Η βρισιά εμφανίζεται ως ένας άμεσα προσβάσιμος τρόπος για να νιώσει κανείς πιο συγκεντρωμένος, πιο σίγουρος, λιγότερο αποσπασμένος, και τελικά να «το πάει λίγο παραπέρα».
Η βρισιά, όταν ξεστομίζεται στη σωστή στιγμή, δεν είναι μόνο μια στιγμιαία εκτόνωση ή μια κοινωνικά «απαγορευμένη» χειρονομία λόγου. Σύμφωνα με πρόσφατα ευρήματα που παρουσιάζονται σε άρθρο του Popular Science, το βρισίδι μπορεί να συνδέεται με πραγματικά σωματικά και ψυχολογικά οφέλη, από την ενίσχυση της απόδοσης σε απαιτητική άσκηση μέχρι τη βελτίωση της διάθεσης, της αυτοπεποίθησης και της συγκέντρωσης.
Η βασική ιδέα δεν είναι ότι οι βρισιές «μαγικά» κάνουν κάποιον δυνατότερο, αλλά ότι λειτουργούν ως ένα εύκολα διαθέσιμο εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να μην κρατιέται πίσω όταν χρειάζεται να αποδώσει στο μέγιστο.
Η μελέτη των επιδράσεων του βρισίματος
Ο Richard Stephens, ψυχολόγος στο Keele University στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει με τους συνεργάτες του εστιάσει εδώ και χρόνια στη μελέτη των επιδράσεων του βρισίματος, όχι μόνο ως κοινωνικού φαινομένου αλλά και ως μηχανισμού που σχετίζεται με μετρήσιμες επιδόσεις. Ο ίδιος εξηγεί ότι σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι «κρατιούνται» – συνειδητά ή ασυνείδητα – από το να χρησιμοποιήσουν όλη τους τη δύναμη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η βρισιά εμφανίζεται ως ένας άμεσα προσβάσιμος τρόπος για να νιώσει κανείς πιο συγκεντρωμένος, πιο σίγουρος, λιγότερο αποσπασμένος, και τελικά να «το πάει λίγο παραπέρα». Στο άρθρο, αυτή η φράση συμπυκνώνει το πρακτικό νόημα της υπόθεσης: δεν πρόκειται απλώς για εκτόνωση θυμού, αλλά για ένα λεκτικό «κουμπί» που μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση ετοιμότητας και προσοχής.
Η ερευνητική ομάδα του Stephens έχει ήδη παρουσιάσει στο παρελθόν ευρήματα που δείχνουν μια σαφή συσχέτιση ανάμεσα στις «βρόμικες λέξεις» και στην καλύτερη απόδοση σε σωματικές δοκιμασίες. Το άρθρο αναφέρει παραδείγματα από προηγούμενες μελέτες: συμμετέχοντες που έβριζαν είχαν καλύτερη επίδοση σε προκλήσεις όπως το να κρατούν το χέρι τους βυθισμένο σε παγωμένο νερό ή να στηρίζουν το βάρος του σώματός τους σε chair push-ups (έναν τύπο άσκησης όπου χρησιμοποιείται καρέκλα για επαναλήψεις που θυμίζουν βυθίσεις). Ο Stephens χαρακτηρίζει αυτό το εύρημα «καλά επαναλαμβανόμενο» και «αξιόπιστο», δηλαδή όχι αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης δοκιμής αλλά κάτι που έχει αναπαραχθεί σταθερά.
Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι το «πώς». Αν η βρισιά βοηθά, ποιος είναι ο ψυχολογικός μηχανισμός που την κάνει αποτελεσματική; Για να διερευνήσουν ακριβώς αυτό, οι ερευνητές προχώρησαν σε μια νεότερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό American Psychologist. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 192 εθελοντές, οι οποίοι έλαβαν μια συγκεκριμένη οδηγία: να εκφωνούν κάθε δύο δευτερόλεπτα είτε μια βρισιά της επιλογής τους είτε μια ουδέτερη λέξη, ενώ ταυτόχρονα εκτελούσαν chair push-ups. Η δομή του πειράματος είναι βασική για το επιχείρημα, διότι δεν συγκρίνεται απλώς «όποιος βρίζει με όποιον δεν βρίζει» σε χαλαρό περιβάλλον, αλλά σε συνθήκες ελεγχόμενης επανάληψης, ρυθμού και σωματικής κόπωσης.
