"Είσαι το κορίτσι που ήθελε να χορεύει με τους λύκους", της λέω μετά από τη συζήτησή μας. Η Άρτεμις Μπαλτογιάννη που από σήμερα παρουσιάζει την πρώτη έκθεση του Μπασκιά στην Ελλάδα, μιλά για την μυθιστορηματική ζωή της, όσα βιώνει στον συναρπαστικό και σκληρό κόσμο της τέχνης.
Το σπίτι της Άρτεμης Μπαλτογιάννη στο Παλαιό Φάληρο είναι ολόλευκο. Σαν να έχει χτιστεί για να αντανακλά, όχι για να απορροφά. Οι τοίχοι ντυμένοι με τεράστιες βιβλιοθήκες.
Εκεί βρίσκεται και το ίχνος της ιδέας που οδήγησε στην έκθεση με έργα του Ζαν Μισέλ Μπασκιά που παρουσιάζει -όχι σε κάποια εμμονή ή μεγαλοπρέπεια. Ο σκύλος της, ο Μίλτος, περιφέρεται ανήσυχος, γαυγίζοντας. Περιμένει τον Πάνο, τον σύντροφό της, στον οποίο γράφει στίχους για τα τραγούδια του συγκροτήματός του The Page of Cups.
Μοιάζει λίγο σαστισμένη. «Ίσως με πείραξε το σάκε που ήπια χθες», λέει γελώντας, με αυτό το χαρακτηριστικό τεράστιο, φωτεινό χαμόγελό της, που είναι πάντα εκεί. Ακόμα και όταν φτάνουμε στα δύσκολα δεν σβήνει εντελώς. Πάντα εκεί, μαζί με την μεγάλη φλέβα στο μέτωπό της.
Το προηγούμενο βράδυ είχαν ολοκληρωθεί οι τελικές δοκιμές για τα φώτα της έκθεσης με πρώιμα έργα του Μπασκιά που εγκαινιάζεται στις 22 Μαΐου στην γκαλερί της The Intermission στον Πειραιά. Στην οδό Πολυδεύκους. Ανάμεσα στα συνεργεία του λιμανιού, τόσο ταιριαστά με τις πρώτες εξορμήσεις του έφηβου τότε Μπασκιά στους τοίχους της Νέας Υόρκης.

Jean-Michel Basquiat: Untitled, installation shots, photo: Paris Tavitian / Courtesy The Intermission
Τα έργα του έφτασαν στην Ελλάδα σε ένα σημείο που μοιάζει να βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της πόλης, εκεί όπου το φως αντανακλά στις λαμαρίνες και το νερό του λιμανιού, όχι στους καθρέφτες των σαλονιών. «Η Σύλβια (Κούβαλη) άνοιξε πρώτη γκαλερί εδώ. Όταν αποφάσισα να επιστρέψω στην Αθήνα και να δημιουργήσω την Τhe Intermission δεν σκέφτηκα ότι θα ήθελα να είμαι αλλού, πάρα μόνο εδώ. Την πήρα τηλέφωνο και αμέσως μου εξασφάλισε τον χώρο». Πάμε όμως στον Μπασκιά, στην πρώτη έκθεση του στην Ελλάδα.

Ντοριάνο, η The Intermission δεν είναι κανονική γκαλερί
«Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα έκανα έκθεση Μπασκιά. Όταν ξεκίνησα το Τhe Intermission, ήθελα να δείχνω πιο πειραματικούς καλλιτέχνες. Ο Μπασκιά μπορεί να είχε underground χαρακτήρα, όμως είναι καθιερωμένος, είναι ένας μύθος -ακόμα και για όσους δεν ήξεραν καλά την τέχνη του», λέει.
Για χρόνια, απέφευγε καλλιτέχνες που ήδη είχαν χτίσει μεγάλη φήμη. «Ο Πάνος, με τον οποίο είμαστε τέσσερα χρόνια μαζί, μου λέει συχνά "όταν σε γνώρισα, ήσουν το άτομο που δεν θα έκανε ποτέ Μπασκιά"». Γελάμε δυνατά. Κι όμως, τα πράγματα αλλάζουν.

