Οι ίδιες εταιρείες και μεγάλοι οίκοι μόδας που διαφημίζουν δήθεν βιώσιμες πρακτικές και οικολογικά υλικά, τρέφονται από ένα αόρατο δίκτυο παρανομίας.
Η ιταλική μόδα, η ίδια που έχτισε την υφή του ονείρου πάνω σε ραφές κασμίρ, μεταξιού και δέρματος, βρίσκεται σήμερα στο κέντρο ενός σκοτεινού υφάσματος από απάτες, παράνομες πρακτικές και σκάνδαλα που απειλούν να ξεφτίσουν το ίδιο το νήμα της φήμης της. Κάτω από τα λαμπερά φώτα του Μιλάνου, πίσω από τις βιτρίνες που υποσχέθηκαν την τελειότητα του «Made in Italy», αποκαλύπτεται μια πραγματικότητα γεμάτη φόβο, εκμετάλλευση και σιωπή.
Τα τελευταία χρόνια, η καρδιά της ιταλικής πολυτελούς βιομηχανίας σπαρταρά ανάμεσα σε δικαστικές αποφάσεις, καταγγελίες για καταναγκαστική εργασία και αποκαλύψεις για υπεργολαβίες που θυμίζουν περισσότερο υπόγεια εργοστάσια του 19ου αιώνα παρά τους οίκους υψηλής ραπτικής του 21ου.
Ξυλοδαρμοί σε εργάτες και άλλα μυστήρια
Σύμφωνα με τον βρετανικό Observer, η υπόθεση που συγκλόνισε περισσότερο ήταν αυτή του Loro Piana, ενός από τους πιο διάσημους και «ευγενείς» οίκους πολυτελείας της Ιταλίας, γνωστού για το λεγόμενο «quiet luxury» - την υπόσχεση μιας διακριτικής, εκλεπτυσμένης πολυτέλειας. Όμως, τον Μάιο του 2024, ένα περιστατικό έφερε στο φως κάτι πολύ πιο βίαιο από την απαλότητα του κασμίρ.
Ένας Κινέζος εργάτης κατέληξε σε νοσοκομείο του Μιλάνου, ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό μέσα στο εργοστάσιο όπου δούλευε. Είχε φτάσει στην Ιταλία το 2015, υπογράφοντας συμβόλαιο για τετράωρη εργασία, με απολαβές 1.500 ευρώ τον μήνα. Στην πράξη, δούλευε 13 ώρες την ημέρα, χωρίς ρεπό, με μισή ώρα για φαγητό, ζώντας μέσα στο εργοστάσιο. Όταν σταμάτησε να πληρώνεται και τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, τον χτύπησαν για ώρες με μεταλλικό και πλαστικό σωλήνα.
Εργοτάξια εξαθλίωσης
Η αστυνομία, ερευνώντας το χώρο, βρήκε δώδεκα εργάτες - Κινέζους, έναν Ρώσο και έναν Ιταλό - σε απάνθρωπες συνθήκες, κοιτώνες με λουκέτα, επικίνδυνα μηχανήματα και παλτά Loro Piana αξίας έως και 10.000 λιρών το καθένα. Οι ραφές αυτών των πανάκριβων ενδυμάτων είχαν γίνει μέσα σε εργοτάξια εξαθλίωσης.
Ο υπεύθυνος της παραγωγής ήταν η εταιρεία Clover Moda, ιδιοκτησίας του Κινέζου επιχειρηματία Hu Xizhai, υπεργολάβος της Evergreen, μιας μικρής ιταλικής εταιρείας που είχε επίσημη συνεργασία με τη Loro Piana. Όταν η ζήτηση για παλτά εκτινάχθηκε - εν μέρει λόγω της τηλεοπτικής σειράς Succession, που έκανε το «quiet luxury» μόδα - η Evergreen αδυνατούσε να καλύψει τις παραγγελίες και μετακύλησε την παραγωγή σε δύο κινεζικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια της Evergreen, Τερέζα Προβένζι, η Loro Piana πλήρωνε περίπου 118 ευρώ ανά παλτό, ενώ η ίδια πλήρωνε τις κινεζικές εταιρείες μόλις 86 ευρώ. Η διαφορά κατέληγε στα ταμεία των μεσαζόντων και, φυσικά, στο τελικό κόστος των καταναλωτών, που έφτανε να πληρώνουν έως και 100 φορές πάνω από την αξία της πρώτης ύλης και της εργασίας.
