Ένα κόκκινο τρίπτυχο πουλά πριν καν ακουστεί το όνομα του καλλιτέχνη. Ένας Magritte στα 1,6 εκατομμύρια ευρώ, ένας Gormley στις 850.000. Η Frieze London ξαναγίνεται θερμόμετρο της αγοράς, με espresso booth, σαμπάνια, τσάντες Kelly και συλλέκτες σε gallery mode. Ανάμεσά τους, οι The Breeder και Kalfayan φέρνουν την Αθήνα στη σκηνή των πρωταγωνιστών.
Λονδίνο, 14 Oκτωβρίου, μία μέρα πριν ανοίξει για το κοινό η περίφημη φουάρ Frieze, που φέτος παρουσιάζει την 22η διοργάνωσή της. Το Regent’s Park είναι παραδομένο σε εκείνη τη γνωστή υγρασία που ταυτίζεται με την μυρωδιά του φθινοπώρου. Στην είσοδο, το πλήθος περιμένει υπομονετικά κάτω από τα γυμνά δέντρα, μπροστά από την τεράστια λευκή τέντ: γυναίκες με τσάντες Hermès, δρομείς με φλούο σορτσάκια που περνούν γρήγορα μέσα από το πλήθος, σαν να τέμνουν δύο κόσμους: τον ρυθμό της πόλης και τον ρυθμό της αγοράς της τέχνης.
Η Eva Langret, διευθύντρια της Frieze London, κράτησε το περσινό πείραμα: οι νέες γκαλερί τοποθετήθηκαν στην είσοδο, οι «βαριές», τα blue chips, στο βάθος δεξιά. Το απλό αυτό ανακάτεμα αλλάζει ολόκληρη τη γεωγραφία του βλέμματος. Ανακαλύπτεις πριν αναγνωρίσεις. Περπατάς ανάμεσα σε έργα που δεν έχουν ακόμα αποκτήσει τιμή ή φήμη, πριν συναντήσεις τα booth όπου το φως είναι προσεκτικά σκηνοθετημένο και τα έργα τέχνης έχουν ήδη τη δική τους ζωή και δόξα.

Η φετινή Frieze του Λονδίνου δεν είχε φρενίτιδα. Είχε ρυθμό και λιγότερες συμμετέχουσες γκαλερί. Η αγορά αναπνέει ήρεμα χωρίς τις επιδείξεις του παρελθόντος, χωρίς την υπερβολή του 2010. Οι συμφωνίες γίνονται, αλλά με βλέμμα σταθερό, σχεδόν επιστημονικό. Όπως είπε ένας εκθέτης, «φεύγουν οι φούσκες, μένει η ουσία». Η νέα γενιά συλλεκτών έχει μπει δυναμικά στο παιχνίδι, αλλάζοντας το τοπίο, επενδύοντας σε έργα και ονόματα καλλιτεχνών που δεν είναι ήδη ισχυρά ονόματα στο χρηματιστήριο της τέχνης. Δημιουργούν τους νέους σταρ της τέχνης. Φυσικά υπάρχουν πάντα οι μικρές εξαιρέσεις, όπως θα δούμε παρακάτω.
Πωλήσεις και συμπάθεια
Η αγορά κινείται με μετρημένη ταχύτητα. Το λεγόμενο «γλυκό σημείο» των πωλήσεων φέτος βρέθηκε ανάμεσα στα 100.000 και 300.000 δολάρια· εκεί όπου το ενδιαφέρον είναι πραγματικό και οι συλλέκτες αγοράζουν γιατί θέλουν να ζήσουν με το έργο, όχι για να το γυρίσουν στην επόμενη σεζόν.
Παρόλα αυτά, τα μεγάλα ονόματα εξακολουθούν να θέτουν τον τόνο κυρίως στην Frieze Masters: η Hauser & Wirth πούλησε έργο της Gabriele Münter (Der blaue Garten [Mein Gartentor], 1909) για περίπου 3 εκατομμύρια δολάρια, και έναν René Magritte (Le domaine enchanté, 1953) στα 1,6 εκατομμύρια. Η David Zwirner κατέγραψε πωλήσεις του Steven Shearer στα 550.000 δολάρια, του Lucas Arruda γύρω στα 350.000, και του Chris Ofili στα 700.000.
![H Hauser & Wirth πούλησε έργο της Gabriele Münter (Der blaue Garten [Mein Gartentor], 1909) για περίπου 3 εκατομμύρια δολάρια](/sites/default/files/styles/in_article/public/article-images/2025-10/%CE%A3%CF%84%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CC%81%CF%84%CF%85%CF%80%CE%BF%20%CE%BF%CE%B8%CE%BF%CC%81%CE%BD%CE%B7%CF%82%202025-10-21%2C%2010.57.58%E2%80%AF%CF%80%CE%BC.png?itok=BSoOm9P8)
Η White Cube πούλησε ένα γλυπτό του Antony Gormley στις 900.000 δολάρια, ενώ η Thaddaeus Ropac έναν Robert Rauschenberg στα 900.000 δολάρια και δεύτερο έργο του Gormley στις 550.000 δολάρια Πιο χαμηλά, αλλά με εντυπωσιακή κινητικότητα, η Nara Roesler πούλησε έργα του Alberto Pitta στην επιμελητική ενότητα Echoes in the Present στα 10.000–20.000 δολάρια, και η P420 του Shafei Xia στα 5.000–30.000 ευρώ.
Αυτό που αλλάζει είναι η ψυχολογία. Οι συλλέκτες ρωτούν, μαθαίνουν, ακούνε. «Ποιος είναι ο δημιουργός;» γίνεται ξανά ερώτηση, όχι ρητορική.

