Στις 25 Ιουνίου 2025, συμπληρώθηκαν 16 χρόνια από τον θάνατο του Μάικλ Τζάκσον.
Την ημέρα εκείνη, ο «Βασιλιάς της Ποπ», άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 50 ετών, βυθίζοντας σε θλίψη εκατομμύρια θαυμαστές σε όλο τον κόσμο.
Όταν ο «Βασιλιάς της Ποπ» σίγησε
Ο Μάικλ Τζάκσον κατέρρευσε στο σπίτι του στο Holmby Hills του Λος Άντζελες, όπου διέμενε ενόψει της περιοδείας «This Is I» που είχε ανακοινώσει πανηγυρικά λίγο καιρό πριν. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Ιατρικό Κέντρο του UCLA, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του στις 14:26. Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία και προκάλεσε κυκλοφοριακή συμφόρηση σε μεγάλες ιστοσελίδες, όπως το Twitter, η Wikipedia και το YouTube, που προσωρινά τέθηκαν εκτός λειτουργίας λόγω της αυξημένης επισκεψιμότητας.
Η επίσημη αιτία θανάτου, όπως προέκυψε από την ιατροδικαστική έκθεση, ήταν η οξεία δηλητηρίαση από προποφόλη – ένα ισχυρό αναισθητικό που χρησιμοποιείται σε εγχειρήσεις και το οποίο χορηγήθηκε στον τραγουδιστή για να καταπολεμήσει την αϋπνία. Σε συνδυασμό με βενζοδιαζεπίνες (λοραζεπάμη και μιδαζολάμη), προκάλεσε θανατηφόρα καρδιοαναπνευστική ανακοπή.
Η χρήση της προποφόλης εκτός νοσοκομειακού πλαισίου κρίθηκε ακραία επικίνδυνη. Ο ιατροδικαστής χαρακτήρισε τον θάνατο του Μάικλ Τζάκσον «ανθρωποκτονία».
Ωστόσο, ο θάνατός του δεν έθεσε τέλος στον μύθο του – τον μετέτρεψε σε μύθο ακόμη μεγαλύτερο. Ενδεχομένως και πιο αμφιλεγόμενο.

Τι συμβαίνει με την ταινία «Michael»
Ο Μάικλ Τζάκσον παραμένει μια από τις πιο πολυσυζητημένες μορφές της σύγχρονης μουσικής ιστορίας. Η καλλιτεχνική κληρονομιά που άφησε πίσω του είναι τεράστια – όπως και το διαρκές ενδιαφέρον του κοινού για οτιδήποτε αφορά το όνομά του. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι η επερχόμενη βιογραφική ταινία «Michael» έχει ήδη προκαλέσει διεθνή ανυπομονησία. καθώς υπόσχεται να φωτίσει όχι μόνο την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα, αλλά και τις σκοτεινές και αμφιλεγόμενες πτυχές της ζωής του.
Η πολυαναμενόμενη ταινία αφιερωμένη στον Μάικλ Τζάκσον, αναμενόταν αρχικά να προβληθεί τον Απρίλιο του 2025. Ωστόσο, η ημερομηνία μετατέθηκε για τον Οκτώβριο και, πλέον, όλα δείχνουν πως θα φτάσει στις αίθουσες το 2026. Ο λόγος; Προγραμματισμένα επαναληπτικά γυρίσματα διάρκειας 22 ημερών μέσα στον Ιούνιο – χρόνο αρκετό για την παραγωγή σχεδόν ολόκληρης δεύτερης ταινίας.
Οι τελευταίες εξελίξεις υποδεικνύουν πως η παραγωγή προσανατολίζεται πλέον στο να «σπάσει» το Michael σε δύο μέρη. Το πρώτο θα φτάνει μέχρι περίπου το 1980, δηλαδή πριν την κυκλοφορία του Thriller, τις καταγγελίες για κακοποίηση ανηλίκων το 1993 και τις δικαστικές περιπέτειες που ακολούθησαν. Έτσι, το πρώτο μέρος θα επικεντρώνεται στο ταλέντο, τη δόξα και την εκρηκτική άνοδο του Τζάκσον, αφήνοντας για το μέλλον τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της ζωής του.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αρχική μορφή της ταινίας περιλάμβανε σκηνές με πρόσωπα που είχαν συνάψει εξωδικαστικούς συμβιβασμούς με το ίδρυμα του Τζάκσον, συμφωνώντας ρητά να μην δραματοποιηθεί η υπόθεσή τους. Η συμπερίληψη αυτών των σκηνών οδήγησε σε νομικές εμπλοκές, τις οποίες η παραγωγή προσπαθεί να επιλύσει, με το σενάριο να αναδομείται και το πρώτο μέρος να λειτουργεί ως «ασφαλές» εισαγωγικό επεισόδιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδρυμα Μάικλ Τζάκσον έχει δώσει την έγκρισή του για την παραγωγή, γεγονός που ενισχύει την εντύπωση πως η ταινία θα κινηθεί σε φιλο-Τζάκσον αφήγηση. Επιπλέον, τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενσαρκώνει ο ανιψιός του, Τζααφάρ Τζάκσον – μια επιλογή που, σύμφωνα με πολλούς, δεν προϊδεάζει για μια σκληρή και αντικειμενική απεικόνιση.

Μια ταινία - δύο στρατηγικές αφήγησης
Η διάσπαση της ταινίας σε δύο μέρη μοιάζει με μια στρατηγική που συνδυάζει αφηγηματικό έλεγχο και οικονομικό κέρδος, όπως σημειώνει σε δημοσίευμά του ο Guardian. Παρέχει στους δημιουργούς περισσότερο χρόνο για να αντιμετωπίσουν νομικά ζητήματα που σχετίζονται με την απεικόνιση συγκεκριμένων γεγονότων και προσώπων, ενώ ταυτόχρονα ενδέχεται να αυξήσει τα εμπορικά κέρδη από την κυκλοφορία δύο ταινιών.
Το πρώτο μέρος παρουσιάζεται σαν ένα φιλμ που προωθεί νοσταλγία, έμπνευση και καλλιτεχνική ιδιοφυΐα. Το δεύτερο –αν και παραμένει ασαφές πώς και αν θα ολοκληρωθεί– μπορεί να λειτουργήσει είτε ως «αυτοκριτικός» καθρέφτης, είτε ως διακριτική παράκαμψη των δυσάρεστων πτυχών της ζωής του καλλιτέχνη.