Η ωριμότητα έρχεται μαζί με την επίγνωση ότι η στρατηγική μπορεί να επαναπροσδιοριστεί – ή, όπως λέει: «Μεγαλώνεις. Ωριμάζεις. Και επιχειρηματικά απαιτείται η προσαρμογή. Δεν είναι επιχειρηματικό πρότζεκτ το Intermission, αλλά είναι σημαντικό να έρχεται κόσμος. Από την αρχή ήθελα να φέρω ανθρώπους που δεν έρχονται συνήθως μέσα, όχι να συντηρώ το ήδη υπάρχον κοινό».

Η έκθεση του Μπασκιά δεν ξεκίνησε ως ιδέα, αλλά ως φευγαλέα ματιά. «Καθόμουν να κάνω διαλογισμό – όπως κάθε πρωί- στον καναπέ απέναντι από τη βιβλιοθήκη. Και μια μέρα, όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα τα βιβλία για μια έκθεση του Μπασκιά με κονγκολέζικα αντικείμενα, που είχε οργανώσει η γκαλερί Enrico Navarra. Ήταν εκεί μήνες, μου τα είχε δώσει ο γιος του Ενρίκο, ο Ντοριάνο. Δεν τα είχα ανοίξει καν. Και λέω “ρε συ, τι κάνεις; Είναι απέναντι σου”. Τα άνοιξα και μου άρεσε πάρα πολύ αυτός ο διάλογος, αυτή η έκθεση. Και πρότεινα στον Ντοριάνο να τη φέρουμε.»
Ο Ντοριάνο, ήταν σκεπτικός. «Μου είπε: κοίτα, δεν συνεργάζομαι με γκαλερί. Δουλεύω μόνο με μουσεία. Αλλά του είπα: δεν είμαι κανονική γκαλερί. Θα φιλοξενηθείς εδώ, είναι σαν να κάνεις εσύ την έκθεση. Και κάπως έτσι, δέχτηκε».

Η πιο αγχωτική μέρα της ζωής της περιλαμβάνει τον Μπασκιά και ένα ταξίδι για σερφ στην Αυστραλία
Ακολούθησαν μήνες διαπραγματεύσεων, συναντήσεων και έντασης. Πήγε να τον συναντήσει στο σπίτι του στη Νότια Γαλλία. Όταν έφτασε βρέθηκε σε ένα πάρτι, «ήταν 100 άτομα στην πισίνα. Ήταν σαν σκηνή από ταινία». Αλλά τα έργα, αυτά που θα ερχόντουσαν στον Πειραιά, δεν της τα έδειξαν ποτέ. «Δεν τα διάλεξα εγώ. Δεν τα είχα δει μέχρι το Φεβρουάριο που ήρθε η λίστα με 40 έργα. Και εγώ είμαι controlling τύπος. Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει πρόσκληση χωρίς να την έχω κοιτάξει. Ήταν η πρώτη φορά που δουλεύω έτσι.»
Ενθουσιασμός για τα έργα. Και εκεί ήρθε η καταστροφή. Ο ΦΠΑ. «Για temporary import στην Ελλάδα πρέπει να πληρώσεις 13% επί της αξίας των έργων. Ο πιο φτηνός πίνακας που έχουμε κοστίζει ένα εκατομμύριο. Και αυτά δεν είναι καν προς πώληση. Είναι από τη μόνιμη συλλογή. Εγώ δεν είχα τα χρήματα για να πληρώσω το 13% της αξίας όλων των έργων, καθώς δεν ήρθαν μόνο από την Γαλλία, αλλά από συλλογές σε όλο τον κόσμο». Έχει κάτι από αδρεναλίνη ο τρόπος που η Άρτεμις μας οδηγεί στο κομμάτι της αγοράς και τον logistics πίσω από μία έκθεση.
Όταν έγινε γνωστό το ποσό για τα 40 έργα, βρισκόταν στην Αυστραλία όπου είχε πάει με φίλες της για σερφ. Ένα μήνα πριν τα εγκαίνια «Ήταν η πιο αγχωτική μέρα της ζωής μου. Περίμενα κάτι άλλο προσωπικό την ίδια μέρα για το οποίο πήρα αρνητική απάντηση. Και λίγες ώρες μετά μαθαίνω ότι τα έργα είναι διασκορπισμένα: κάποια στη Γενεύη, άλλα στη Νέα Υόρκη. Παθαίνω εγκεφαλικό».
Η έκθεση που έχει προκαλέσει έναν πυρετό σε φιλότεχνους και μη από την στιγμή που ανακοινώθηκε, κρεμόταν από μια κλωστή. «Είχαμε γράψει ήδη το κείμενο για τα έργα, και έπρεπε να αλλάξουμε όλη τη λίστα. Μέσα σε 24 ώρες. Ευτυχώς, ο Ντοριάνο μας έδωσε νέα έργα πολύ γρήγορα. Μας βοήθησε και η Move Art -είναι άνθρωποι που ξέρουν να λύνουν προβλήματα.»
Το Intermission, αυτό το μικρό κουτί σύγχρονης τέχνης στον Πειραιά, έγινε το σκηνικό μιας παγκόσμιας πρεμιέρας. Με νεύρα, πίεση και δημιουργική εμμονή. «Ήταν σίγουρα η πιο δύσκολη έκθεση που έχω κάνει», παραδέχεται. Και η πιο σπουδαία. Kαι η αρχή μίας νέας υπέροχης εποχής -αλλά μερικά πράγματα είναι πολύ νωρίς για να ανακοινωθούν.