Στο βάθος της τέντας, στον χώρο D με τους ισχυρούς γκαλερίστες, η Gagosian στήνει έναν μικρό κόσμο. Ίσως το αγαπημένο μου περίπτερο στη φουάρ. Η Lauren Halsey, γεννημένη και εγκατεστημένη στο South Central Los Angeles, έχει μεταφέρει εδώ την πόλη της. Στο κέντρο, μια πινακίδα πλατείας ύψους δύο μέτρων, γεμάτη χρώματα και γραμματοσειρές που παραπέμπουν στις επιγραφές των επιχειρήσεων που ανήκουν σε μαύρους ή λατίνους.
Ολόγυρα, ανάγλυφα πάνελ (protruded engravings, 2022–) ονοματοδοτούν τις γειτονιές, τα κουρεία, τα πάρκινγκ, τους ανθρώπους της κοινότητας. Οι εξωτερικοί τοίχοι καλύπτονται από ταπετσαρίες που υμνούν τη μαύρη εμπειρία σε όλες της τις μορφές: υφές, σώματα, εκφράσεις, λάμψεις, σκιές. «Η δουλειά μου γιορτάζει μια εναλλακτική αφήγηση: ένα South Central LA που είναι ενεργητικό, φιλόξενο, όμορφο», λέει η Halsey. Μοιάζει με δημόσιο μνημείο φαντασίας.

Από την Ακρόπολη στο Regent’s Park
Ανάμεσα στους πρώτους που στάθηκαν μπροστά στο περίπτερο της Jane Lombard Gallery στο Regent’s Park, υπήρχαν πολλοί επισκέπτες που είχαν δει το καλοκαίρι τα έργα του Michael Rakowitz στο Μουσείο της Ακρόπολης. Είχαν περπατήσει ανάμεσα στα ανάγλυφα και στα γυάλινα βάζα με άμπα, και τώρα ήρθαν να τον ξανασυναντήσουν. Αυτό που ξεκίνησε στην Αθήνα ως μια συγκίνηση για την επιστροφή συνεχίζεται στο Λονδίνο ως συνομιλία για τη μνήμη.
Στην Frieze London 2025, τα έργα του μοιάζουν με κιβώτια επιστροφής, πολύχρωμα, εύθραυστα, φτιαγμένα από την ύλη του εμπορίου και της προσφυγιάς. Έχουν την αίσθηση του χειροποίητου μνημείου, μια σχεδόν θρησκευτική ακρίβεια που δεν εξυψώνει αλλά εξιλεώνει.
The Breeder: ανθρώπινο ρεύμα

Στο περίπτερο της ελληνικής The Breeder, ο αέρας αλλάζει θερμοκρασία. Ο Γιώργος Βαμβακίδης το αποκαλεί human fluid -ένα ρεύμα που ενώνει σώματα, έργα και θεατές. Το έργο Perfect Love (2002) της Κυριακής Γονή στήθηκε τότε που το AI μόλις ξεκινούσε να παράγει εικόνες. Έγραφε απλές εντολές: humans in love, a couple holding hands. Ό,τι προέκυπτε δεν ήταν άνθρωποι -ήταν ψηφιακά φαντάσματα: νεαρά ζευγάρια που δεν ξεχωρίζουν, σώματα που λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο, στόματα που πολλαπλασιάζονται, δάχτυλα που δεν ξέρουν σε ποιον ανήκουν.
«Το σύστημα προτιμούσε νέους και όμορφους κι εκεί που οι φιγούρες αγγίζονται, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις πού τελειώνει ο ένας και πού αρχίζει ο άλλος», λέει ο Βαμβακίδης.