Αφού ολοκλήρωσαν την άσκηση, οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την ψυχική τους κατάσταση. Το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε ζητήματα που σχετίζονταν με αναστολές και απο-αναστολή (disinhibition), το χιούμορ, την απόσπαση προσοχής, την αυτοπεποίθηση και τη συναισθηματική θετικότητα. Οι ερωτήσεις ήταν επίσης διαμορφωμένες ώστε να μετρηθεί η λεγόμενη «ψυχολογική ροή» (psychological flow): η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ευχάριστα και έντονα προσηλωμένος σε μια δραστηριότητα, με αίσθηση ότι «κουμπώνει» πάνω σε αυτό που κάνει χωρίς να σκορπίζει η προσοχή του.
Τα αποτελέσματα, σύμφωνα με την περιγραφή του άρθρου, ήταν συνεπή με τις προηγούμενες παρατηρήσεις της ομάδας. Όσοι έβριζαν κατά τη διάρκεια της άσκησης κατάφεραν να συνεχίσουν τα chair push-ups για «σημαντικά περισσότερο» χρόνο από όσους επαναλάμβαναν μια ουδέτερη λέξη. Ο Stephens επισημαίνει ότι, σε συνδυασμό με προηγούμενα ευρήματα, οι ερευνητές θεωρούν πως η χρήση μιας κοινωνικά «σημαδεμένης» βρισιάς μπορεί να συνδέεται άμεσα με τις αναφορές των συμμετεχόντων σε μεγαλύτερη ψυχολογική ροή, αυτοπεποίθηση και εστίαση.
Από τη σκοπιά του Stephens, αυτή η εικόνα συμβάλλει και στην εξήγηση του γιατί οι βρισιές είναι τόσο διαδεδομένες. Αν ένα τέτοιο λεκτικό εργαλείο βοηθά τους ανθρώπους να «ανεβάσουν στροφές» σε κρίσιμες στιγμές, τότε η ευκολία χρήσης του γίνεται μέρος της λειτουργικότητάς του. Στο άρθρο αποδίδεται στον Stephens η φράση ότι η βρισιά είναι «κυριολεκτικά» ένα εργαλείο ουδέτερο σε θερμίδες, χωρίς φάρμακα, χαμηλού κόστους και άμεσα διαθέσιμο, όταν κάποιος χρειάζεται μια ώθηση στην απόδοση.
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν επίσης ότι οι πιθανές εφαρμογές του ευρήματος εκτείνονται από τον αθλητισμό έως τη σωματική αποκατάσταση, αλλά και σε καθημερινές αλληλεπιδράσεις όπου απαιτείται «λίγη έξτρα τσαχπινιά» ή θάρρος. Υπό αυτή την οπτική, το βρισίδι θα μπορούσε να θεωρηθεί μια «χαμηλού κόστους, ευρέως προσβάσιμη ψυχολογική παρέμβαση» που βοηθά τα άτομα να μην κρατιούνται πίσω όταν χρειάζεται κορυφαία απόδοση.
Το άρθρο κλείνει πρακτικά: την επόμενη φορά που κάποιος θα βρεθεί μπροστά σε μια ιδιαίτερα επίπονη ή αγχωτική δοκιμασία, μπορεί να αφήσει μια βρισιά να βγει – με την επιφύλαξη ότι ίσως προκαλέσει μερικά σηκωμένα φρύδια. Όμως, όπως υπονοείται, τα πιθανά οφέλη μπορεί να είναι μεγαλύτερα από το κοινωνικό κόστος της στιγμής.