Ο πλήρης εμβολιασμός κατά της COVID-19 μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης του μετα-COVID συνδρόμου, γνωστό και ως «long COVID», κατά περίπου 27% στον γενικό ενήλικο πληθυσμό.
Αυτό σημειώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), που δημοσίευσε πρόσφατα μία συστηματική ταχεία ανασκόπηση με τίτλο «Μειώνει ο εμβολιασμός για την COVID-19 τον κίνδυνο και τη διάρκεια του long-COVID συνδρόμου;» (Μάρτιος 2025).
Τι λέει ο Σωτήρης Τσιόδρας για το long COVID
Η ανασκόπηση εξετάζει ένα κρίσιμο ερώτημα που αφορά στη διασύνδεση μεταξύ μίας στρατηγικής εμβολιασμού και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην ατομική και τη δημόσια υγεία.
Η προστατευτική επίδραση του εμβολιασμού έναντι της COVID-19 διαπιστώθηκε σε έξι υψηλής ποιότητας μελέτες, παρά τη μεθοδολογική ετερογένεια και τις διαφορές στα κυκλοφορούντα στελέχη του ιού. Αυτά τα ευρήματα εναρμονίζονται με προηγούμενες συστηματικές ανασκοπήσεις (π.χ. Notarte et al., 2022, J Infect Public Health), επιβεβαιώνοντας τα πρόσθετα οφέλη του εμβολιασμού πέρα από την αποτροπή της οξείας νόσου, όπως αναφέρει ο καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων ΕΚΠΑ, Σωτήρης Τσιόδρας, σε άρθρο του στο ενημερωτικό δελτίο του ΕΟΔΥ.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, η αναφορά, ωστόσο, αναδεικνύει κάποια κενά στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια των συμπτωμάτων, τους πληθυσμούς παιδιών και εφήβων και τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα. Επιπλέον, τονίζονται οι μεθοδολογικές προκλήσεις στην έρευνα για το long-COVID όπως οι διαφορές στον ορισμό κρούσματος, η περιορισμένη παρακολούθηση και η έλλειψη ανάλυσης για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες σε πολλές μελέτες. Αυτές δυσχεραίνουν την αξιολόγηση των ευρημάτων, ιδιαίτερα σε ευάλωτες ομάδες όπως οι ομάδες με σημαντικές συννοσηρότητες.
Από την οπτική της δημόσιας υγείας, τα ευρήματα ενισχύουν τη θέση ότι ο εμβολιασμός κατά της COVID-19 λειτουργεί διττά προλαμβάνοντας όχι μόνο τη σοβαρή οξεία νόσο, αλλά και τις επακόλουθες επιπτώσεις όπως το long-COVID σύνδρομο. Σύμφωνα με πολλές επιστημονικές μελέτες, η επίπτωση του συνδρόμου μειώνεται σταδιακά αλλά εξακολουθεί να επηρεάζει ένα σημαντικό ποσοστό των νοσούντων (τουλάχιστον 6% ενώ σε κάποιες μελέτες ξεπερνά και το 20%) και επιβαρύνει το σύστημα υγείας και την οικονομία. Η ενσωμάτωση αυτών των δεδομένων σε προγνωστικά μοντέλα εμβολιαστικής στρατηγικής μπορεί να βελτιώσει τη στοχευμένη πρόληψη, ιδίως σε ενήλικες υψηλού κινδύνου.
Κατά τον κ. Τσιόδρα, πέραν των ανωτέρω, απαιτείται περαιτέρω επένδυση σε μακροχρόνιες, υψηλής ποιότητας μελέτες, που να ακολουθούν σταθερούς ορισμούς κρούσματος για το σύνδρομο long Covid, όπως αυτός που πρόσφατα προτάθηκε από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών (National Academy of Sciences) των ΗΠΑ. Υπάρχουν αρκετές ερευνητικές προκλήσεις σε αυτόν τον τομέα, όπως οι παρακάτω αναφερόμενες:
α) Δεν υπάρχει ενιαίο, τυποποιημένο και ποσοτικά προσδιορισμένο τεστ (μέσω της μέτρησης συγκεκριμένων βιοδεικτών) για την επιβεβαίωση της διάγνωσης του μετά-COVID συνδρόμου.
β) Είναι άγνωστοι, εν πολλοίς, οι υποκείμενοι μηχανισμοί, ενώ οι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την ανάπτυξη και την εξέλιξη του long COVID δεν έχουν πλήρως διερευνηθεί ιδιαίτερα για τα νεότερα στελέχη του ιού SARS-CoV-2 (αναφέρονται, ενδεικτικά, σε παλαιότερα στελέχη, η βαρύτητα της αρχικής λοίμωξης, π.χ. νοσηλεία ή διασωλήνωση, ο μη εμβολιασμός, το γυναικείο φύλο, η μεγάλη ηλικία, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, και η ύπαρξη χρόνιων παθήσεων ή ανοσοκαταστολής).
γ) Υπάρχει έλλειψη σε στρατηγικές έγκαιρης πρόβλεψης και πρόληψης.
δ) Υπάρχει έλλειψη σε στρατηγικές κλινικής διαχείρισης που απαιτούνται για την ανακούφιση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της συνολικής πρόγνωσης.
Η παρούσα μελέτη ανέδειξε πως ο εμβολιασμός αποτελεί ουσιαστικό μέτρο πρόληψης του long COVID. Προοπτικές μελέτες πρέπει να επιβεβαιώσουν αυτά τα οφέλη εξετάζοντας νεότερα στελέχη του ιού και χρησιμοποιώντας ακριβέστερους ορισμούς του συνδρόμου. Τα παρόντα ευρήματα μπορούν να αξιοποιηθούν για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στον εμβολιασμό και για τον σχεδιασμό μελλοντικών παρεμβάσεων.
ΑΠΕ-ΜΠΕ