Η ιατρική οικογένεια από τα Γιάννενα, η γέννηση στη Νέα Υόρκη, τα παστέλια της Χρύσας
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, στο Σίρακιους. Upstate. «Ο μπαμπάς μου ήταν πρωτοπόρος στη χρήση laser για τη θεραπεία κονδυλωμάτων και δούλευε εκεί», λέει η Άρτεμη Μπαλτογιάννη, ανοίγοντας τη συζήτηση για μια ζωή που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά σύντομα ρίζωσε στην Ελλάδα με παρανομαστή πάντα το νομαδικό πνεύμα της και κουβαλώντας κάτι από τη διπλή ματιά του ενδιάμεσου.
Η οικογένειά της είχε γερά θεμέλια στην ιατρική: «Όλοι γυναικολόγοι. Ο παππούς μου, ο Τάκης Μπαλτογιάννης, άνοιξε την πρώτη γυναικολογική κλινική στα Γιάννενα. Η γιαγιά μου ήταν μαία. Ο μπαμπάς μου γυναικολόγος. Ο αδερφός μου γυναικολόγος. Και μάλιστα ξαναγόρασε την κλινική του παππού στα Ιωάννινα και χειρουργεί εκεί κάθε Τρίτη».

Η οικογένεια γύρισε στην Ελλάδα όταν εκείνη ήταν περίπου δυο χρονών. Η παιδική της ηλικία πέρασε στη Φιλοθέη. Πήγε σχολείο στο Ζηρίδη και αργότερα στο Κολλέγιο Αθηνών. Ένα παιδί που ζωγράφιζε διαρκώς και δήλωνε από το δημοτικό ότι θα γίνει ζωγράφος.
Η μαμά της ήταν dealer έργων τέχνης. «Με έπαιρνε μαζί της παντού. Επαγγελματικά ραντεβού, εκθέσεις, συλλέκτες. Ήθελα κι εγώ να γίνω καλλιτέχνης. Ζωγράφιζα συνέχεια. Ερχόντουσαν στο σπίτι σημαντικοί καλλιτέχνες, πήγαινα στα στούντιό τους. Θυμάμαι την Χρύσα να μου δίνει πάντα μασούρια με καραμέλες και παστέλια. Η Χρύσα, για μένα, είναι καραμέλα και παστέλι».
Η έφηβη Άρτεμις και τα πρώτα σοκ της τέχνης -όχι καλά απαραίτητα
Τα πρώτα της εικαστικά σοκ τα θυμάται με ακρίβεια: «Πρέπει να ήμουν έξι. Στη Γενεύη, είδα ένα έργο της Pipilotti Rist. Ήταν μια γυναίκα που καιγόταν. Το έβλεπες μέσα από ένα ποτήρι νερού στο πάτωμα. Σοκαρίστηκα.