Το δικαστήριο του Μιλάνου κατηγόρησε τον οίκο ότι «η αποτυχία εποπτείας δεν ήταν αποτέλεσμα ατομικής αμέλειας, αλλά μέρος μιας συστηματικής εταιρικής πολιτικής με στόχο την αύξηση των κερδών». Η Loro Piana τέθηκε υπό δικαστική διαχείριση - ένα μέτρο που μέχρι πρόσφατα προοριζόταν για επιχειρήσεις με επιρροή της Μαφίας, και πλέον χρησιμοποιείται για να ξεριζώσει την «εργασιακή μαφία» μέσα στον χώρο της μόδας.

Η κορυφή του παγόβουνου
Το σκάνδαλο της Loro Piana ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Ο εισαγγελέας Πάολο Στοράρι, γνωστός για τις υποθέσεις του ενάντια στη Ντρανγκέτα και τη φοροδιαφυγή πολυεθνικών, αποκάλυψε ένα δίκτυο υπεργολαβιών που εξαπλώνεται σε όλη τη βόρεια Ιταλία, από το Μιλάνο μέχρι τη Μόντσα.
Τα ευρήματά του θυμίζουν σκηνές από μυθιστόρημα του Ντίκενς: αποθήκες γεμάτες εργάτες που ζουν και κοιμούνται δίπλα στα μηχανήματα, μωρά σε παιδικά καροτσάκια ανάμεσα σε σωρούς υφασμάτων, ανοιχτά δοχεία χημικών δίπλα σε ραπτομηχανές, και ρούχα πολυτελείας που ράβονται μέσα στη σιωπή της καταναγκαστικής υπερωρίας.
Στις εφόδους της αστυνομίας βρέθηκαν προϊόντα από τους μεγαλύτερους οίκους: Dior, Armani, Valentino, Alviero Martini, ακόμα και υποκαταστήματα της LVMH. Οι τσάντες Dior, για παράδειγμα, που πωλούνταν έναντι 3.000 έως 5.000 λιρών, είχαν κοστίσει στο στάδιο της παραγωγής μόλις 50 με 60 ευρώ.
Ο Dior διέψευσε τις τιμές, όμως οι αριθμοί των εισαγγελέων είναι αμείλικτοι. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται: υπεργολάβοι που μετακυλούν την παραγωγή σε μικρότερες μονάδες, χωρίς άδειες, χωρίς ελέγχους, με εργάτες-φαντάσματα. Ένα σύστημα τόσο σύνθετο που η ευθύνη χάνεται μέσα στα παραστατικά και στα «outsourcing» συμβόλαια.

Οίκοι μόδας υπό αυστηρή επιτήρηση
Η ιταλική δικαιοσύνη έχει ήδη θέσει υπό επιτήρηση τους οίκους Armani, Dior, Valentino και Alviero Martini. Οι τρεις πρώτοι βγήκαν προσωρινά από τη δικαστική διαχείριση, αφού επέδειξαν συμμόρφωση, αλλά το μήνυμα είναι σαφές: η «πολυτέλεια» της Ιταλίας βασίζεται σε ένα εύθραυστο οικοδόμημα, όπου το «Made in Italy» είναι συχνά περισσότερο γεωγραφική φράση παρά εγγύηση ηθικής ή χειροτεχνικής αριστείας.
Το «Made in Italy» υπήρξε για δεκαετίες σύμβολο τελειότητας: η υπόσχεση ότι κάθε ρούχο ράβεται από έναν Ιταλό τεχνίτη με μεράκι και γνώση αιώνων. Όμως, οι έρευνες δείχνουν πως πίσω από το σύνθημα κρύβεται ένα νέο είδος αποικιοκρατίας: φτωχοί μετανάστες από την Κίνα, το Μπαγκλαντές ή την Ανατολική Ευρώπη ράβουν «ιταλικά» προϊόντα μέσα σε υποσχέσεις εκμετάλλευσης. Η χώρα που κάποτε δίδαξε στον κόσμο την τέχνη της υψηλής ραπτικής, τώρα διδάσκει πώς η πολυτέλεια μπορεί να στηρίζεται στη φτώχεια.
