Γονείς που δεν απλώς στέκονται δίπλα στο παιδί, αλλά κολλούν πάνω του — σωματικά, συναισθηματικά και λειτουργικά — παρεμβαίνοντας σχεδόν σε κάθε μικρή δυσκολία, αβεβαιότητα ή απογοήτευση.
Οι γονείς θέλουν σχεδόν ενστικτωδώς να είναι παρόντες στη ζωή των παιδιών τους. Να τα παρηγορούν, να τα καθοδηγούν, να τα προστατεύουν. Όμως τα τελευταία χρόνια, αυτή η παρουσία φαίνεται συχνά να περνά ένα αόρατο όριο και να μετατρέπεται σε μόνιμη προσκόλληση. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο όρος «γονείς-βέλκρο»: γονείς που δεν απλώς στέκονται δίπλα στο παιδί, αλλά κολλούν πάνω του — σωματικά, συναισθηματικά και λειτουργικά — παρεμβαίνοντας σχεδόν σε κάθε μικρή δυσκολία, αβεβαιότητα ή απογοήτευση.
Σύμφωνα με κλινικούς ψυχολόγους και ειδικούς στην ανάπτυξη του παιδιού, το φαινόμενο δεν πηγάζει από κακή πρόθεση. Αντιθέτως, ξεκινά σχεδόν πάντα από αγάπη, φόβο και την ανάγκη πρόληψης του πόνου. Όπως εξηγεί η κλινική ψυχολόγος Jenny Yip, ο γονέας-βέλκρο δεν παρακολουθεί απλώς από απόσταση — «παραμένει συγχωνευμένος με το παιδί», σκιάζοντας κάθε εμπειρία και επεμβαίνοντας στο πρώτο σημάδι δυσφορίας. Σε αντίθεση με τη λεγόμενη «ελικοπτερό-γονεϊκότητα», εδώ δεν υπάρχει επιτήρηση από ψηλά αλλά διαρκής εγγύτητα, μια σχέση που δυσκολεύεται να χαλαρώσει.
Η ασφαλής προσκόλληση είναι θεμέλιο
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η ασφαλής προσκόλληση είναι θεμέλιο για την ψυχική ανάπτυξη των παιδιών. Τα πρώτα χρόνια της ζωής απαιτούν φροντίδα, ανταπόκριση και σταθερότητα. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν αυτή η εγγύτητα δεν εξελίσσεται όσο το παιδί μεγαλώνει. Όταν ο γονέας συνεχίζει να «σώζει» το παιδί από τη ματαίωση, τη βαρεμάρα, τη σύγκρουση ή το λάθος, τότε το παιδί στερείται πολύτιμες εμπειρίες μάθησης. Όπως σημειώνει η σύμβουλος γονέων Kristene Geering, τα παιδιά χρειάζονται χώρο για να δοκιμάσουν μόνα τους, να αποτύχουν και να ανακάμψουν. Αν ο γονέας δεν απομακρύνεται ποτέ, το παιδί δεν μαθαίνει ποτέ τι μπορεί να καταφέρει χωρίς αυτόν.
Στην άλλη πλευρά της σχέσης βρίσκονται τα λεγόμενα «παιδιά-βέλκρο». Πρόκειται για παιδιά που αναζητούν διαρκώς εγγύτητα και επιβεβαίωση, δυσκολεύονται να αποχωριστούν τον γονέα και βασίζονται σε εκείνον για τη συναισθηματική τους ρύθμιση. Η σύμβουλος Allison McQuaid εξηγεί ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι απαραίτητα παθολογική — ειδικά σε μικρές ηλικίες είναι απολύτως φυσιολογική. Όταν όμως γίνεται κυρίαρχος τρόπος αντιμετώπισης του κόσμου, τότε υποδηλώνει έλλειψη εσωτερικής αυτοπεποίθησης.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι τα παιδιά αυτά δεν είναι «εκ φύσεως εξαρτημένα». Αντιθέτως, μαθαίνουν μέσα από την εμπειρία ότι η εγγύτητα με τον γονέα είναι ο ασφαλέστερος τρόπος διαχείρισης της αβεβαιότητας. Όταν ο γονέας παρεμβαίνει διαρκώς, το μήνυμα που περνά — έστω και άθελά του — είναι ότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος και το παιδί ανίκανο να τα καταφέρει μόνο του.
Παρά τα προβλήματα που δημιουργεί, η γονεϊκότητα-βέλκρο έχει και πλευρές που εξηγούν γιατί είναι τόσο διαδεδομένη. Όπως αναφέρει η παιδοψυχολόγος Ann-Louise Lockhart, οι γονείς αυτοί είναι συνήθως εξαιρετικά στοργικοί, διαθέσιμοι και συναισθηματικά συντονισμένοι. Τα παιδιά τους συχνά νιώθουν αγαπημένα και προστατευμένα — κάτι ιδιαίτερα σημαντικό στα πρώτα χρόνια ζωής. Η στενή σχέση μπορεί αρχικά να ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας και τον δεσμό.
