Οι γενετικές καταβολές της μητέρας φαίνεται πως παίζουν καθοριστικό ρόλο στον προσδιορισμό του σωματικού βάρους των παιδιών, πιθανώς σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνες του πατέρα, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη.
Ερευνητές του University College London (UCL) μελέτησαν την επίδραση του σωματικού βάρους και των γενετικών χαρακτηριστικών των γονέων στο βάρος και τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους από τη γέννηση έως και την ηλικία των 17 ετών.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS Genetics, βασίστηκε σε δεδομένα από 2.621 οικογένειες στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες συμμετέχουν στη «Μελέτη Χιλιετίας» (Millennium Cohort Study), ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα που παρακολουθεί παιδιά γεννημένα το 2001-2002.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν τον Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) των γονέων, το βάρος γέννησης των παιδιών, καθώς και τις διατροφικές τους συνήθειες στις ηλικίες των 3, 5, 7, 11, 14 και 17 ετών. Οι διατροφικές πληροφορίες συλλέχθηκαν μέσω αυτοαναφορών σχετικά με την κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, πρόχειρου φαγητού και ζαχαρούχων ροφημάτων.
Σημαντική καινοτομία της μελέτης αποτέλεσε ο διαχωρισμός μεταξύ των άμεσων γενετικών επιδράσεων (κληρονομούμενων γονιδίων) και των έμμεσων επιδράσεων από μη κληρονομούμενα γονίδια, τα οποία όμως επηρεάζουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει το παιδί, όπως οι συνθήκες στην εγκυμοσύνη ή οι γονικές πρακτικές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, αν και τα γονίδια και των δύο γονέων συμβάλλουν στη διαμόρφωση του BMI του παιδιού, το βάρος της μητέρας σχετίζεται ισχυρότερα με τη μελλοντική σωματική κατάσταση του παιδιού, ακόμη και πέραν της άμεσης γενετικής κληρονομιάς.
Οι ερευνητές κάνουν λόγο για την έννοια της «γενετικής ανατροφής» (genetic nurture), κατά την οποία τα γονίδια των γονιών διαμορφώνουν το περιβάλλον του παιδιού και έτσι επηρεάζουν έμμεσα την υγεία και την ανάπτυξή του.
Ειδικά στην περίπτωση της μητέρας, τα γονίδιά της μπορούν να καθορίσουν το δικό της βάρος, τις διατροφικές της συνήθειες ή ακόμη και τη συμπεριφορά κατά την εγκυμοσύνη, με συνέπειες για την υγεία του παιδιού.
«Η γενετική προδιάθεση της μητέρας επηρεάζει το βάρος του παιδιού»
Όπως εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης, Dr Liam Wright: «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η γενετική προδιάθεση της μητέρας επηρεάζει το βάρος του παιδιού όχι μόνον άμεσα, μέσω των γονιδίων που μεταβιβάζει, αλλά και έμμεσα, διαμορφώνοντας το περιβάλλον στο οποίο το παιδί αναπτύσσεται».
Τα τελευταία στοιχεία του NHS για το 2024 δείχνουν ότι σχεδόν ένα στα τρία παιδιά ηλικίας 2 έως 15 ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο.
Αν και ο Δείκτης Μάζας Σώματος δεν θεωρείται απόλυτα ακριβής δείκτης λιπώδους μάζας, ειδικά στα παιδιά, οι ερευνητές συμπλήρωσαν την ανάλυσή τους με άλλες σχετικές μετρήσεις.
Όπως υπογραμμίζει ο Dr Wright: «Ο στόχος δεν είναι να κατηγορήσουμε τις μητέρες, αλλά να δώσουμε στις οικογένειες τα κατάλληλα εργαλεία για να προάγουν την υγεία των παιδιών τους. Οι στοχευμένες παρεμβάσεις για τη μείωση του BMI των μητέρων -ιδιαίτερα κατά την εγκυμοσύνη- θα μπορούσαν να μειώσουν τη μεταβίβαση της παχυσαρκίας από γενιά σε γενιά».