Μετά θυμάμαι τη φράση “If you can’t take a joke, you can get the fuck out of my house”, το έργο του Christopher Wool που είδα στον Δάκη Ιωάννου. Είχα πάθει σοκ -όχι καλό απαραίτητα». Καθώς μιλάμε πίσω της ένας πίνακας του Henry Curchod, μία έξαψη χρώματος.

“If you can’t take a joke, you can get the fuck out of my house”, το έργο του Christopher Wool
Το 2008 -17 χρονών- φεύγει για σπουδές στο Kent και μετά στο Goldsmiths. «Ξεκίνησα με ζωγραφική. Κάθε μήνα δοκιμάζαμε κάτι άλλο -ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία. Μου άρεσε το furniture design, κάποια στιγμή ασχολήθηκα με τον σχεδιασμό ρούχων. Αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήθελα να γίνω καλλιτέχνης. Δεν ήμουν αρκετά καλή. Και η μοναξιά του στούντιο... δεν με ενδιέφερε. Ήθελα διάλογο, όχι να κυνηγάω το τέλειο κόκκινο για ώρες».
Ο τρόπος που κάνει αυτοκριτική είναι απόλυτος, σκληρός. Δεν χαρίζεται στον εαυτό της, δεν χάνει χρόνο με ασκήσεις αυτοβοήθειας και ανύψωσης του εαυτού. Έτσι στράφηκε στην Ιστορία της Τέχνης. «Το Goldsmiths με πήρε αμέσως και ήταν η πιο καθοριστική εμπειρία της ακαδημαϊκής ζωής μου.»
Ακολούθησε η Νέα Υόρκη, η επιστροφή στην άγνωστη γενέθλια πόλη. «Το 2008 φεύγω για την Αμερική. Πάω στο NYU για να κάνω μεταπτυχιακό στο art business. Δεν ήταν καλή φοιτητική εμπειρία, ούτε ακαδημαϊκά, ούτε η ίδια η Νέα Υόρκη μου ταίριαξε σαν πόλη». Είναι το πρώτο σημάδι ρωγμής, εκεί όπου η αφοσίωση στη μάθηση -που την είχε ανακαλύψει ξανά στο Goldsmiths- αρχίζει να χάνεται κάτω από το βάρος της απόδοσης.
«Τότε ξεκινά και το άγχος. Ήταν ήδη εκεί, προφανώς αλλά στη Νέα Υόρκη άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια».
23 χρονών διευθύντρια σε φημισμένη γκαλερί της Νέας Υόρκης: Το hot stuff της μητρόπολης
Παρόλα αυτά, η επαγγελματική άνοδος ήρθε σχεδόν ακαριαία. Από το internship στον Δάκη Ιωάννου στην Ύδρα, στο να δουλέψει με την Elizabeth Peyton (την σημαντική ζωγράφο της επιθυμίας και της ευαισθησίας, σύγχρονη μινιατουρίστρια του συναισθήματος) και να γνωρίσει τον αιρετικό εικαστικό Matthew Barney. «Σοκ», λέει η Άρτεμις και αυτή η λέξη με τα τρία γράμματα αρκεί για να περιγράψει τα μεγέθη.

