Πώς επανήλθε στο φως ένα πρόβλημα που είχε τεθεί για πρώτη φορά πριν από πενήντα χρόνια: το πρόβλημα της γεωμετρικής κάλυψης ενός χώρου με τον λιγότερο δυνατό αριθμό φρουρών ή κάμερων 360 μοιρών.
Ξεκίνησε σαν κάτι σχεδόν... κωμικοτραγικό: «Ληστεία στο Λούβρο. Μέσα σε οκτώ λεπτά». Ο χρόνος από την είσοδο μέχρι την απόδραση: 480 δευτερόλεπτα, με μια πλατφόρμα-ανυψωτήρα, μια μπαλκονόπορτα αφύλακτη και δύο προθήκες που έσπασαν σαν να ήταν από ζαχαρωτό γυαλί. Ούτε καπνογόνα, ούτε πυροβολισμοί· μόνο τα ήρεμα, μεθοδικά βήματα κλεφτών που γνώριζαν πολύ καλά και τι έκαναν και πού βρίσκονταν.
Και όμως, ήταν σαν να είχαν προσκληθεί. Η κάμερα που θα έπρεπε να κοιτάει το μπαλκόνι έβλεπε αλλού. Οι υπόλοιπες αίθουσες, όσο κι αν φιλοξενούσαν θησαυρούς του Ναπολέοντα, έμειναν εκτεθειμένες: μία στις τρεις έμειναν χωρίς καθόλου οπτική κάλυψη.
Και κάπου ανάμεσα στις στήλες των εφημερίδων, στις δηλώσεις των διευθυντών και στις ανακοινώσεις του γαλλικού υπουργείου Πολιτισμού, επανήλθε στο φως ένα πρόβλημα που είχε τεθεί για πρώτη φορά πριν από πενήντα χρόνια, σχεδόν αδιάφορο για το δραματικό παρόν αλλά βαθιά ριζωμένο στην ουσία του: το «πρόβλημα του μουσείου». Ή, σε πιο μαθηματική γλώσσα, το πρόβλημα της γεωμετρικής κάλυψης ενός χώρου με τον λιγότερο δυνατό αριθμό φρουρών ή κάμερων 360 μοιρών.
Το «πρόβλημα του μουσείου»
Το 1973, ο Βάτσλαβ Σβατάλ (Václav Chvátal) διατύπωσε το εξής απλό και ταυτόχρονα παραπλανητικό ερώτημα: σε έναν χώρο γεμάτο «γωνίες» και διαδρόμους, σαν πίνακας του Ιερώνυμου Μπος σε κάτοψη, πόσοι φύλακες χρειάζονται ώστε να μην υπάρχει ούτε ένα σημείο που να μη φαίνεται; Αν έχεις 15 γωνίες, η απάντηση είναι πέντε φρουροί. Αν έχεις 20, χρειάζεσαι κατ’ ανώτατο όριο έξι. Χωρίς να ζητούν υπερφυσικές ικανότητες, μόνο θέσεις στα σωστά σημεία: στις κορυφές, στα σημεία όπου διασταυρώνονται οι θέες.
Ο άνθρωπος που απλοποίησε το αδιανόητο
Αυτή η αρχιτεκτονική της ορατότητας δεν ήταν ποτέ αφηρημένη θεωρία. Το πρόβλημα λύθηκε οριστικά το 1978 από τον μαθηματικό Στιβ Φισκ, που αντί να γεμίσει σελίδες με αλγεβρικούς τύπους, πήρε ένα χαρτί και ένα χρωματιστό μολύβι. Χώρισε τον χώρο σε τρίγωνα, έβαψε τις γωνίες τους με τρία διαφορετικά χρώματα και απέδειξε πως, όσο ο χώρος μένει ενιαίος, ένας φρουρός σε κάθε κορυφή ενός χρώματος φτάνει για να καλύψει τα πάντα.
