Μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Άλαν Σίνκλεαρ ελπίζει ότι ίσως, κάποτε, η τεχνολογία θα καταφέρει να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Ίσως θα μπορέσουν να ξαναπιάσουν τα χέρια τους και να δουν τηλεόραση μαζί στο σαλόνι τους, όπως πριν.
Η παρακάτω άκρως συγκινητική ιστορία του ζευγαριού ξεκινά ειρηνικά, σχεδόν τρυφερά, πολύ πριν η έννοια της αιωνιότητας μπει ανάμεσά τους σαν απρόσκλητος επισκέπτης. Ο Άλαν και η Σίλβια Σινκλέαρ είχαν περάσει περισσότερα από σαράντα χρόνια μαζί· τέσσερα παιδιά, οκτώ εγγόνια, κοινές δουλειές, φροντίδα ηλικιωμένων, μια ζωή που χτίστηκε με μικρές χειρονομίες και μεγάλες αφοσιώσεις.
Στο σπίτι τους στη Σάσεξ, κοντά στους λευκούς γκρεμούς που πέφτουν απότομα στη Μάγχη, είχαν καταλήξει σε μια ήρεμη, σχεδόν ποιητική καθημερινότητα. Ήταν το είδος του ζευγαριού που γνωρίζει ο ένας τον άλλον τόσο καλά, ώστε οι σιωπές τους έχουν γίνει διάλογος. Κι έπειτα, μέσα σε λίγες εβδομάδες, όλα τελείωσαν.
Μια είδηση σαν κεραυνός εν αιθρία
Η Σύλβια ήταν 66 ετών, «ακμαία σαν ραπανάκι» όπως έλεγε ο Άλαν, ώσπου μια διάγνωση επιθετικού καρκίνου του πνεύμονα έπεσε πάνω τους σαν κεραυνός. Η πτώση της ήταν τόσο απότομη που η οικογένεια δεν πρόλαβε καν να προετοιμαστεί. Η γυναίκα που είχε μαγειρέψει για τόσες Κυριακές, που είχε αγκαλιάσει τα εγγόνια της, που είχε μοιραστεί μια ζωή ολόκληρη με τον άντρα της, έσβησε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Κι όμως, τη στιγμή που η οικογένεια βυθιζόταν στο σοκ και στη θλίψη, μια άλλη ομάδα ανθρώπων στεκόταν σιωπηλά στο διπλανό δωμάτιο, περιμένοντας το τέλος για να αρχίσει τη δική της διαδικασία.
Περισσότερο χρόνο
Η Σύλβια δεν πίστευε στον Θεό. Πίστευε όμως ότι η τεχνολογία, κάπου μέσα στα επόμενα χρόνια ή αιώνες, μπορεί να της δώσει πίσω κάτι που ο θάνατος της στερεί απότομα: χρόνο. Περισσότερο χρόνο με τον Άλαν, την οικογένειά της, ίσως και με έναν κόσμο που θα έχει αλλάξει αδιανόητα. Ήταν cryonicist, δηλαδή οπαδός της κρυογονικής. Και είχε δώσει εντολή: μόλις πεθάνει, το σώμα της να μπει αμέσως στη διαδικασία κατάψυξης.
Έτσι, στις 4 το πρωί της 15ης Μαΐου του 2016, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός της, οι φίλοι της από την Cryonics UK κινητοποιήθηκαν. Την τοποθέτησαν σε λουτρό πάγου, έθεσαν σε λειτουργία μηχανικό CPR, χορήγησαν ουσίες μέσω ειδικών συσκευών, και μέσα σε μία ώρα η σορός της μεταφέρθηκε σε γραφείο ταριχευτή. Εκεί αντικατάστησαν το αίμα της με ένα ειδικό διάλυμα «αντιψυκτικού», σχεδιασμένο να μειώνει τις βλάβες από τον πάγο.
Στη συνέχεια, φεύγοντας για το Λονδίνο μέσα σε ένα κουτί γεμάτο ξηρό πάγο, η θερμοκρασία της μειώθηκε σταδιακά από -4°C σε -70°C. Μόλις σταθεροποιήθηκε, το σώμα της πέταξε για Μίσιγκαν, όπου και μεταφέρθηκε στον κρυοθάλαμο του Cryonics Institute.
Εκεί, με το κεφάλι προς τα κάτω –όπως απαιτεί το πρωτόκολλο– η Σύλβια «πήρε θέση» δίπλα σε άλλους που είχαν κάνει την ίδια επιλογή: ανθρώπους από τη δεκαετία του ’70 έως σήμερα, οι οποίοι είχαν επενδύσει τις τελευταίες τους ελπίδες σε ένα μέλλον όπου η τεχνολογία θα νικήσει τον θάνατο.