Το πρόβλημα, όμως, εμφανίζεται μακροπρόθεσμα. Όταν η υπερ-εμπλοκή παραμένει καθώς το παιδί μεγαλώνει, περιορίζει την ανάπτυξη της αυτονομίας, της ανθεκτικότητας και της ικανότητας διαχείρισης της απογοήτευσης. Όπως επισημαίνει η Jenny Yip, παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς ευκαιρίες να λύσουν μόνα τους προβλήματα συχνά εμφανίζουν άγχος, εξάρτηση, τελειομανία ή αποφυγή. Αντί να εσωτερικεύσουν το μήνυμα «μπορώ να τα καταφέρω», μαθαίνουν ότι «είμαι ασφαλής μόνο όταν κάποιος άλλος διαχειρίζεται τη ζωή για μένα».
Ορισμένοι ειδικοί μιλούν μάλιστα για σοβαρά αναπτυξιακά κενά. Ο κλινικός ψυχολόγος John Mayer σημειώνει ότι πολλά από αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται αργότερα να κατανοήσουν βασικούς κοινωνικούς κανόνες, να διαχειριστούν συγκρούσεις ή να σταθούν αυτόνομα στην ενήλικη ζωή. Η συνεχής «διάσωση» τα στερεί από την ευκαιρία να χτίσουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και συναισθηματικής αντοχής.
Οι συνέπειες δεν βαραίνουν μόνο τα παιδιά. Η υπερβολική εγγύτητα έχει κόστος και για τους ίδιους τους γονείς. Η Geering επισημαίνει ότι γονείς που δεν παίρνουν ποτέ απόσταση κινδυνεύουν από εξουθένωση. Η έλλειψη προσωπικού χρόνου, η διαρκής εγρήγορση και η ενοχή για κάθε απόπειρα αυτοφροντίδας οδηγούν σε συναισθηματική κόπωση. Η McQuaid προσθέτει ότι πολλοί γονείς αισθάνονται υπερδιεγερμένοι και «κορεσμένοι» από τη συνεχή επαφή, κάτι που τελικά επηρεάζει αρνητικά τη σχέση με το παιδί.
Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν οι οικογένειες που αναγνωρίζουν στον εαυτό τους στοιχεία βέλκρο-γονεϊκότητας; Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η λύση δεν είναι η απότομη αποστασιοποίηση. Η αλλαγή χρειάζεται να είναι σταδιακή και με κατανόηση. Όπως τονίζει η Lockhart, το πρώτο βήμα είναι η παύση: να δώσει ο γονέας στο παιδί την ευκαιρία να δοκιμάσει πριν επέμβει. Να επιτρέψει μικρές αποτυχίες, να προσφέρει περιορισμένες επιλογές και να αναγνωρίσει την προσπάθεια αντί για την εξάρτηση.
Η δημιουργία δομημένων ευκαιριών ανεξαρτησίας είναι επίσης κρίσιμη. Η Yip προτείνει απλές, καθημερινές πρακτικές: να αφήνουν τα παιδιά να ετοιμάζουν μόνα τους την τσάντα τους, να παραγγέλνουν φαγητό, να λύνουν μικρά προβλήματα χωρίς άμεση βοήθεια. Παράλληλα, ο γονέας χρειάζεται να αντέξει τη δική του δυσφορία. Συχνά, όπως επισημαίνει η Lockhart, το άγχος που οδηγεί στην υπερ-εμπλοκή ανήκει περισσότερο στον γονέα παρά στο παιδί.
Σε περιπτώσεις όπου το άγχος είναι έντονο — είτε στον γονέα είτε στο παιδί — η υποστήριξη από ειδικό μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική. Δεν πρόκειται για αποτυχία, αλλά για αναγνώριση ότι η σχέση χρειάζεται επαναρύθμιση.
Στον πυρήνα της συζήτησης βρίσκεται ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος είναι τελικά ο ρόλος του γονέα; Όπως συνοψίζει η Jenny Yip, ο στόχος δεν είναι να εξαλειφθεί κάθε δυσκολία, αλλά να αποτελέσει ο γονέας μια ασφαλή βάση από την οποία το παιδί μπορεί να εξερευνήσει. Όχι μια άγκυρα που το κρατά ακίνητο. Όταν ο γονέας κάνει σταδιακά ένα βήμα πίσω, τα παιδιά — σχεδόν πάντα — κάνουν ένα βήμα μπροστά.