Ο υποσιτισμός ευνοεί την εμφάνιση μιας ξεχωριστής μορφής σακχαρώδους διαβήτη από αυτές που έχουν ήδη κατηγοριοποιηθεί.
Αυτό συμπεραίνουν διεθνείς ειδικοί αυτής της πάθησης σε άρθρο τους που δημοσιεύτηκε σήμερα, υπογραμμίζοντας ότι οι φτωχές χώρες είναι οι πρώτες που αφορά αυτή η μορφή.
«Καλούμε τη διεθνή κοινότητα σακχαρώδους διαβήτη να αναγνωρίσει αυτήν την ιδιαίτερη μορφή της ασθένειας», δηλώνουν οι συντάκτες του άρθρου αυτού που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Lancet Global Health, σύμφωνα με το οποίο υπήρξε συναίνεση γι’αυτό στους κόλπους της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη.
Οι δύο μεγάλες μορφές διαβήτη είναι ο τύπου 1, ή νεανικός διαβήτης, ο οποίος εμφανίζεται σε ανθρώπους νεαρής ηλικίας, και ο τύπου 2, που παρουσιάζεται σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Ο πρώτος που εμφανίζεται με οξύ τρόπο, προέρχεται από έλλειψη ινσουλίνης, ενώ στον δεύτερο, που είναι πιο συνηθισμένος, η ορμόνη αυτή εκκρίνεται κανονικά, αλλά ο οργανισμός παρουσιάζει μικρότερη ευαισθησία σε αυτή.
Η νέα μορφή διαβήτη
Ωστόσο οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι μια διαδεδομένη μορφή διαβήτη δεν εμπίπτει σε αυτούς τους δύο τύπους. Αυτή εμφανίζεται σε νεαρούς ασθενείς, συχνά κάτω των τριάντα ετών, αλλά είναι λιγότερο οξεία από τον διαβήτη τύπου 1, καθώς σε αυτήν υπάρχει μόνον μια ελαττωμένη έκκριση ινσουλίνης.
Επίσης σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου 2, το αυξημένο σωματικό βάρος δεν φαίνεται να συνιστά παράγοντα κινδύνου. Αντιθέτως οι ασθενείς που την εμφανίζουν είναι εν γένει άνθρωποι που υποσιτίζονται ή έχουν κακή διατροφή και το βάρος τους είναι μικρότερο του φυσιολογικού.
«Υπολογίζεται ότι 25 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο προσβάλλονται από αυτόν τον διαβήτη», κυρίως σε φτωχές ή αναπτυσσόμενες χώρες, σημειώνουν οι συντάκτες.
Η άποψη αυτή δεν διατυπώνεται για πρώτη φορά: τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είχε ήδη ταξινομήσει έναν «σακχαρώδη διαβήτη που συνδέεται με τον υποσιτισμό». Ωστόσο είχε ανακαλέσει το 1999, ελλείψει συμφωνίας ανάμεσα στους ειδικούς επί του ζητήματος ότι ο υποσιτισμός είναι ένας επαρκής παράγοντας για να προκαλέσει από μόνος του την εμφάνιση μιας μορφής διαβήτη.
Έκτοτε πολλές μελέτες –στο Μπανγκλαντές, την Αιθιοπία, την Ινδία, την Ινδονησία, τη Νιγηρία, την Ουγκάντα, το Πακιστάν, τη Ρουάντα—έχουν επιβεβαιώσει την ξεχωριστή ύπαρξη ενός μηχανισμού αυτού του είδους, σύμφωνα με τους συντάκτες του άρθρου.
Προς το παρόν δεν είναι γνωστό σε μεγάλο βαθμό ποιες διεργασίες του οργανισμού προκαλούν αυτόν τον διαβήτη, ή ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισής του: η απώλεια βάρους λογικά δεν ενδείκνυται και το αποτέλεσμα των παραδοσιακών θεραπειών με βάση τη μετφορμίνη ή την ινσουλίνη παραμένει αβέβαιο.
Η μάχη κατά αυτού του διαβήτη εξαρτάται κυρίως σε μεγάλο βαθμό από τη διατήρηση και την επίσπευση προγραμμάτων κατά της φτώχειας και της πείνας, ιδίως «αυξάνοντας την πρόσβαση σε απλές τροφές, φθηνές, θρεπτικές και πλούσιες σε πρωτεΐνες», τονίζουν καταλήγοντας οι συντάκτες του άρθρου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