Πέθανε σε ηλικία 70 ετών ο Μπιορν Αντρέσεν, ο Σουηδός ηθοποιός που έγινε ευρύτερα γνωστός από τη συμμετοχή του στην ταινία του 1971 «Θάνατος στη Βενετία».
Ήταν μόλις 15 ετών όταν ο Λουκίνο Βισκόντι τον επέλεξε για την ταινία που βασίζεται στη νουβέλα του Τόμας Μαν, στην οποία υποδύθηκε τον Τάτζιο, ένα όμορφο αγόρι με το οποίο ένας μεγαλύτερος άνδρας -τον οποίο υποδύεται ο Ντιρκ Μπόγκαρντ- αποκτά εμμονή.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης τον αποκάλεσε τότε «το πιο όμορφο αγόρι στον κόσμο». Ο χαρακτηρισμός αυτός στιγμάτισε τον Αντρέσεν, ο οποίος αργότερα θα μιλούσε για το πώς η αρνητική εμπειρία από τη συνεργασία του με τον Βισκόντι επηρέασε το υπόλοιπο της ζωής του. «Ένιωθα σαν ένα εξωτικό ζώο σε κλουβί», είχε πει στον Guardian το 2003. Τα γυρίσματα της ταινίας, όπως είπε το 2021, «μου κατέστρεψαν τη ζωή αρκετά».
Τον θάνατό του ανακοίνωσαν την Κυριακή οι Kristian Petri και Kristina Lindström, συν-σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ του 2021 για τον ηθοποιό «Το πιο όμορφο αγόρι στον κόσμο». Δεν έγινε γνωστή η αιτία του θανάτου.
Η ιστορία του ηθοποιού Μπιορν Αντρέσεν
Ο Αντρέσεν γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1955. Μετά την αυτοκτονία της μητέρας του όταν ήταν 10 ετών, μεγάλωσε με τη γιαγιά του, η οποία τον ώθησε να ασχοληθεί με την υποκριτική και το μόντελινγκ επειδή «ήθελε μια διασημότητα στην οικογένεια». Η μποέμ μητέρα του δεν του είχε αποκαλύψει ποτέ την ταυτότητα του πατέρα του.
Έτσι, βρέθηκε μπροστά στον Βισκόντι, ο οποίος αναζητούσε απεγνωσμένα την «αγνή ομορφιά» του Τάτζιο σε ολόκληρη την Ευρώπη χωρίς επιτυχία, μέχρι που συνάντησε τον Μπιορν.
Το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του ηθοποιού παρουσιάζει και ένα ασπρόμαυρο υλικό στο οποίο ο 15χρονος Αντρέσεν περνά από οντισιόν τον Φεβρουάριο του 1970, στη Στοκχόλμη, για την ταινία, σε ένα δωμάτιο γεμάτο νεαρά αγόρια και διευθυντές κάστινγκ.
«Πόσων χρόνων είναι; Μεγαλύτερος, σωστά;» ρωτά ο Βισκόντι έναν Σουηδό διευθυντή κάστινγκ, καθώς ο Αντρέσεν ποζάρει με αμηχανία μπροστά τους.
«Ναι, λίγο. Είναι 15» απαντά ο διευθυντής κάστινγκ. «15; Πολύ όμορφος» σχολιάζει ο Βισκόντι. «Μπορείς να του ζητήσεις να γδυθεί;».
Ο Αντρέσεν, εμφανώς ξαφνιασμένος, μένει μόνο με το εσώρουχό του, ενώ ο φωτογράφος απαθανατίζει τη σκηνή και ο ενθουσιασμένος Βισκόντι βρίσκει ακριβώς αυτό που έψαχνε.
Αναφερόμενος στην οντισιόν, ο Αντρέσεν είχε εξομολογηθεί στο Variety: «Όταν μου ζήτησαν να βγάλω το πουκάμισό μου, δεν ένιωθα καλά» [...] «Δεν ήμουν προετοιμασμένος για αυτό. Θυμάμαι όταν με έβαλε να σταθώ με το ένα πόδι στον τοίχο - δεν θα στεκόμουν ποτέ έτσι. Όταν το βλέπω τώρα, καταλαβαίνω πως αυτός ο αλήτης με σεξουαλικοποίησε».
Τελικά, υπέγραψε για τον ρόλο και πήρε 4.000 δολάρια για τη συμμετοχή του στην ταινία. Η ερμηνεία του τον έκανε σταρ από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά η εμπειρία δεν ήταν εντελώς θετική. Ο Βισκόντι τον πήγε σε ένα γκέι νυχτερινό κέντρο διασκέδασης με μια ομάδα ανδρών όταν ήταν μόλις 16 ετών, κάτι που τον έκανε να νιώσει «πολύ άβολα». «Ήξερα ότι δεν μπορούσα να αντιδράσω. Θα ήταν κοινωνική αυτοκτονία. Αλλά ήταν η πρώτη από πολλές τέτοιες συναντήσεις», είχε πει ο Αντρέσεν. «Ο Λουκίνο ήταν ο τύπος του πολιτισμικού αρπακτικού που θα θυσίαζε οτιδήποτε ή οποιονδήποτε για χάρη του έργου» είχε δηλώσει, επίσης, για τον Βισκόντι.