Η Peyton της προσφέρει δουλειά παράλληλα με τις σπουδές. Στην πτυχιακή της γράφει για τον Barney. Κι όμως: «Δεν με χωρούσε το δέρμα μου. Δεν ένιωθα ποια είμαι. Ήταν και η ηλικία -όλα ήταν πολύ έντονα. όλα». Και μετά, έρχεται η αδιανόητη προσφορά από τον θρυλικό art dealer Adam Lindemann. Και μέσα σε αυτή τη φούσκα ενδοξότητας και κυριαρχίας, αρχίζει το κεφάλαιο «σύνθλιψη».
«Είμαι 23 ετών. Και ξαφνικά είμαι διευθύντρια σε νέα γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Με θέλουν παντού. Μου κάνουν προσφορές. Με κυνηγάνε». Δεν είναι υπερβολή. «Είμαι hot stuff», λέει με μια ειρωνεία που καλύπτει την κόπωση. «Ήμουν βοηθός έως τότε. Και ξαφνικά βρέθηκα διευθύντρια στην γκαλερί του Άνταμ».
Αλλά οι πόρτες αυτές οδηγούν στο αδιέξοδο. «Αρχίζω και νιώθω τεράστια πίεση να κάνω πωλήσεις. Δεν ήμουν καλή σε αυτό. Δεν ήθελα να κάνω πωλήσεις. Ξυπνούσα νωρίς για γυμναστική. Διάβαζα την εφημερίδα στο μετρό πηγαίνοντας στην γκαλερί. Έτρωγα μπροστά στον υπολογιστή. Δούλευα όλη μέρα. Το βράδυ, πήγαινα σε openings εκθέσεων -πάντα για δουλειά. Ένιωθα σαράντα χρονών».
Ιδρυματοποίηση, τοξικότητα και «ήμουν 23 αλλά ένιωθα 40 χρονών»

Χάνει σιγά σιγά την επαφή με την υπόλοιπη ζωή. «Δεν συναναστρεφόμουν πια με άτομα έξω από αυτό το σύστημα της τέχνης. Ιδρυματοποιήθηκα. Και δεν το κατάλαβα μέχρι να φύγω».
Και εκεί, κάτω από την πρόσοψη της επιτυχίας, αποκαλύπτεται η τοξική πραγματικότητα: «Είναι καλός στο να εντοπίζει ταλέντα ο Άνταμ. Πήρε μια πολύ νέα κοπέλα. Αλλά δεν ήμουν έτοιμη. Και με απέλυσε. Μετά από έναν χρόνο. Μάλιστα συμφωνήσαμε τότε να πούμε ότι ήταν κοινή απόφαση η αποχώρησή μου. Τώρα πια δεν με νοιάζε το λέω», σχολιάζει γελώντας.
«Με είχε πάρει γιατί ήμουν oικονομική, γιατί δεν ήξερα να διαπραγματευτώ. Διπλασίασε το μισθό μου και μου είπε ‘είσαι director’. Δεν ήμουν». Να πάλι αυτή η μοναδική της ικανότητα να βλέπει την ωμή αλήθεια, να πετάει την σάρκα του λαχταριστού φρούτου και να κοιτάζει το ξεραμένο κουκούτσι. Ακόμα και όταν η παρατήρηση αφορά τον ίδιο της τον εαυτό. «Γνώρισα τον πόνο τόσο νωρίς στη ζωή μου, που ήταν αυτός ένας τρόπος να με προστατεύω» μου λέει, όταν της το αναφέρω.

Το άγχος, το burnout, η επιταγή να είσαι η καλύτερη, όλα συσσωρεύτηκαν εκεί. «Τότε δημιουργήθηκε μέσα μου το πρέπει να πετύχω. Δεν το είχα πριν έτσι. Τότε φυτεύτηκε βαθιά».
Η Νέα Υόρκη δεν είναι το τέλος της ιστορίας, αλλά η αρχή της επίγνωσης. Από τη μία, τα φώτα το κορίτσι που όλοι θέλουν να είναι δίπλα του. Από την άλλη, η σιωπή του εαυτού. Ένα τοξικό περιβάλλον, που όμως της αποκάλυψε πόσο αναγκαίο είναι να δημιουργήσεις ένα δικό σου σύστημα φροντίδας. Ένα μονοπάτι, όπως θα το πει, που το χαράζεις ξανά και ξανά -όχι για να φτάσεις κάπου, αλλά για να μη χάσεις τον εαυτό σου στην πορεία. Ψάχνει στη βιβλιοθήκη της. Βρίσκει το βιβλίο "Το Μονοπάτι" των Μάικλ Πιούετ και Κριστίν Γκρος -Λο με διδάγματα της κινέζικης φιλοσοφίας για μια καλύτερη ζωή. Θα επιστρέψουμε σε αυτό όμως…