«Η απώλεια είναι η ίδια»
Για τον Άλαν, όμως, ο θάνατος της γυναίκας του δεν έγινε λιγότερο σκληρός. «Η απώλεια είναι η ίδια», είπε. «Τίποτα δεν απαλύνει το κενό». Και όμως, μαζί με τον πόνο επέμενε μέσα του μια ελπίδα σχεδόν παιδική: ότι ίσως, κάποτε, η τεχνολογία θα καταφέρει να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Ίσως θα μπορέσουν να ξαναπιάσουν τα χέρια τους και να δουν τηλεόραση μαζί στο σαλόνι τους, όπως πριν.
Η ιστορία τους, όσο ιδιόρρυθμη κι αν φαίνεται, δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Η κρυογονική, άλλοτε υπόθεση εκκεντρικών και φουτουριστών, βρίσκεται σήμερα στο μεταίχμιο μεταξύ επιστήμης και ελπίδας.
Τρεις εταιρείες –στη Ρωσία, την Αριζόνα και το Μίσιγκαν– προσφέρουν κρυοσυντήρηση σωμάτων ή μόνο εγκεφάλων με την ελπίδα ότι τα μελλοντικά επιστημονικά επιτεύγματα θα καταφέρουν να θεραπεύσουν ασθένειες, να επαναφέρουν λειτουργίες και τελικά να αναστηλώσουν το άτομο σε μια νέα εποχή.
«Τζόγος» με το θάνατο
Οι σκεπτικιστές λένε ότι αυτό είναι ουτοπικό· πολλοί επιστήμονες αμφιβάλλουν ότι ένα κατεψυγμένο σώμα μπορεί ποτέ να αποψυχθεί χωρίς ανεπανόρθωτες βλάβες. Άλλοι μιλούν για «τζόγο» με το θάνατο. Αλλά οι cryonicists βλέπουν μπροστά: εφαρμόζουν μια κοσμοθεωρία που λέει πως αν υπάρχει έστω και 0,1% πιθανότητα, τότε αξίζει.
Για τον Άλαν και τη Σύλβια, αυτή η πιθανότητα δεν ήταν απλώς μια θεωρία. Ήταν μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που ήθελαν όσο τίποτα άλλο να συνεχίσουν τη ζωή που είχαν δημιουργήσει μαζί. Μια ζωή συνηθισμένη, γεμάτη μικρές στιγμές: βόλτες κοντά στους γκρεμούς, φροντίδα των ηλικιωμένων στους οίκους ευγηρίας τους, οικογενειακά τραπέζια.
Και τώρα, ο Άλαν ζει σε έναν κόσμο όπου η γυναίκα του είναι ταυτόχρονα νεκρή και πιθανώς «αδρανοποιημένη» ενόψει μιας μελλοντικής αφύπνισης – μια απόλυτη συναισθηματική αντίφαση που όμως τον συγκρατεί από το να βυθιστεί εντελώς στο πένθος.
Χρόνια μετά τον θάνατό της, τα παιδιά και τα εγγόνια της εξακολουθούν να γράφουν μηνύματα σε μια διαδικτυακή σελίδα μνήμης. Της λένε για τη δουλειά τους, για τα μαθήματα, για τις ζωές τους. Αν η κρυογονική είναι μια προσπάθεια να κρατηθεί το σώμα, αυτά τα μηνύματα είναι μια προσπάθεια να κρατηθεί η ψυχή. Και κάπως έτσι, αυτό το ζευγάρι που πέρασε 40 χρόνια μαζί συνεχίζει να έχει μια παράξενη παρουσία δύο κόσμων: στον κόσμο των ζωντανών, που πενθούν, και στο βασίλειο του παγωμένου μέλλοντος, όπου η Σύλβια περιμένει στη σκοτεινή δεξαμενή της.
Ίσως ποτέ να μη μάθουμε αν η τεχνολογία θα κατορθώσει να κάνει το αδιανόητο. Ίσως το σώμα της Σύλβια να παραμείνει για πάντα εκεί, μια αναμονή χωρίς προορισμό. Ίσως όμως, αν το επέτρεπε η επιστήμη, αυτό το ζευγάρι να ενώνονταν ξανά σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν θα σβήνουν τόσο εύκολα όσο τώρα.
Για την ώρα, ο Άλαν γράφει ακόμη στη γυναίκα του: «Ελπίζω να μη χρειαστεί να περιμένω πολύ. Μου λείπεις κάθε λεπτό». Κι αυτό, τελικά, είναι η ουσία της ιστορίας τους: όχι η τεχνολογία, όχι η κρυογονική, αλλά η δύναμη μιας αγάπης που θέλει να αψηφήσει τον χρόνο.