Στην αυτοβιογραφία του το 1983, ο Ντερκ Μπόγκαρντ, που υποδύθηκε έναν μουσικό γοητευμένο από τον νεαρό Πολωνό, περιγράφει τους αυστηρούς κανόνες που είχε επιβάλει ο Βισκόντι στον Αντρέσεν για να «διατηρηθεί η ομορφιά του».
Σύμφωνα με τον Μπόγκαρντ, δεν του επιτρεπόταν «να βγαίνει στον ήλιο, να παίζει ποδόσφαιρο με τους φίλους του, να κολυμπά στη μολυσμένη θάλασσα ή να κάνει οτιδήποτε θα μπορούσε να του προσφέρει έστω και την παραμικρή χαρά».
Ο Αντρέσεν «τα υπέμεινε όλα με αξιοπρέπεια», είχε αποκαλύψει ο Βρετανός ηθοποιός, που έχει φύγει από τη ζωή.
Στη συνέχεια, κατά την πρεμιέρα της ταινίας στο Λονδίνο, παρουσία της βασίλισσας Ελισάβετ και της πριγκίπισσας Άννας, ο Βισκόντι παρουσίασε τον Αντρέσεν ως «το ομορφότερο αγόρι στον κόσμο».
Η φράση αυτή, ως μέρος του μάρκετινγκ, προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον γύρω από τον νεαρό και τον μετέτρεψε εν μιά νυκτί στο πιο περιζήτητο πρόσωπο στον κόσμο.
«Ένιωθα σαν να ήμουν περικυκλωμένος από σμήνη νυχτερίδων. Ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης», έχει δηλώσει ο Αντρέσεν σχετικά με τη φήμη και την προσοχή, για την οποία δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος. «Ήμουν αντικείμενο σεξουαλικής επιθυμίας, θήραμα μεγάλου θηράματος».
Η σεξουαλικότητα του «πιο όμορφου αγοριού»
Αν και το ντοκιμαντέρ του 2021 δεν εμβαθύνει στη σεξουαλικότητα του Μπιορν, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ένιωσε μια σύντομη σύγχυση σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό στα 20 του και είχε μία ομοφυλοφιλική εμπειρία. «Το έκανα περισσότερο για να πω ότι το δοκίμασα, αλλά δεν ήταν του γούστου μου. Δεν ήταν κάτι πιο σοβαρό από αυτό» είχε πει.
Ο Μπιορν είχε αποκαλύψει, επίσης, πως πάντα ένιωθε έλξη προς τις γυναίκες, αλλά δυσκολευόταν να δημιουργήσει σχέσεις καθώς μεγάλωνε. Έχοντας συνηθίσει από νεαρή ηλικία να του δίνουν σημασία με ένα του νεύμα, είχε παραδεχθεί πως ποτέ δεν έμαθε να φλερτάρει πραγματικά.
Μετά τον «Θάνατο στη Βενετία», ο Αντέρσεν πήγε στην Ιαπωνία, όπου η ταινία είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Εκεί, έγινε ποπ σταρ και μοντέλο, εμφανίστηκε σε αρκετές διαφημίσεις και απέκτησε τεράστιο γυναικείο κοινό. Ασχολήθηκε και με τη μουσική και έγινε επιδέξιος πιανίστας, ενώ εμφανίστηκε σε περισσότερες από 30 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, κυρίως στη Σουηδία.
Περιέγραψε την καριέρα του ως «χάος» και ισχυρίστηκε ότι ο Τάτζιο τον στοίχειωνε μέχρι την ενηλικίωση. «Η καριέρα μου ξεκίνησε από την απόλυτη κορυφή και μετά κατρακύλησε», είπε. «Αυτό ήταν μοναχικό». Το 2019 εμφανίστηκε σε έναν μικρό ρόλο στην ταινία τρόμου του Ari Aster, Midsommar, όπου υποδύθηκε έναν ηλικιωμένο άνδρα που χτυπούν το πρόσωπό του με ένα σφυρί ενώ τον θυσιάζουν σε μια παγανιστική τελετή. Ενθουσιασμένος με τον ρόλο, είχε δηλώσει: «Το να σε σκοτώσουν σε μια ταινία τρόμου είναι το όνειρο κάθε αγοριού».
Απέκτησε δύο παιδιά με την πρώην σύζυγό του, την ποιήτρια Σουζάνα Ρομάν: μια κόρη, τη Ρομπίν, και έναν γιο, τον Έλβιν, ο οποίος πέθανε από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου σε ηλικία εννέα μηνών. Ο Αντρέσεν είχε ξαπλώσει δίπλα του στο κρεβάτι αφού είχε πιει, ενώ η σύζυγός του είχε πάει την κόρη τους στον παιδικό σταθμό. Ο θάνατος του παιδιού τον βύθισε στη θλίψη και κατηγόρησε τον εαυτό του για την τραγωδία, λέγοντας ότι ήταν ανεπαρκής πατέρας.
«Η διάγνωσή τους ήταν πως επρόκειτο για το σύνδρομο του αιφνίδιου θανάτου, αλλά η διάγνωσή μου είναι η έλλειψη αγάπης», είχε πει. «Έπεσα στην κατάθλιψη, στο αλκοόλ, στην αυτοκαταστροφή, με όλους τους τρόπους που μπορεί να φανταστεί κανείς».