Από τα πρώτα θαλάσσια λουτρά του 19ου αιώνα έως την πλαστική καρέκλα δίπλα στο κύμα, το μπάνιο των Ελλήνων υπήρξε μια σχεδόν... λαϊκή τελετουργία.
Η σχέση του Έλληνα με τη θάλασσα δεν είναι μόνο γεωγραφικά προορισμένη αλλά και βαθιά πολιτισμική.
Η έννοια του «μπάνιου του λαού» -η δωρεάν, δημόσια και απλή απόλαυση της ελληνικής παραλίας- είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια καλοκαιρινή συνήθεια.
Είναι μια μορφή κοινωνικής ισότητας, ένας θεσμός ελευθερίας, και ίσως το πιο αυθεντικό καλοκαιρινό «προνόμιο» του απλού ανθρώπου στην Ελλάδα, υπογεγραμμένο μέχρι και από κοτζάμ πρωθυπουργούς.
Το μπάνιο για ιατρικούς λόγους
Μέχρι τον 19ο αιώνα, η επαφή του Έλληνα με τη θάλασσα ήταν κυρίως χρηστική: ψάρεμα, εμπόριο, ναυτιλία.
Η ιδέα του θαλάσσιου μπάνιου για λόγους υγείας ή αναψυχής δεν ήταν διαδεδομένη. Μάλιστα, πολλοί νησιώτες δεν ήξεραν καν κολύμπι - πράγμα αδιανόητο, αν το καλοσκεφτούμε σήμερα.
Η εικόνα άλλαξε σταδιακά από τα μέσα του 19ου αιώνα με την άφιξη των «λουτρικών εγκαταστάσεων» σε τόπους όπως η Σύρος, η Κέρκυρα και ο Πειραιάς.
Το μπάνιο γινόταν κυρίως για ιατρικούς λόγους (θεραπευτικά λουτρά), ενώ η έκθεση του σώματος στη δημόσια θέα θεωρούνταν ανήθικη ή ακόμα και επικίνδυνη. Καλά, για τις γυναίκες δε, τι να πούμε: λίγη σάρκα να έδειχναν και οι γύρω άνδρες λουόμενοι μέχρι και την αστυνομία πόλεων ή τη χωροφυλακή μπορεί να καλούσαν.
Με την αστικοποίηση και τη δημιουργία νέων κοινωνικών τάξεων, το μπάνιο γίνεται σιγά σιγά μόδα. Το μπάνιο στη θάλασσα εξελίσσεται σε κοσμικό γεγονός, κυρίως για τις αστικές τάξεις.
Εμφανίζονται τα πρώτα «μπανιερά» (ξύλινα αποδυτήρια) και οι λουτρικές επιχειρήσεις, με αυστηρούς διαχωρισμούς ανδρών και γυναικών.
Το καλοκαίρι γίνεται κοινωνικό συμβάν: οι αστοί πηγαίνουν στην παραλία με ομπρέλες, φορέματα, κουστούμια και παπούτσια, και η ενασχόληση με τη θάλασσα περιορίζεται συχνά στο να βρέχουν τα πόδια.
Η πραγματική λαϊκή εξοικείωση με τη θάλασσα αρχίζει μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, και κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί χτίζονται συχνά κοντά στη θάλασσα - από τη Νέα Σμύρνη και το Παλαιό Φάληρο έως τη Νίκαια και τη Δραπετσώνα. Η παραλία πλέον δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη: για να πλυθείς, να δροσιστείς, να παίξεις, να ξεφύγεις.

