Η σχέση μεταξύ ποσότητας αλκοόλ και κινδύνου είναι γραμμική: όσο περισσότερο πίνει κανείς τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μικρές ποσότητες δεν είναι επιβλαβείς.
Για δεκαετίες, η ιδέα ότι ένα ποτήρι κρασί την ημέρα «κάνει καλό στην καρδιά» είχε γίνει σχεδόν κοινός τόπος. Οι έρευνες όμως των τελευταίων ετών έρχονται να καταρρίψουν αυτόν τον μύθο: δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ. Και ο λόγος είναι απλός: το αλκοόλ είναι νευροτοξίνη, δηλαδή ουσία που βλάπτει άμεσα τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο BMJ Evidence-Based Medicine από ερευνητές των πανεπιστημίων Oxford, Yale και Cambridge διαπίστωσε ότι ακόμη και η ελάχιστη κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποιο «κατώφλι ασφάλειας» κάτω από το οποίο η κατανάλωση μπορεί να θεωρηθεί ακίνδυνη.
Η σχέση μεταξύ ποσότητας αλκοόλ και κινδύνου είναι γραμμική: όσο περισσότερο πίνει κανείς τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος - αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μικρές ποσότητες δεν είναι επιβλαβείς.
Όχι μόνο μια εθιστική ουσία: βαρύτατα τοξική
Η έρευνα αυτή έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά επιστημονικών δημοσιεύσεων που αναγνωρίζουν πλέον το αλκοόλ όχι απλώς ως εθιστική ουσία, αλλά ως νευροτοξική. Οι μηχανισμοί της βλάβης που προκαλεί στον εγκέφαλο είναι πολλοί και τεκμηριωμένοι.
Το αλκοόλ συμβάλλει στην έλλειψη θειαμίνης (βιταμίνης Β₁), επιταχύνει την παραγωγή τοξικών μεταβολιτών, προκαλεί οξειδωτικό στρες και ενεργοποιεί φλεγμονώδεις οδούς στον εγκέφαλο. Ταυτόχρονα, διαταράσσει τη λειτουργία των γλουταμινικών υποδοχέων (NMDA), οδηγώντας σε υπερδιέγερση των νευρώνων και τελικά σε κυτταρικό θάνατο.
Οι νευροτοξικές επιδράσεις του αλκοόλ είναι ορατές στις απεικονιστικές εξετάσεις: MRI μελέτες σε ανθρώπους δείχνουν συρρίκνωση της γκρίζας ύλης, αλλοίωση της λευκής ύλης και μείωση του συνολικού όγκου του εγκεφάλου ακόμη και σε άτομα που πίνουν «μέτρια».
Πειραματικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι η κατανάλωση αλκοόλ μειώνει τη νευρογένεση -δηλαδή τη δημιουργία νέων νευρικών κυττάρων- και αυξάνει τη φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες στους νευρικούς ιστούς.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως η κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζει την ικανότητα συγκέντρωσης, τη μνήμη και τη γνωστική λειτουργία, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είναι εξαρτημένοι. Ο εγκέφαλος «αντιδρά» στο ποτό από την πρώτη γουλιά. Και αν ορισμένες από τις βλάβες αυτές μπορούν να αναστραφούν με πλήρη αποχή, αρκετές φαίνεται να αφήνουν μόνιμα ίχνη.
Η θέση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι πια ξεκάθαρη: «Δεν υπάρχει επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ που να είναι ασφαλές για την υγεία». Η διατύπωση αυτή δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας - ούτε καν για εκείνο το «ένα ποτηράκι κρασί το βράδυ». Ο λόγος είναι πως οι επιδράσεις του αλκοόλ δεν περιορίζονται στον εγκέφαλο: αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου, καρδιαγγειακών παθήσεων, ηπατικών νόσων και ψυχιατρικών διαταραχών.

Μέσα σε αυτό το νέο επιστημονικό πλαίσιο, η Βρετανίδα δημοσιογράφος Polly Vernon, στο πρόσφατο βιβλίο της How the Female Body Works (Penguin, 2025), επιχειρεί να επανατοποθετήσει τη συζήτηση για το αλκοόλ μέσα από το πρίσμα του γυναικείου σώματος.
Η Vernon, που ερεύνησε εις βάθος τις φυσιολογικές, ορμονικές και νευρολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, αναφέρει πως το γυναικείο σώμα είναι βιολογικά πιο ευάλωτο στην τοξικότητα του αλκοόλ.