Δίπλα, η Γεωργία Σαγρή χτίζει έναν χώρο γύρω από την αναπνοή της: ένα καθιστικό όπου κάθεσαι κυριολεκτικά μέσα στην ανάσα του καλλιτέχνη. Η Μαρία Ιωάννου στη πίσω πλευρά του έργου της Γκόνη επενδύει στο τρόπο που ο καμβάς αποδίδει ένα άγγιγμα, ο Aνδρέας Λόλης απαντά στον Lucio Fontana με το ίδιο εργαλείο: την ανάγκη να σχίσει την επιφάνεια, μόνο που αυτός το κάνει πάνω στο μάρμαρο όχι σε ένα χαρτί. Συγκίνηση προκαλεί το έργο του Κώστα Πανιάρα, από την σειρά με τα βινύλια μια ευθυτενής δημιουργία, λευκή, σαν σήμαντρο που φέρει στη μέση του πτυχώσεις χρυσού. «Φέτος είναι πολύ καλύτερα από τις προηγούμενες χρονιές», μου λέει ο Βαμβακίδης. «Όχι μόνο στις πωλήσεις, αλλά στην ενέργεια. Πιο ήσυχα, πιο καθαρά, σαν να δουλεύεις με λεμόνια και βάρη».

Το βλέμμα που αγοράζει
Στον διάδρομο, δύο κορίτσια κοντοστέκονται μπροστά σε ένα κόκκινο τρίπτυχο. «Πόσο κάνει;» ρωτούν τη γυναίκα της γκαλερί με το μαύρο ταγιέρ. Εκείνη αρχίζει να εξηγεί: όνομα, βιογραφικό, αναφορές. Δεν την ακούν. «Το θέλουμε», λένε ταυτόχρονα. Πωλήθηκε. Έτσι απλά σαν να διάλεγαν φόρεμα. Είναι η στιγμή που η επιθυμία προλαβαίνει τη σκέψη, που το βλέμμα γίνεται νομισματική μονάδα. Παρεμπιπτόντως, το έργο ανήκει στο Κορεάτη Kim Taeng Sang.

Kalfayan: συνέχεια χωρίς νοσταλγία
Η Kalfayan Galleries λειτουργεί σαν νησί σταθερότητας. Παρουσιάζει έργα των Rania Bellou, Βλάσση Κανιάρη, Αντώνη Ντόνεφ, Farida El Gazzar, Γιώργου Ιωάννου, Μαρίας Λοϊζίδου, Άγγελου Μέργη, Πάνου Τσαγκάρη, και των Slavs and Tatars. Είναι μια ενορχήστρωση γενεών: το πολιτικό σώμα του Κανιάρη, η χειρονομία της Bellou, η εύθραστη λυρική υλικότητα της Λοϊζίδου, η ειρωνική γλώσσα των Slavs and Tatars. Καμία νοσταλγία, μόνο συνέχεια.

Η Victoria Miro προσεγγίζει την αυτοπροσωπογραφία ως πεδίο εξερεύνησης. Στο περίπτερο της, η Barbara Walker (το έργο της πουλήθηκε στην Tate), η Celia Paul, η Saskia Colwell και η Wangechi Mutu συνδιαλέγονται με τα ιστορικά έργα της Paula Rego. Η Kudzanai-Violet Hwami και η Chantal Joffe μεταφέρουν τις εκθέσεις τους (Incantations, I Remember) στη Frieze, ενώ ο Grayson Perry παρουσιάζει την ταπισερί του The Story of My Life (2024) – ένα μνημείο αυτοσαρκασμού και εξομολόγησης.

Το τέλος της ημέρας
Κάθε τόσο, μικρά stand με σαμπάνια και espresso Illy ανασαίνουν ανάμεσα στα booth – νησίδες πολυτέλειας μέσα στην ουδέτερη λευκότητα της τέντας. Όταν βγαίνεις από την τέντα, ο ήλιος έχει πέσει πίσω από τα δέντρα του πάρκου και η υγρασία επιστρέφει. Οι δρομείς με τα φλούο σορτσάκια ξαναπερνούν, σαν να μη συνέβη τίποτα.
Η Frieze London 2025 δεν είναι πια το πάρτι της αγοράς, είναι μια τελετουργία ωριμότητας. Η αξία δεν μετριέται μόνο σε δολάρια, αλλά και με τη διάρκεια του βλέμματος. Και η Αθήνα –με τη The Breeder, την Kalfayan, τις αναπνοές της Σαγρή, τις πτυχώσεις του Πανιάρα και τη σκιά του Rakowitz από την Ακρόπολη ως το Regent’s Park– δεν είναι θεατής. Είναι παρούσα.
Φεύγοντας από το Λονδίνο νιώθω ότι δεν νίκησε η έξαψη, αλλά η διάρκεια.
