Το αφήγημα καταγράφεται με ακρίβεια στο βιβλίο του Jacob Silverman «Gilded Rage: Elon Musk and the Radicalization of Silicon Valley» και δείχνει πώς το «χρήμα μιλά», τόσο στη Silicon Valley όσο και στα ανάκτορα του Ριάντ.
Αν κάτι καθιστά την ιστορία του Twitter - και της μετονομασμένης πλέον πλατφόρμας X - εξαιρετικά αποκαλυπτική για το πώς λειτουργεί η ισχύς στην εποχή του τεχνο-χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, αυτό είναι οι στενοί, συχνά υπόγειοι δεσμοί ανάμεσα στον Έλον Μασκ, το ίδιο το δίκτυο και τη Σαουδική Αραβία.
Το αφήγημα καταγράφεται με ακρίβεια στο βιβλίο του Jacob Silverman, «Gilded Rage: Elon Musk and the Radicalization of Silicon Valley» (Bloomsbury Continuum) και δείχνει πώς το «χρήμα μιλά», τόσο στη Silicon Valley όσο και στα ανάκτορα του Ριάντ.
Εν αρχή... οι αποκλεισμένοι δημοσιογράφοι
Ο Σίλβερμαν ξεκινά από τον Σαουδάραβα δημοσιογράφο και αναλυτή Ali al-Ahmed, χρόνια στο στόχαστρο του καθεστώτος για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τον Ahmed, ο Μασκ δεν έφερε την παρακμή· απλώς ενσάρκωσε μια ήδη υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Ο ίδιος είχε δει τον λογαριασμό του στα αραβικά να «κατεβαίνει», ενώ γνώριζε ανθρώπους που διώχθηκαν επειδή τόλμησαν να σατιρίσουν ή να επικρίνουν τους ισχυρούς.
Η περίπτωση του Abdulrahman al-Sadhan, εθελοντή ανθρωπιστικής οργάνωσης που απήχθη το 2018 και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλακή επειδή διαχειριζόταν σατιρικό λογαριασμό, είναι από τις πιο ανατριχιαστικές ψηφίδες αυτού του μωσαϊκού.
Στο Ριάντ του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, η «μηδενική ανοχή» στη διαφωνία μεταφράστηκε σε μια συστηματική χρήση της πλατφόρμας ως εργαλείου επιτήρησης και εκφοβισμού, από κοινού με επενδυτικές τοποθετήσεις που εξασφάλιζαν επιρροή στην κοιλάδα των μονόκερων.
Η Σαουδική Αραβία δεν ήταν απλώς ένας κρατικός χρήστης του Twitter· ήταν συνάμα και μείζων επενδυτής. Ο πρίγκιπας Αλουαλίντ μπιν Ταλάλ, μέσω της Kingdom Holding, υπήρξε ο μεγαλύτερος εξωτερικός μέτοχος της εταιρείας προτού εμφανιστεί ο Μασκ.
Την ίδια εποχή, το Δημόσιο Ταμείο Επενδύσεων (PIF) διοχέτευε κεφάλαια σε αμερικανικά assets πρωτοφανούς κλίμακας: 3,5 δισ. δολάρια στην Uber το 2016, 20 δισ. στο infrastructure fund της Blackstone, και έναν χείμαρρο συμμετοχών σε funds όπως το Founders Fund του Πίτερ Τιλ και η Andreessen Horowitz.
Μέχρι το 2018, η Σαουδική Αραβία είχε εξελιχθεί - σύμφωνα με την Wall Street Journal - στη μεγαλύτερη μεμονωμένη πηγή χρηματοδότησης αμερικανικών startups. Η σύμπλευση συμφερόντων ήταν διδακτική: η μοναρχία επιζητούσε «ξέπλυμα» φήμης και διαφοροποίηση πλούτου, ενώ η τεχνολογική ελίτ απολάμβανε πρόσβαση σε «βαθιές τσέπες» και σε μια αγορά πρόθυμη να φιλοξενήσει τις πιο ακριβές ονειροφαντασίες της.
Πίσω από τους ισολογισμούς όμως κρυβόταν ένα πιο σκοτεινό σκηνικό. Από το 2014, σύμφωνα με αμερικανικές διωκτικές αρχές, στήθηκε δίκτυο κατασκοπείας μέσα στα γραφεία του Twitter στο Σαν Φρανσίσκο: ο υπάλληλος Ahmad Abouammo, που φέρεται να «στρατολογήθηκε» από τον Bader Al Asaker - ισχυρό παράγοντα του περιβάλλοντος του διαδόχου και επικεφαλής του προσωπικού του γραφείου - λάμβανε χρήματα και δώρα προκειμένου να διαβιβάζει ευαίσθητα στοιχεία χρηστών: e-mails, τηλέφωνα, ακόμη και προσωπικά μηνύματα.