Ο πόνος που την συνάντησε στα δώδεκά της χρόνια -και που την συνδέει με όσους έχουν λαβωθεί
Μια ζωή που ξεκίνησε ανάμεσα σε δυο ηπείρους, μέσα σε καλλιτεχνικά σαλόνια και χειρουργεία, διασχίζοντας μουσεία και εργαστήρια, για να καταλήξει -όχι σε σταθερότητα- αλλά σε εσωτερικό διάλογο και μια φύση νομαδική. Όπως λέει και η ίδια: «Αν μ’ αρέσει κάτι, παθιάζομαι. Αν όχι, το αφήνω». Κι αυτό είναι, ίσως, το πιο σταθερό της στοιχείο.
Δεν είχε σκοπό να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Είχα στο μυαλό μου να μείνω για πάντα στο L.A.», λέει. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια. «Γνώρισα κάποιον στην Ελλάδα». Κι έτσι έμεινε.
Η απόφαση αυτή, αν και αρχικά προσωπική, άνοιξε ένα παράθυρο για κάτι πιο βαθύ. Μια ενστικτώδη ανάγκη να ριζώσει, έστω και προσωρινά, σε έναν τόπο που κάποτε είχε συνδεθεί όχι μόνο με την καταγωγή, αλλά και με το τραύμα. Όταν μιλά για εκείνα τα χρόνια, δεν υπάρχει ίχνος αυτολύπησης. Αντίθετα, υπάρχει διαύγεια. Αυτογνωσία. Και σχεδόν τρυφερότητα απέναντι στο παρελθόν.
Την ρωτάω αν αισθάνεται λαβωμένη από τη ζωή. «Όχι, αισθάνομαι φοβερά τυχερή όπως έχει εξελιχθεί η ζωή μου και χαρούμενη και ευγνώμων. Αλλά έχω τραβήξει ζόρι σε μικρή ηλικία. Ναι. Πολλά χρόνια σε μικρή ηλικία».
Το σημείο καμπής ήρθε στα δώδεκά της χρόνια, όταν ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα άλλαξε τα πάντα. «Ο μπαμπάς μου έπαθε ένα ατύχημα όταν ήμουν 12. Είναι όλα τα χρόνια άρρωστος από τότε. Είναι ακόμα ζωντανός, αλλά λείπει... Ήταν μέσα στο αυτοκίνητο με τη μαμά μου, και η μαμά μου ζορίστηκε πάρα πολύ». Στο ίδιο διάστημα, ήρθαν αλλεπάλληλες απώλειες.

«Είχα πολλά απώλειες μέσα σε ένα χρόνο. Χάθηκαν όλα. Πέθανε ο παππούς μου και η γιαγιά μου την ίδια χρονιά. Το ίδιο εξάμηνο. “Έχασα” τον μπαμπά μου. Με έναν τρόπο χάθηκε και η μαμά μου για πολλά χρόνια. Δεν υπήρχε τίποτα».
Και μέσα σ’ αυτό το κενό, δημιούργησε κάτι: ένα εσωτερικό σύστημα αυτοπροστασίας. Δεν βασιζόταν πια σε οικογένεια. Ήταν κάτι που έκτισε μόνη της. «Το δημιούργησα. Αυτό μου λέει ο ψυχολόγος μου. Δημιούργησα ένα δικό μου, αυτόνομο σύστημα στήριξης». Η γραφή ήρθε πριν ακόμη ξέρει τι σημαίνει «γράφω». Ήταν η πρώτη της άσκηση επιβίωσης. Όχι τέχνη. Ανάγκη.
Έξι μήνες μόνη, άλλοτε με παρέες, ταξιδεύοντας τον κόσμο για σερφ

