Η ιστορία του τραγουδιού είναι δεμένη με τη γεωπολιτική αναταραχή της εποχής, αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορία προσωπικών εμπειριών και καλλιτεχνικών αποφάσεων.
Ένα σφύριγμα που γεννήθηκε σ’ ένα δωμάτιο στη Γερμανία έγινε ο ήχος της πτώσης τειχών, της διάλυσης αυτοκρατοριών, της στιγμιαίας ψευδαίσθησης ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει μελωδία. Δεν ήταν προμελετημένο, δεν ήταν σχέδιο· ήταν η αδέξια, σχεδόν αθώα, καταγραφή μιας εποχής που βράζει και σπάει τα δεσμά της.
Κι όμως, το τραγούδι αυτό κουβαλάει πάνω του το βάρος της ελπίδας αλλά και της απογοήτευσης, γιατί τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Klaus Meine παραδέχεται απαισιόδοξα μιλώντας προ ημερών στον Guardian: «Είναι σαν το ρολόι να χτυπάει αντίστροφα πλέον».
Μια μελωδία που ήρθε αυθόρμητα
Το «Wind of Change» δεν γράφτηκε σαν ένα τραγούδι-πρόγραμμα ούτε σαν στρατηγική για να λήξει ο Ψυχρός Πόλεμος· ήταν, όπως θυμάται ο Klaus Meine, μια μελωδία που ήρθε αυθόρμητα, από τις εικόνες που κουβαλούσε μέσα του ύστερα από τις συναυλίες στη Σοβιετική Ένωση και τον αέρα αλλαγής που έμοιαζε να διαπερνάει ολόκληρο τον κόσμο.
Η ιστορία του τραγουδιού είναι δεμένη με τη γεωπολιτική αναταραχή της εποχής, αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορία προσωπικών εμπειριών και καλλιτεχνικών αποφάσεων. Οι Scorpions, μια μπάντα από τη Δυτική Γερμανία, μεγάλωσαν μέσα στη διαίρεση, προσπαθώντας χρόνια να παίξουν στην Ανατολική Γερμανία χωρίς επιτυχία. Όταν τελικά βρέθηκαν στο Λένινγκραντ, στις πρώτες συναυλίες τους στη Σοβιετική Ένωση το 1988, το σκηνικό ήταν γκρίζο, όχι ακριβώς ροκ εν ρολ.
Κι όμως, μέσα σε δέκα συναυλίες, οι καρδιές άνοιξαν και η ατμόσφαιρα θύμιζε Beatlemania, με χιλιάδες φαν να περικυκλώνουν τα αυτοκίνητά τους. Οι ίδιοι ένιωθαν την παρουσία του KGB, ένιωθαν πως παρακολουθούνται, αλλά την επόμενη χρονιά, το 1989, στο Moscow Music Peace Festival, το σκηνικό είχε αλλάξει ριζικά.
Οι στρατιώτες στο στάδιο, που υποτίθεται θα κρατούσαν την τάξη, γύρισαν πρόσωπο προς τη σκηνή, άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και έγιναν κι αυτοί κομμάτι του κοινού. Για τους μουσικούς, ήταν σαν να έβλεπαν τον κόσμο να αλλάζει μπροστά στα μάτια τους. Ο Gorbachev, η περεστρόικα, η γκλάσνοστ, η δυνατότητα να στηθεί μια ρωσική εκδοχή του Woodstock, όλα αυτά έμοιαζαν αδιανόητα λίγα χρόνια νωρίτερα.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία, ο Meine άρχισε να παίζει με το μικρό του keyboard. Δεν είχε κιθάρα πρόχειρη, κι έτσι σφύριξε τη μελωδία για να την κρατήσει.

Αυτή η λεπτομέρεια - το σφύριγμα - θα γινόταν σήμα κατατεθέν του τραγουδιού, αν και η δισκογραφική στις ΗΠΑ τον πίεσε να το αφαιρέσει. «Όχι με τίποτα», απάντησε. Και όταν το τραγούδι έγινε παγκόσμιο χιτ, ο ίδιος άνθρωπος της εταιρείας ήρθε και του είπε μετά: «Έκανα λάθος, σόρυ».
Ο Matthias Jabs πρόσθεσε μια κιθάρα που θύμιζε Hendrix, ο Rudolf Schenker έπαιξε το σόλο και το τραγούδι πήρε την τελική του μορφή. Κανείς τους δεν το σκέφτηκε πολιτικά. Ήταν μια αντανάκλαση της εμπειρίας τους, ένα τραγούδι ελπίδας για έναν ειρηνικό κόσμο, που όμως ταίριαξε ιδανικά στη στιγμή που έσκασε - λίγο πριν την πτώση του Τείχους, λίγο πριν διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση.
