», απαντάει η Ντέιβις.
«Λέει η Ντάρμα πως δεν σταματούσε να δουλεύει. Και είναι αλήθεια. Όποτε ήσουν μαζί του, ζωγράφιζε. Στο τραπέζι, στο σπίτι, παντού. Πάντα ζωγράφιζε», συμφωνεί η Κούπερ. «Τον είδα λίγο πριν πεθάνει, μια-δυο εβδομάδες πριν... και δεν δούλευε. Πήγα να τον δω. Δεν δούλευε. Πήγα στο μαγαζί, τον κάλεσα, δούλευε, και ήταν όλα. Και μετά γύρισα στο ξενοδοχείο και έκλαψα. Ήμουν τόσο αναστατωμένη".
Ο Ζαν-Μισέλ ήξερε. Ήξερε ότι η δουλειά του είναι για το μέλλον. Ήξερε ότι ίσως να μην είναι εκεί να το δει. Αλλά το έκανε έτσι κι αλλιώς. Σε ένα συμφωνούν και οι δύο φίλες του αυτό το ζεστό βράδυ στον Πειραιά:Είχε δίκιο.