Ήταν μια ιδιοφυΐα ο Φισκ, όχι γιατί εξηγούσε το προφανές, αλλά γιατί απλοποιούσε το αδιανόητο. Έτσι, ένας κόσμος πολύπλοκος μετέβη στη σφαίρα της οργάνωσης, με τον ίδιο τρόπο που ένα μουσείο μετατρέπει το χάος των εποχών σε εκθεσιακές αίθουσες.
Κι εδώ ακριβώς μπαίνει το Λούβρο: ένας χώρος που δεν είναι μόνο πόλος τέχνης, αλλά και ένα σύνολο δωματίων, διαδρόμων, καμπών, στριφών γωνιών, όλα με γεωμετρική υπόσταση. Εάν το «πρόβλημα του μουσείου» είχε εφαρμοστεί ολοκληρωμένα, η κάμερα στο μπαλκόνι δε θα είχε την πολυτέλεια της αμέλειας. Η κάλυψη θα ήταν προϋπολογισμένη: βάζεις κάμερες σε όσες γωνίες δίνει ο πολλαπλασιασμός της κάτοψης, χρωματίζεις νοητά τις κορυφές της γεωμετρίας και κάθε σκοτεινό σημείο εξαφανίζεται.
Γιατί δεν έγινε αυτό; Γιατί η πραγματικότητα έχει κόστος, περικοπές προσωπικού, πολιτικές αποφάσεις και την ψευδαίσθηση πως η τέχνη φυλάσσεται από το κύρος της. Μόνο που οι κλέφτες δεν σέβονται το κύρος. Μόνο τα πλεονεκτήματα.
Το Λούβρο δεν είναι μόνο του σε αυτή την ευαλωτότητα. Το Βρετανικό Μουσείο έχασε ένα δαχτυλίδι Cartier αξίας 760.000 λιρών από τους ίδιους του τους υπαλλήλους. Η ασφάλεια δεν είναι απλά κάμερες, αλλά αλυσίδα ευθύνης: κλειδιά, πρωτόκολλα, ανθρώπινα λάθη. Και όμως, σε έναν κόσμο που εξισορροπεί συνεχώς τέχνη, επιστήμη και κίνδυνο, είναι σχεδόν ποιητικό το ότι η λύση στο χάος βρίσκεται σε ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να έχει λυθεί με μια αριθμομηχανή με... κομπιουτεράκι των 70s.
Γιατί να μας νοιάζει αυτό; Επειδή, εκτός από τις αίθουσες των μουσείων, το ίδιο πρόβλημα κυβερνά κι άλλες κρίσιμες υποδομές: δίκτυα κάμερων στην πόλη, θέσεις κεραιών κινητής τηλεφωνίας, patchwork από drones που επιτηρούν περιοχές καταστροφών. Μια λύση που ξεκίνησε από τις γωνίες μιας γκαλερί τώρα αγγίζει την πυκνοεγκατάσταση στην Ιαπωνία, τη διαχείριση πλήθους στο Λονδίνο, την ασφάλεια θερμοκηπίων δεδομένων.
Επιστρέφοντας στο Λούβρο όμως: σε έναν κόσμο που θέλει να διασώζει τα απομεινάρια της αθανασίας, οργάνωση δεν είναι πολυτέλεια, αλλά δέος απέναντι στο αντικείμενο της φιλοξενίας. Αν κάτι μας έμαθε αυτό το θρασύτατο οκτάλεπτο των ληστών είναι πως η τέχνη δεν κινδυνεύει από την ανυπαρξία της ηθικής, αλλά από την ασάφεια της λογικής.
Το μαθηματικό πρόβλημα δεν μπορεί να φυλάξει τους θησαυρούς από μόνο του. Αλλά μπορεί να ξαναβάλει την επιστήμη στο σημείο όπου ήταν πάντα: συνομιλητή της τέχνης και όχι αντίπαλό της. Κι αν το Λούβρο θέλει να σταθεί στο ύψος των δικών του τοίχων, ίσως πρέπει να αρχίσει από τις κορυφές τους. Ειδικά αν οι σκιές πίσω από αυτές γίνονται όλο και πιο τολμηρές.