Επιστήμονες αναπτύσσουν το πρώτο ακριβές τεστ αίματος για το σύνδρομο χρόνιας κούρασης.
Μια σημαντική έρευνα στον χώρο της ιατρικής επιστήμης και συγκεκριμένα διάγνωσης φαίνεται να φέρνει ελπίδα σε χιλιάδες ασθενείς που πάσχουν από τη μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, γνωστή και ως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (ME/CFS). Για πρώτη φορά, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας (UEA) σε συνεργασία με την εταιρεία Oxford Biodynamics (OBD) ανακοίνωσαν την ανάπτυξη ενός «ακριβούς τεστ αίματος» που φέρεται να μπορεί να ανιχνεύσει τη νόσο.
Η ασθένεια της χρόνιας κούρασης
Μέχρι σήμερα, η διάγνωση του ME/CFS βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αξιολόγηση των συμπτωμάτων, καθώς δεν υπήρχε κάποιο αντικειμενικό βιολογικό τεστ. Αυτό σήμαινε ότι πολλοί ασθενείς περνούσαν χρόνια χωρίς επίσημη διάγνωση ή λάμβαναν λανθασμένες εκτιμήσεις για την κατάσταση της υγείας τους.
Σε αρκετές περιπτώσεις, οι πάσχοντες κατηγορούνταν ότι «υπερβάλλουν» ή ότι η πάθησή τους είναι «ψυχολογική», σύμφωνα με δημοσίευμα της Guardian.
Στη μελέτη εξετάστηκαν δείγματα από 47 ασθενείς με σοβαρή μορφή ME/CFS και από 61 υγιείς ενήλικες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε ένα μοναδικό μοτίβο στο επιγενετικό προφίλ των ασθενών που δεν παρατηρήθηκε στους υγιείς. Αυτό το μοτίβο αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη του νέου τεστ αίματος.
Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αποτελέσματα στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Translational Medicine, το τεστ ανιχνεύει με πολύ μεγάλη ακρίβεια την πάθηση στους περισσότερους ασθενείς, εξασφαλίζοντας ότι σπάνια θα δώσει ψευδώς θετικά αποτελέσματα σε υγιή άτομα.
Ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Dmitry Pshezhetskiy, τόνισε: «Για πρώτη φορά έχουμε μια απλή εξέταση αίματος που μπορεί να αναγνωρίσει αξιόπιστα το ME/CFS. Αυτό μπορεί να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο διαγιγνώσκουμε και διαχειριζόμαστε αυτήν την περίπλοκη και συχνά εξουθενωτική ασθένεια».
Σημασία για τους ασθενείς
Η ME/CFS είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από ακραία κόπωση, καθώς και από νευρολογικά, γνωστικά και σωματικά συμπτώματα. Η ποιότητα ζωής των ασθενών επηρεάζεται σοβαρά, με πολλούς να αδυνατούν να εργαστούν ή ακόμη και να επιτελέσουν βασικές καθημερινές δραστηριότητες.
Η ύπαρξη ενός αξιόπιστου διαγνωστικού εργαλείου θα μπορούσε να βοηθήσει στην έγκαιρη διάγνωση, στη μείωση της αβεβαιότητας και στην αποφυγή λανθασμένων θεραπειών. Επίσης, θα έδινε στους ασθενείς μια σαφή επιβεβαίωση της κατάστασής τους, προσφέροντας αναγνώριση και πρόσβαση σε καλύτερη ιατρική και κοινωνική υποστήριξη.
Παρά τον ενθουσιασμό, πολλοί ειδικοί προειδοποιούν ότι η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Ο δρ Charles Shepherd, ιατρικός σύμβουλος της Ένωσης ME, τόνισε ότι χρειάζεται να διαπιστωθεί αν το τεστ μπορεί να ανιχνεύσει αξιόπιστα την πάθηση όχι μόνο σε σοβαρά περιστατικά, αλλά και σε ασθενείς με ηπιότερες μορφές ή σε πρώιμα στάδια της νόσου.
Επιπλέον, πρέπει να αποδειχθεί ότι το μοτίβο που ανιχνεύει το τεστ δεν εμφανίζεται σε άλλες χρόνιες ή αυτοάνοσες παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα, ώστε να διασφαλιστεί ότι πρόκειται όντως για δείκτη ειδικό για το ME/CFS.