Ο μηχανικός Ali Alzabarah, με ευρύτερη πρόσβαση, εξελίχθηκε σε ακόμη παραγωγικότερο πληροφοριοδότη, αποκαλύπτοντας IPs και τοποθεσίες. Όταν το FBI ενημέρωσε την εταιρεία τον Δεκέμβριο του 2015 ότι «υπήρχε σαουδαραβικό πρόβλημα κατασκοπείας», ο Alzabarah διέφυγε αμέσως για τη Σαουδική Αραβία, όπου κατέλαβε θέση-κλειδί στο ίδρυμα Misk. Ο Abouammo συνελήφθη το 2019 και καταδικάστηκε το 2022. Η εταιρεία, ωστόσο, δεν έδωσε ποτέ μια δημόσια, πλήρη λογοδοσία για το πώς και γιατί διείσδυσαν ξένοι πράκτορες στα σπλάχνα της.

Το «σύστημα» δεν περιοριζόταν στην επιχειρησιακή πλευρά
Το «σύστημα» δεν περιοριζόταν στην επιχειρησιακή πλευρά. Η Σαουδική επιρροή συνδέθηκε οργανικά με το ιδεολογικό υπόστρωμα της Valley: μια τεχνο-ελιτιστική αφήγηση που θαύμαζε τον «ιδρυτή-μεσσία» και έβλεπε με συγκατάβαση την αυταρχική αποτελεσματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως υπενθυμίζει ο Σίλβερμαν, στο προσκήνιο εμφανίστηκαν venture κεφάλαια που λειτουργούσαν ως πλυντήρια παγκόσμιων ελίτ - «λαθρεπιβατών» της δημοκρατίας που προτιμούν τον CEO-μονάρχη από τους αργόστροφους θεσμούς.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ρητορεία τύπου Vision 2030 του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δεν ακουγόταν ξένη: ήταν το πολιτικό ισοδύναμο των deck για «ανατροπή» κλάδων, με slides γεμάτα φωτο-ρεαλιστικές πόλεις και ατσαλάκωτες καμπύλες ανάπτυξης.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της X έγινε ακόμη πιο δυσδιάκριτο
Όταν ο Μασκ προχώρησε στην εξαγορά το 2022, ο Αλουαλίντ - μετά την «αναμόρφωση» του 2017 στο Ritz-Carlton και την αναγκαστική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων στον διάδοχο - έσπευσε να «κυλήσει» τις μετοχές του στη νέα οντότητα. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της X έγινε ακόμη πιο δυσδιάκριτο όταν η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε.
Παρά τις εκκλήσεις γερουσιαστών για έλεγχο από την CFIUS λόγω ξένων συμμετοχών, έρευνα δεν προχώρησε. Μόλις τον Αύγουστο του 2024, έπειτα από νομική κίνηση του Reporters Committee for Freedom of the Press στην υπόθεση Anoke v. Twitter, αποσφραγίστηκε κατάλογος περίπου 95 νομικών οντοτήτων-μετόχων της X: ένα παζλ που αποκάλυπτε δίκτυα κεφαλαίων με δεσμούς σε Σαουδική Αραβία και Κατάρ, venture funds που διαχειρίζονταν σαουδαραβικό χρήμα, και ένα αμάλγαμα ιδιωτικών trusts γύρω από τον Μασκ.
Δεν γνωστοποιούνταν ποσοστά, αλλά το περίγραμμα ήταν σαφές: το κοινωνικό δίκτυο που συστήθηκε ως «φτερό ελευθερίας» είχε μετατραπεί σε κόμβο ροών ισχύος όπου ξένα καθεστώτα μπορούσαν να διεκδικούν επιρροή τόσο μέσω του ταμείου όσο και μέσω των πρακτόρων.

Η πτώση του Twitter
Στο μεταξύ, η πλατφόρμα διολίσθησε. Μαζικές απολύσεις, νομικές διενέξεις για αποζημιώσεις, πρακτικές «lawfare» κατά επικριτικών οργανισμών, επιλεκτική ανοχή σε ακραίους λογαριασμούς, και μια αυξανόμενη εξάρτηση από παρακολούθηση και στοχευμένη διαφήμιση.