«Δεν θα ξαναπαίξω ποτέ μετά τους Scorpions»
Ο Schenker θυμάται πως στο Λένινγκραντ έπαιζαν κάθε βράδυ μπροστά σε 10.000 ανθρώπους, κι όταν ήρθε η ώρα της Μόσχας, η μπάντα είχε ήδη αποκτήσει τεράστιο κοινό στη Ρωσία. Το MTV, όμως, ήθελε να είναι οι Bon Jovi οι headliners. Το κοινό φλεγόταν όταν έπαιζαν οι Scorpions, και μετά όταν βγήκαν οι Bon Jovi, άρχισε να φεύγει.
Αργότερα ο ίδιος ο Jon Bon Jovi είπε σε μια συνέντευξη: «Δεν θα ξαναπαίξω ποτέ μετά τους Scorpions». Εκείνες οι συναυλίες έμοιαζαν με προανάκρουσμα μιας ειρηνικής επανάστασης. Όταν ο Meine του έδειξε το τραγούδι, ο Schenker ενθουσιάστηκε αλλά του είπε: «Λείπει ένα ρεφρέν». Λίγο καιρό αργότερα, στο Βανκούβερ, μέσα στις ηχογραφήσεις του Crazy World, ο Meine έφερε ολοκληρωμένη τη σύνθεση. Ο Schenker δούλεψε σκληρά το κιθαριστικό σόλο, γιατί είχε αντιληφθεί την προοπτική του τραγουδιού· ήθελε να δώσει στην κορύφωση μια δύναμη αντάξια των στίχων.

Το τραγούδι κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1991 και σχεδόν αμέσως έγινε ύμνος. Ο Schenker πρότεινε να ηχογραφήσουν και μια ρωσική εκδοχή· την εποχή εκείνη τα πειρατικά ραδιόφωνα στη Ρωσία άρχιζαν κάθε πρωί στις έξι με αυτό το κομμάτι. Έγινε το soundtrack της πιο ειρηνικής επανάστασης που γνώρισε ο κόσμος.
Ο ίδιος ο Meine αναπολεί πως το τραγούδι δεν ήταν κατασκευή αλλά εξομολόγηση· στο στίχο «We could be so close, like brothers» συμπύκνωσε ακριβώς το πνεύμα του φεστιβάλ της Μόσχας, εκείνη την παράξενη στιγμή όπου Δυτικοί μουσικοί και Σοβιετικοί στρατιώτες ενώθηκαν σε μια κοινή εμπειρία, σαν να μην υπήρχαν πλέον σύνορα.
Κι όμως, η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Χρόνια αργότερα, ο δημοσιογράφος Patrick Radden Keefe, ερευνώντας για το New Yorker, ξεκίνησε τη φημολογία ότι το τραγούδι ίσως γράφτηκε από τη CIA ως ψυχολογικό όπλο στον Ψυχρό Πόλεμο.
Όταν το άκουσε αυτό ο Meine, γέλασε: «Ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα». Κι όμως, το podcast που βγήκε από την έρευνα αυτή έδωσε νέα ώθηση στη δημοτικότητα του κομματιού. Το τραγούδι συνέχισε να συνδέεται με στιγμές μετάβασης, σαν να κουβαλούσε μέσα του την ίδια υπόσχεση αλλαγής που εξέφραζε το 1990.
Οι δεκαετίες πέρασαν, αλλά το «Wind of Change» δεν έμεινε αλώβητο. Το 2022, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Meine δήλωσε ότι δεν μπορούσε πια να τραγουδήσει το κομμάτι με τον ίδιο τρόπο. Άλλαξε τους στίχους στις ζωντανές εμφανίσεις για να στηρίξει ανοιχτά την Ουκρανία.
Η ίδια μελωδία που κάποτε εξέφρασε την ελπίδα για το τέλος της διαίρεσης Ευρώπης και κόσμου, τώρα προσαρμοζόταν για να σταθεί απέναντι σε μια νέα βία. Η νοσταλγία και η αισιοδοξία που είχε γεννήσει το τραγούδι τη δεκαετία του ’90 έμοιαζε να σκιάζεται από το αίσθημα πως η ιστορία γυρίζει πίσω. «Τώρα είναι σαν το ρολόι να χτυπάει αντίστροφα», είπε ο Meine, φανερά απογοητευμένος.
Το τραγούδι αυτό, με μια απλή μελωδία που ξεκίνησε από ένα σφύριγμα, κουβαλάει επάνω του την ιστορία μιας εποχής που μεταμορφώθηκε. Στις όχθες του Μόσχοβα, στο Gorky Park, μέσα στις φωνές στρατιωτών που από θεματοφύλακες έγιναν ακροατές, γεννήθηκε ένα άσμα που αγκάλιασε την ελπίδα. Δεν ήταν προϊόν υπολογισμού, δεν ήταν πολιτικό μανιφέστο, αλλά η σύμπτωση μιας στιγμής όπου η μουσική έγινε φορέας μιας αλλαγής που ήδη κυοφορούσε ο κόσμος.