Αναλυτές όπως η Ρόζι Μπόρντμαν του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ μιλούν για μια υπόγεια βιομηχανία: τα brands πωλούν ρούχα τέσσερις ή πέντε φορές πάνω από το κόστος τους, βασισμένα σε ένα αφήγημα που υπόσχεται αποκλειστικότητα και ηθική παραγωγή, ενώ στην πραγματικότητα μετατρέπουν την αλυσίδα προμηθειών σε μια θολή περιοχή υπεργολαβιών. Η πολυτέλεια, λέει, έχει πάψει να είναι τέχνη· είναι πλέον λογιστική. Ο Χακάν Καραμάν, από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου, το θέτει ακόμη πιο σκληρά: «Το επιχειρηματικό μοντέλο της μόδας έχει απαξιωθεί. Το κυνήγι της μείωσης κόστους έχει γίνει βία - πάνω στους ανθρώπους, πάνω στις ηθικές αξίες».
Οι ίδιες εταιρείες που διαφημίζουν δήθεν βιώσιμες πρακτικές και οικολογικά υλικά, τρέφονται από ένα αόρατο δίκτυο παρανομίας. Στα δικαστήρια του Μιλάνου, υπογράφηκε το 2024 ένα «μνημόνιο νομιμότητας» ανάμεσα σε οίκους μόδας, ενώσεις εργοδοτών και συνδικάτα. Στόχος ήταν να καθιερωθεί ένας κώδικας ηθικής προμήθειας και να δοθεί πιστοποίηση σε όσους συμμορφώνονται. Ωστόσο, οι επικριτές το χαρακτήρισαν «άδειο, κενό»: χωρίς μηχανισμό καταγγελίας, χωρίς εξωτερικό έλεγχο, χωρίς ουσιαστική δέσμευση. Οι ίδιες εταιρείες που το υπέγραψαν εξακολουθούν να επωφελούνται από την αδιαφάνεια.

Ένα βαθιά πολιτισμικό πρόβλημα
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο νομικό. Είναι πολιτισμικό. Η ιταλική μόδα έχει συνδεθεί τόσο βαθιά με την έννοια της εθνικής υπερηφάνειας, ώστε η κριτική ισοδυναμεί σχεδόν με ιεροσυλία. Ο τεχνίτης της Τοσκάνης, ο ράφτης της Νάπολης, ο δερματουργός της Βενετίας είναι εμβλήματα μιας μυθολογίας που σήμερα φαίνεται να έχει ραγίσει.
Η παράδοση της χειροτεχνίας υπάρχει ακόμη, αλλά έχει πνιγεί μέσα σε ένα σύστημα που δίνει προτεραιότητα στην ταχύτητα, στη ζήτηση και στην απόδοση κεφαλαίου. Οι ίδιες οι πολυεθνικές που εξαγόρασαν τους ιστορικούς ιταλικούς οίκους (όπως η LVMH ή η Kering) πίεσαν τα περιθώρια κέρδους σε σημείο που η μόνη μεταβλητή να μπορεί να κοπεί ήταν η ανθρώπινη εργασία.
Αυτό που αποκαλύπτουν οι έρευνες του ιταλού εισαγγελέα Στοράρι είναι ότι η ιταλική μόδα δεν έχει μόνο πρόβλημα ηθικής, αλλά και ταυτότητας. Όταν η λέξη «πολυτέλεια» εξαρτάται από τις απλήρωτες ώρες ενός μετανάστη και η λέξη «χειροποίητο» σημαίνει απλώς «ραμμένο κρυφά», τότε το ίδιο το νόημα του ιταλικού στιλ αποδομείται. Ο ιταλός εισαγγελέας που έχει θέσει υπό δικαστική εποπτεία οίκους όπως Armani, Dior και Valentino, επιμένει πως «η βιομηχανία της μόδας στην Ιταλία έχει μετατραπεί σε σύστημα εκμετάλλευσης, όχι δημιουργίας».
Κι όμως, μέσα σε αυτή την κατάρρευση αξιών, η ζήτηση για πολυτέλεια δεν μειώνεται. Οι πλούσιοι του κόσμου εξακολουθούν να αγοράζουν τσάντες, σακάκια και παλτά των ίδιων οίκων - σαν να μην άλλαξε τίποτα. Ίσως γιατί η ίδια η πολυτέλεια, όπως τη διαμόρφωσε η ιταλική μόδα, είναι τελικά ένα είδος θεάματος: ένα αφήγημα που πουλάει την ψευδαίσθηση της ηθικής, ενώ ράβεται με κλωστές ενοχής.