«Έτσι άρχισα να γράφω. Χωρίς να το ξέρω. Δεν μου το είπε κανείς. Δεν πήγαινα σε ψυχολόγο. Έγραφα όλα αυτά που αισθανόμουν. Ήταν πάρα πολύ μεγάλα αυτά τα πράγματα για να τα πω σε άλλα παιδιά. Οπότε δεν τα μοιράστηκα με φίλους. Δεν τα μοιράστηκα με κανέναν – εκτός από αυτά τα τετράδια». Τα έχει κρατήσει. Δεν τα έχει ξανανοίξει. Σήμερα ξέρει ότι συχνά οι φίλοι της έχουν αυτό το κοινό μαζί της, έχουν βιώσει πόνο. Άλλα έχουν και χιούμορ, σίγουρα, καλοσύνη.
Αν υπάρχει κάτι σαν λύτρωση, ίσως είναι η απλότητα με την οποία περιγράφει σήμερα την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής της. Όχι με εκλογίκευση, αλλά με εμπειρία. Ίσως και με έναν παράδοξο σεβασμό για εκείνη την εσωτερική κόλαση, που μετέτρεψε σε κάτι δημιουργικό. Ορμητικό. Παλλόμενο για ζωή, αγάπη, τέχνη.
«Μια δεκαπενταετία της ζωής μου ήταν ζόρι. Δηλαδή αυτά που σου έλεγα από τα 12 μέχρι τα 25 δεν ήταν ωραία – μέχρι τα 26». Και όμως, η εικόνα που απομένει στο τέλος δεν είναι εκείνη ενός παιδιού που λύγισε. Είναι εκείνη ενός ανθρώπου που έμαθε να πλέει. Ταξίδευε συνεχώς.
Όταν έφυγε από τη Νέα Υόρκη πήγε για σερφ για έξι μήνες: Νέα Ζηλανδία, Λος Άντζελες, Σρι Λάνκα «εκεί μάλιστα έκανα και δυο πωλήσεις έργων τέχνης!», Ινδία «με κάλεσε η Ευγενία Νιάρχου που είχαμε πρόσφατα γνωριστεί και ήξερε την αγάπη μου για τα ταξίδια. Από τότε είμαστε στενές φίλες». Αυτό το εξάμηνο ήταν σαν μια άνω τελεία. «Δεν έχω ανάγκη τη συνεχή μετακίνηση πια», λέει. «Έχω ανάγκη τη συνεχή κίνηση. Και το meditation». Κάνει κάθε μέρα για 20 λεπτά το πρωί.
Το κορίτσι που ήθελε να χορεύει με τους λύκους, μαζί με τους γονείς της
Αναρωτιέμαι ποια είναι η πρώτη εικόνα που θυμάται στη ζωή της. «Θυμάμαι αυτή την εικόνα από το παλιό μας σπίτι, όταν ήμουν πολύ μικρή, νήπιο ακόμα. Μια λοξή λωρίδα φως έμπαινε από ένα πλάι της πόρτας και έβλεπα έξω. Οι γονείς μου πήγαιναν να δουν την ταινία «Χορεύοντας με τους λύκους». Και τότε είχα καταλάβει ότι πάνε να χορέψουν με τους Λύκους. Δεν είχα καταλάβει ότι πάνε στο σινεμά. Κι εγώ έκλαιγα γοερά γιατί ήθελα να πάω μαζί. Να χορέψω με τους Λύκους».
Η πρώτη μνήμη – μια παρεξήγηση γεμάτη επιθυμία. Δεν είναι απλώς παιδική: είναι μυθική. Εκεί γεννιέται και το πνευματικό της νεύμα. Η ανάγκη για συμμετοχή, για βίωμα, για ένταξη στην ακατανόητη ομορφιά και απειλή του κόσμου. Έκτοτε, δεν σταμάτησε να αναζητά - τους Λύκους, το σωστό κύμα, τον επόμενο σπουδαίο καλλιτέχνη, τα 18 έργα Μπασκιά που κρέμονται στους τοίχους του πρώην συνεργείου στον Πειραιά, το φως που φαίνεται στο πλάι μας πόρτας.