Στο βιβλίο και σε σχετικό άρθρο της στον Independent, η Vernon περιγράφει ότι κανένας από τους ειδικούς με τους οποίους μίλησε -νευρολόγους, γυναικολόγους, ερευνητές εθισμού- δεν τη διαβεβαίωσε πως υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης για τις γυναίκες. Αντιθέτως, πολλοί υπογράμμισαν πως η επίδραση του αλκοόλ στο γυναικείο σώμα είναι πιο έντονη και πιο παρατεταμένη.
Ο λόγος είναι ότι οι γυναίκες παράγουν μικρότερες ποσότητες του ενζύμου αλκοολικής αφυδρογονάσης (ADH), που είναι υπεύθυνο για τη διάσπαση του αλκοόλ στο ήπαρ. Αυτό σημαίνει ότι το αλκοόλ παραμένει για περισσότερη ώρα στο αίμα και στον εγκέφαλο, προκαλώντας μεγαλύτερη τοξικότητα.
Η Vernon σημειώνει επίσης ότι οι ορμονικές φάσεις του εμμηνορροϊκού κύκλου επηρεάζουν το πώς αντιδρά ο οργανισμός στο αλκοόλ. Κατά την ωορρηξία, για παράδειγμα, η ευαισθησία του οργανισμού αυξάνεται, και η ίδια ποσότητα αλκοόλ μπορεί να έχει πιο ισχυρή επίδραση. Επιπλέον, κατά την εμμηνόπαυση -όταν τα επίπεδα των οιστρογόνων και του ενζύμου ADH μειώνονται- οι γυναίκες καθίστανται ακόμη πιο εκτεθειμένες στις βλαπτικές συνέπειες του ποτού.
«Η ιδέα του “ένα ποτήρι κρασί το βράδυ για χαλάρωση” μπορεί να φαίνεται αθώα, αλλά για πολλές γυναίκες, ειδικά μετά τα 40, είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός αυτοβλάβης», γράφει χαρακτηριστικά η Vernon.

Η ίδια, όπως αναφέρει, άρχισε να αμφιβάλλει βαθιά για τη σχέση της με το αλκοόλ όσο προχωρούσε η έρευνα για το βιβλίο.
«Όλοι οι ειδικοί που συνάντησα μού είπαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το ίδιο πράγμα: το αλκοόλ είναι νευροτοξίνη - δεν υπάρχει “λίγο” ασφαλές δηλητήριο», δηλώνει στο Independent. Η παραδοχή αυτή, αν και δυσάρεστη, αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη επιστημονική συναίνεση.
Ακόμη και στατιστικά, η κατανάλωση αλκοόλ από γυναίκες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με τους ερευνητές να προειδοποιούν ότι η πολιτισμική εξοικείωση με το ποτό -ως μέσο χαλάρωσης ή κοινωνικής αποδοχής- κρύβει σοβαρούς κινδύνους.
Οι επιπτώσεις του αλκοόλ δεν είναι πάντα εμφανείς άμεσα: μπορεί να εκδηλωθούν ως χρόνια κόπωση, ήπιες γνωστικές διαταραχές ή μεταβολές στη διάθεση που ερμηνεύονται λανθασμένα ως «στρες» ή «κακή ψυχολογία».
Η σύγχρονη επιστημονική γραμμή είναι, λοιπόν, καθαρή: δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ. Η αποχή ή ο δραστικός περιορισμός του είναι η μόνη στρατηγική που προστατεύει τον εγκέφαλο και το σώμα. Οι ειδικοί προτείνουν να αλλάξουμε το πλαίσιο της συζήτησης - όχι πια «να πίνουμε λιγότερο», αλλά «να μην πίνουμε καθόλου όταν μπορούμε να το αποφύγουμε».
Το αλκοόλ παραμένει κοινωνικά αποδεκτό, συνδεδεμένο με τη διασκέδαση και τη χαλάρωση. Ωστόσο, η νέα γενιά επιστημονικών δεδομένων αποκαλύπτει μια πιο σκληρή αλήθεια: κάθε ποτήρι που πίνουμε, ανεξαρτήτως ποσότητας ή συχνότητας, αφήνει ένα ίχνος τοξικότητας στον εγκέφαλο. Και ίσως αυτή η γνώση να είναι η αρχή μιας βαθύτερης πολιτισμικής αλλαγής - όχι απέναντι στην απόλαυση, αλλά απέναντι στην αυταπάτη της «μέτριας» ασφάλειας.