Οι πρώτες εκδρομές δίπλα στο κύμα
Μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του ’50, το μπάνιο του λαού καθιερώνεται. Οι εργατικές οικογένειες ξεκινούν νωρίς το πρωί με τα τρένα και τα λεωφορεία, φορτωμένες με ψάθες, ταπεράκια και ταψιά, και κατευθύνονται στις κοντινές παραλίες: από την Κινέτα και την Κακιά Θάλασσα μέχρι τη Γλυφάδα και τη Ραφήνα.
Οι παραλίες τότε δεν είναι τουριστικές, αλλά «λαϊκές». Δεν χρειάζεσαι τίποτα: ούτε χρήματα ούτε στολ. Μόνο μαγιό.
Η δεκαετία του ’60 φέρνει την τουριστική ανάπτυξη, αλλά και την πολιτισμική αναγνώριση της παραλίας ως τόπος αναψυχής. Ταυτόχρονα με την έλευση των τουριστών, γεννιέται και η πιο τρυφερή εποχή του ελληνικού μπάνιου: αυτή της οικογενειακής εξόρμησης, της πλαστικής καρέκλας μέσα στο κύμα, του καρπουζιού στον ίσκιο και του ραδιοφώνου στην άμμο.
Ο λαός έχει πλέον κατακτήσει τον χώρο του. Η παραλία γίνεται δημόσιος τόπος συνύπαρξης. Πλούσιοι και φτωχοί, παιδιά και παππούδες, τουρίστες και ντόπιοι μοιράζονται τη σκιά μιας αλμυρίδας.

O διάσημος θερινός «αφορισμός» του Ανδρέα
Ήταν Ιούλιος του 1987, αμέσως μετά τον φονικό καύσωνα του Ιουνίου, όταν ο τότε πρωθυπουργός της χώρας, Ανδρέας Παπανδρέου, δεχόταν τη μια εισήγηση μετά την άλλη για να προσφύγει πρόωρα στις κάλπες μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού.
Ο Ανδρέας όμως το σκεφτόταν αλλιώς. «Ε, δεν θα χαλάσουμε και τα μπάνια του λαού» είπε τότε και το ζήτημα έληξε - η χώρα πήγε σε εκλογές το 1989, στη λήξη της δεύτερης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ.
Πράγματι, έκτοτε ελάχιστες εκλογικές αναμετρήσεις έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών.
Η «εμπορική» και λαμπερή δεκαετία του '90
Η δεκαετία του ’90 και μετά φέρνει μια σταδιακή εμπορευματοποίηση της ελληνικής παραλίας. Το κύμα των beach bars, οι ιδιωτικές ξαπλώστρες, τα «ρεζερβέ» και τα εισιτήρια εισόδου αρχίζουν να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του μπάνιου του λαού.
Οι παραλίες που άλλοτε ήταν δωρεάν και δημόσιες, σταδιακά γίνονται «προϊόν». Σε πολλές περιοχές, το να βάλεις απλώς μια ψάθα στην άμμο θεωρείται… αντισυμβατικό.
Παρόλα αυτά, η παράδοση επιβιώνει. Κάθε καλοκαίρι, χιλιάδες Έλληνες γεμίζουν με ταπεράκια, λάστιχα, καπέλα και πετσέτες τα ΚΤΕΛ και τα αυτοκίνητα, αναζητώντας ακόμα μια παραλία όπως παλιά: χωρίς μουσική, χωρίς είσοδο, χωρίς «must».

Αναπτύσσονται πρωτοβουλίες και κινήματα όπως το «Save the Beach» και «Ελεύθερες Παραλίες για Όλους», που παλεύουν για την προσβασιμότητα στις ακτές. Η παραλία ξαναγίνεται χώρος διεκδίκησης και όχι μόνο απόλαυσης.
Την ίδια στιγμή, οι οικογένειες συνεχίζουν να κουβαλούν ομπρέλες, καρέκλες, ψυγειάκια και ρακέτες, να στήνουν αυτοσχέδια «στρατόπεδα» κάτω από τα πεύκα, να μπαίνουν ομαδηδόν στη θάλασσα, υπενθυμίζοντας ότι τα «μπάνια του λαού» είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή επίσκεψη στη θάλασσα.