Στην επιφάνεια του κινητού της υπάρχει μια φωτογραφία: Ο Πάνος ανάμεσα σε λεμόνια, μέσα σε μια μπανιέρα. «Είναι από ένα video direction που είχα κάνει για ένα τραγούδι του. Γεμίσαμε την μπανιέρα με λεμόνια». Σκέφτομαι την φράση «όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια, κάνε μια λεμονάδα» που ταιριάζει σε όσα έχτισε, αλλά μου φαίνεται ένα σαχλό κλισέ και δεν της το λέω.
Στην οθόνη του laptop «έχω μια φωτογραφία από τη Lake Louise στον Καναδά. Είχα πάει για ένα σεμινάριο του Eckhart Tolle. Δεν μου άρεσε τόσο πολύ το σεμινάριο, δεν συνδέθηκα με αυτό. Αλλά με τη λίμνη συνδέθηκα φοβερά. Την περπάτησα, έκανα διαλογισμό εκεί. Και ακόμα, αν έχω άγχος, σκέφτομαι αυτή τη λίμνη».

H Lake Louise στον Καναδά
Τη ρωτάω αν υπάρχουν άλλες εικόνες που την καταπραΰνουν όταν έρχεται το άγχος. «Ο Πάνος. Πιo παλιά, η Πάρος -εκεί που έκανα kite. Ακόμα πιο παλιά, η Χαλκιδική. Το μέρος που μεγάλωσα. Αλλά μετά... μετά όλα διαλύθηκαν. Μετά το ατύχημα, ο μπαμπάς μου δεν ήταν πια εκεί. Δεν ήταν πια παρών».
Και μετά, έρχεται το “Go with the flow”. Όχι ως mantra του Instagram, αλλά ως αποδομημένη και επανανοηματοδοτημένη αλήθεια: «Πάντα νόμιζα ότι το go with the flow σημαίνει ‘αφήνομαι σε ένα ποτάμι που με παρασέρνει’. Αλλά όχι. Αυτό το βιβλίο που διαβάζω "Το Μονοπάτι", με έκανε να καταλάβω ότι το flow είναι κάτι άλλο. Δεν είναι παραίτηση. Είναι να φτιάχνεις το μονοπάτι σου καθώς περπατάς. Να το προσαρμόζεις διαρκώς στις συνθήκες. Είναι η ενεργή πλοήγηση. Όχι η παραίτηση».
Στο βάθος όλων αυτών δεν υπάρχει μόνο η φιλοσοφική διάθεση μιας γυναίκας με αυτογνωσία και ενσυναίσθηση. Υπάρχει και κάτι πιο τρυφερό: μια διαρκής συνομιλία με τη μνήμη, το τραύμα και τη χαρά. Από το παιδί που ήθελε να πάει να χορέψει με τους λύκους, στη γυναίκα που διαλογίζεται στη Lake Louise, και από τη μπανιέρα με τα λεμόνια στον χαμηλό φωτισμό του laptop, η ζωή της είναι γεμάτη σκηνές. Σαν μικρές κινηματογραφικές σεκάνς, φτιαγμένες για να τη συγκρατούν ακόμα και όταν διαπραγματεύεται με το Estate του Μπασκιά, όταν κυριαρχεί στο κύμα για να μάθει βγαίνοντας στην στεριά ότι ένας καρχαρίας κυκλοφορούσε εκεί κοντά όσο η ίδια στεκόταν πάνω στη σανίδα της.
Jean-Michel Basquiat: Untitled
Διάρκεια Έκθεσης: 22 Μαΐου – 2 Αυγούστου 2025
Εγκαίνια: Πέμπτη 22 Μαΐου, 6 - 9 μ.μ.
Πολυδεύκους 37 Α , 185 45 Πειραιάς
theintermission.art
Ώρες Λειτουργίας: Τετάρτη - Σάββατο, 12 μ.μ. - 8 μ.μ.