Ο Μασκ δήλωνε «απολύτως υπέρ της ελευθερίας του λόγου», αλλά έπαιζε σκληρό παιχνίδι αποσιωπήσεων όταν τον συνέφερε· σιωπούσε για την καταχρηστική χρήση του δικτύου από το Ριάντ, ενώ οι εικόνες του να αποχωρεί από συναντήσεις στο Ριάντ (Μάιος 2025), σε ρόλο ανώτερου συμβούλου τότε αμερικανικού προέδρου, λειτουργούσαν σαν υπόμνηση των «αμοιβαίων εξυπηρετήσεων» που επιβάλλει ο γεωοικονομικός ρεαλισμός.
Ακόμη και το που θα δικαζόταν μια υπόθεση εναντίον της X έγινε αντικείμενο εταιρικής μηχανικής, με ρήτρες που «οδηγούσαν» υποθέσεις σε περιφέρειες με δικαστές που κατείχαν μετοχές Tesla ή είχαν ήδη ευνοϊκές κρίσεις.
Το πιο ανησυχητικό όμως δεν είναι η κυνική σύμπλευση κεφαλαίων. Είναι η υλική επίπτωση σε ζωές. Οι μαρτυρίες για διείσδυση πρακτόρων σε μεγάλες πλατφόρμες δεν περιορίζονται στη Σαουδική Αραβία· ακούστηκαν και για Ινδία, Κίνα.
Όμως η Σαουδική περίπτωση συνδύασε κάτι πρωτοφανές: μια απολυταρχία που χρησιμοποίησε το επιχειρηματικό μοντέλο της πλατφόρμας - τη συστηματική συλλογή δεδομένων - ως εργαλείο διακρατικής καταστολής. Από την υπόθεση Κασόγκι έως τις σιωπηρές εξαφανίσεις αντιφρονούντων, το «δημόσιο τετράγωνο» μετατράπηκε σε χάρτη στόχευσης. Και η εταιρική απάντηση, είτε από αβελτηρία είτε από υπολογισμό, δεν αντιστοιχούσε στην ευθύνη.

O πυρήνας της «χρυσωμένης οργής»
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της «χρυσωμένης οργής» που περιγράφει ο Σίλβερμαν: η Silicon Valley διακήρυξε ότι η τεχνολογική καινοτομία ταυτίζεται με την ανθρώπινη πρόοδο. Στην πράξη, όταν τα έσοδα και η πρόσβαση σε αγορές συγκρούστηκαν με τις ελευθερίες, οι αξίες υποχώρησαν.
Ο Μασκ δεν «διέφθειρε» μια αγνή εταιρεία· απλώς ξεγύμνωσε τη λογική της: το δίκτυο ως επιχείρηση επιτήρησης, το «δημόσιο αγαθό» ως ιδιωτική περιουσία, ο χρήστης ως εκμεταλλεύσιμη ροή δεδομένων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σαουδαραβική επιρροή δεν είναι ατύχημα· είναι απόρροια σχεδίου: εξαγορά επιρροής, μεταφορά τεχνολογίας, πολιτικό ξέπλυμα μέσω του glamour της καινοτομίας.
Οι «στενοί και υπόγειοι δεσμοί» ανάμεσα στον Μασκ, το Twitter/X και τη Σαουδική Αραβία δεν εξαντλούνται σε λίστες μετόχων. Αντανακλούν μια συνολικότερη μετατόπιση: την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας κάτω από το βλέμμα κρατών που τη χρηματοδοτούν και την εργαλειοποιούν.
Όταν ο βασικός μέτοχος επιζητά λόγο στην πολιτική ροή μιας χώρας και ο κρατικός εταίρος επιδιώκει να φιμώσει αντιφρονούντες, το «όραμα» της πλατφόρμας γίνεται σκιά.
Το βιβλίο του Σίλβερμαν μάς καλεί να διαβάσουμε τους ισολογισμούς ως πολιτικά κείμενα: πίσω από κάθε δολάριο, μια συμμαχία· πίσω από κάθε επένδυση, μια υπόσχεση σιωπής. Και αυτό, όσο κι αν αρέσκεται να το βάφει με ρητορική ελευθερίας ο ίδιος ο Μασκ, είναι το πιο ακριβό αντάλλαγμα απ’ όλα.