Με εξαιρετικά θετικό τρόπο έγινε γνωστή η είδηση ότι ο Ανδρέας Αγγελιδάκης με επιμελητή τον Γιώργo Μπεκιράκη θα εκπροσωπήσουν την Ελλάδα στην 61η Μπιενάλε Βενετίας. Τι όμως είναι η εγκατάστασή του που κέρδισε το πράσινο φως από την αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού;
Ο εικαστικός και αρχιτέκτονας Ανδρεάς Αγγελιδάκης με το έργο «Δωμάτιο Απόδρασης\Escape Room», θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Μπιενάλε που εκκινεί στις 9 Μάη και ολοκληρώνεται στις 22 Νοεμβρίου 2026. Γνωρίζοντας τον τρόπο που ο Αγγελιδάκης εγκιβωτίζει – ή μήπως απελευθερώνει από το υπόχωμα- τέχνη σε διαφορετικούς χώρους, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι δημιουργεί για το ελληνικό περίπτερο στους Κήπους της Μπιενάλε της Βενετίας.
Χτισμένο το 1934 το ελληνικό περίπτερο έχει νεοβυζαντινό ρυθμό. Η δομή του κτιρίου είναι ορθογώνια με διαστάσεις 11 x 21 μ., το εσωτερικό του αποτελείται από ενιαίο χώρο, διαμοιρασμένο σε έναν κεντρικό χώρο σε σχήμα Τ και δύο πρόσθετους χώρους με χαμηλότερη οροφή. Η απόφαση ανακοινώθηκε χες στη Διαύγεια, όπως αποκάλυψε το iefimerida και ενόψει ανακοινώσεων ανατρέχουμε στο σκεπτικό των συντελεστών της συμμετοχής. Θυμίζουμε ότι φορέας υλοποίησης του έργου είναι το ΜΟΜus της Θεσσαλονίκης (εθνικός επίτροπος).
Η αλληγορία του Πλατωνικού Σπηλαίου
«Ο Ανδρέας Αγγελιδάκης, με σταθερή παρουσία στην ελληνική και διεθνή καλλιτεχνική σκηνή, αναπτύσσει μια υβριδική και ερευνητική πρακτική που τέμνει την αρχιτεκτονική, την επιτελεστικότητα, τη θεωρία και το ψηφιακό. Η δουλειά του συντίθεται από αφηγήσεις που συχνά υπερβαίνουν γραμμικές χρονικότητες και συμβατικούς διαχωρισμούς μεταξύ φανταστικού και πραγματικού, φυσικού και εικονικού.
Εστιάζοντας σε σύγχρονα ζητήματα ταυτότητας, πολιτιστικής μνήμης και ερμηνείας της ιστορίας, προτείνει ένα εναλλακτικό πλαίσιο κατανόησης της πραγματικότητας μέσα από διαρκείς παραμορφώσεις και ανατροπές της.
Κεντρικός άξονας στην καλλιτεχνική του προσέγγιση είναι το πώς κατασκευάζονται οι αφηγήσεις: ποιοι μηχανισμοί καθορίζουν τι θεωρείται αληθινό ή αυθεντικό και πώς αυτές οι κατασκευές διαπερνούν το βλέμμα μας, τον πολιτισμό και την εμπειρία του εαυτού. Στην εγκατάσταση “Δωμάτιο Απόδρασης” που προτείνει για την 61η Μπιενάλε της Βενετίας, ο Αγγελιδάκης προσεγγίζει την αλληγορία του Πλατωνικού σπηλαίου όχι ως παγιωμένο φιλοσοφικό σχήμα, αλλά ως εργαλείο διερεύνησης της σύγχρονης συνθήκης της ψηφιακής παραίσθησης, της μετα-αλήθειας και της πολιτιστικής κατανάλωσης.
Αντλεί από το φαινόμενο των escape rooms για να φωτίσει τη διασταύρωση του πραγματικού με το εικονικό, σε μια εποχή όπου η επιθυμία για "απόδραση" είναι ενδημική και μετατρέπεται σε προϊόν και εμπειρία. Το έργο φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Όχι με την έννοια της ταύτισης, αλλά της απόστασης. Η παρουσία του γίνεται θέαμα· το βλέμμα του επιστρέφει σε αυτόν μέσα από κυκλώματα ανατροφοδότησης. Η εμπειρία προσομοιάζει με μια "εξωσωματική" συνθήκη, όπου η συνείδηση λειτουργεί σε καθυστέρηση σε σχέση με το σώμα, σαν να ζει κανείς τη ζωή του από απόσταση.
Η αδυναμία της εμπειρίας έξω από το βλέμμα της κάμερας
Ο Αγγελιδάκης δεν σχολιάζει μόνο την ψηφιακή εποχή· σχολιάζει τη συνθήκη του σύγχρονου ανθρώπου ως υποκειμένου παγιδευμένου σε μια εικόνα που διαρκώς καθρεφτίζεται, πολλαπλασιάζεται και καταναλώνεται. Η «αλήθεια» που προτείνει ο καλλιτέχνης δεν είναι μια απόλυτη, μεταφυσική αξία, αλλά μια σκηνοθετημένη συνθήκη που μπορεί να ανατραπεί. Στο έργο αυτό η ιστορία δεν λειτουργεί ως παρελθοντολογική αφήγηση, αλλά ως πεδίο συμβολοποίησης και εργαλείο αποδόμησης.
Ο Αγγελιδάκης αναδεικνύει με σαφήνεια την προβληματική της σύγχρονης οπτικής κουλτούρας: την ταύτιση του αληθινού με την αναπαράσταση, την εξάρτηση του νοήματος από την εικόνα, την αδυναμία της εμπειρίας να υπάρξει έξω από το βλέμμα της κάμερας ή της οθόνης. Παράλληλα, αγγίζει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου να βρει μια διέξοδο από τον ψυχολογικό και πολιτισμικό εγκλωβισμό σε κατασκευασμένες πραγματικότητες.
Η εγκατάσταση λειτουργεί ως χώρος προσομοίωσης και συνάμα σχόλιο για την ίδια την έννοια του "δωματίου απόδρασης": δεν προσφέρει λύσεις, αλλά ερωτήματα που οδηγούν σε αναστοχασμό. Αντί να υποδεικνύει μια «αλήθεια» προς ανακάλυψη, αποκαλύπτει τον μηχανισμό παραγωγής της. Σε αυτό το πλαίσιο, ο θεατής δεν καλείται να λύσει έναν γρίφο, αλλά να αναλογιστεί ποια αφήγηση υπηρετεί».