Ο «δικός μου» Διονύσης Σαββόπουλος - Τα γεύματα, τα θέατρα, οι συνεντεύξεις, τα μουσικά cd που του έγραφα - iefimerida.gr

Ο «δικός μου» Διονύσης Σαββόπουλος - Τα γεύματα, τα θέατρα, οι συνεντεύξεις, τα μουσικά cd που του έγραφα

Ένας άνθρωπος που, με όλα του τα λάθη, δεν σταμάτησε ποτέ να είναι παρών / INTIME
Ένας άνθρωπος που, με όλα του τα λάθη, δεν σταμάτησε ποτέ να είναι παρών / INTIME

Ένας δημιουργός που πλήρωσε το τίμημα της ελευθερίας του, που δεν βολεύτηκε στην αγιογραφία ούτε φοβήθηκε την αμφισβήτηση. Ένας άνθρωπος που, με όλα του τα λάθη, δεν σταμάτησε ποτέ να είναι παρών.

Αν έχω να θυμάμαι κάτι πολύ χαρακτηριστικά από την όποια σχέση μου με τον Διονύση Σαββόπουλο, είναι τα CD που μου ζητούσε να του φτιάχνω κατά καιρούς. Του άρεσε να του γράφω συλλογές με καινούργια συγκροτήματα, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες - κιθαριστικά, μελωδικά, με εκείνη τη λεπτή μελαγχολία που θύμιζε κάτι από τα '60s και '70s, παλιούς Eagles, Gordon Lightfoot, μέχρι και Φαμπρίτσιο Ντι Αντρέ.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Του άρεσε να ψάχνει μέσα στο καινούργιο τα αποτυπώματα του παλιού, να βλέπει πώς οι κύκλοι της μουσικής επαναλαμβάνονται. Είχε ξεχωρίσει τους National, τους Midlake και, περισσότερο απ’ όλους, τον Elliott Smith. Θυμάμαι να μου λέει με χαμηλή φωνή, σαν να ήθελε να το κρατήσει μυστικό: «Αυτός έχει εξαιρετικά περιτεχνα κουρδίσματα και ρυθμούς». Μιλούσε πάντα σαν μουσικός, όχι σαν θεωρητικός - σαν άνθρωπος που καταλαβαίνει τη μουσική με το σώμα, όχι με το μυαλό.

Και κάπως ποιητικά, σχεδόν τρομακτικά, έτυχε να φύγουν την ίδια μέρα: 21 Οκτωβρίου. Ο Smith το 2003, ο Διονύσης το 2025 - είκοσι δύο χρόνια διαφορά. Η σύμπτωση αυτή, ασήμαντη για τον κόσμο, για μένα έχει κάτι το συγκινητικό: δύο άνθρωποι από εντελώς διαφορετικούς κόσμους, ενωμένοι από την ίδια ημερομηνία, σαν να ανήκαν στην ίδια μυστική γενιά των τραγουδοποιών που δεν βολεύτηκαν ποτέ στη βεβαιότητα.

Για φαγητό στους «Γιάντες»

Στους «Γιάντες», το αγαπημένο του στέκι στα Εξάρχεια, περνούσαμε ώρες να μιλάμε για μουσική. Εκεί ήταν ο πιο ανθρώπινος, ο πιο ανοιχτός. Τρώγαμε απλά, και σχεδόν πάντα, μετά το φαγητό, μου ζητούσε να του γράψω καινούργια CD. Κάθε φορά που τον ξανάβλεπα, επανερχόταν με σχόλια: «Οι National έχουν κάτι υπόγεια σκοτεινό και γήινο, οι Midlake είναι σαν να τραγουδούν μέσα σε δάσος» - αυτό το τελευταίο το πέτυχε χωρίς καν να το γνωρίζει, καθώς το βίντεοκλιπ για το τραγούδι Roscoe ήταν όντως γυρισμένο μέσα σε ένα δάσος!

Είχε τον ενθουσιασμό ενός εφήβου, αλλά και την ευαισθησία ενός ανθρώπου που άκουγε τα πάντα με αυτιά καθαρά, χωρίς φόβο και προκατάληψη. Του άρεσε να ψάχνει, να συγκρίνει, να δοκιμάζει. Όσο κι αν είχε γράψει τα δικά του αξεπέραστα τραγούδια, δεν έπαψε ποτέ να μαθαίνει.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Βλέποντας Παπαδιαμάντη στο θέατρο

Πήγαμε κάποτε - την σεζόν 2005-2006 συγκεκριμένα - μαζί και στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, να δούμε τη Φεύγουσα Κόρη του Παπαδιαμάντη. Θυμάμαι πως βγήκαμε από το θέατρο και περπατούσαμε χωρίς να μιλάμε, ώσπου εκείνος είπε: «Αυτός ο Παπαδιαμάντης, τι παράξενα αγιασμένος άνθρωπος». Τον συγκινούσε ο Παπαδιαμάντης, ίσως γιατί αναγνώριζε μέσα του το ίδιο πράγμα που κουβαλούσε κι ο ίδιος: την πίστη στη γλώσσα, στη λεπτομέρεια, στα κενά ανάμεσα στην σιωπή.

Αν όμως προσπαθήσω να θυμηθώ τη στιγμή που ένιωσα πραγματικά πόσο βαθιά είχε ριζώσει μέσα μου ο Σαββόπουλος, ήταν τότε, πολλά χρόνια πριν, όταν είχα την τύχη να του μιλήσω - αρχικά στο τηλέφωνο για τις ανάγκες ενός αφιερώματος και κατόπιν από κοντά, για μια εκ βαθέων συνέντευξη για λογαριασμό ενός άλλου Μέσου.

Του είχα πει πως βλέπω στο έργο του μια «Rolling Stones περίοδο» - το Περιβόλι του Τρελού, τον Μπάλλο και το Βρώμικο Ψωμί - σαν ελληνικά Beggars Banquet, Let It Bleed και Sticky Fingers. Τον ρώτησα ειδικά για τον Μπάλλο, το πιο παράξενο και μουσικά υπερβατικό από τα τρία, αν η ιδέα να καλύπτει μια ολόκληρη πλευρά του δίσκου με ένα μόνο τραγούδι ήταν δική του ή εμπνευσμένη απ’ έξω. Μου απάντησε χαμογελώντας: «Ξέρεις, εγώ και πολλοί συνομήλικοί μου δεν ακούγαμε μόνο Ντίλαν και Μπρασένς· όσοι μπορούσαμε, ακούγαμε και Pink Floyd και πολλά ακόμη».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όταν του ανέφερα το Atom Heart Mother και το Foxtrot και τον ρώτησα ευθέως για τυχόν επιρροές, μου είπε κάτι που δεν ξέχασα ποτέ: «Μόνο υποσυνείδητα». Εκείνος ο τρόπος του - απορριπτικός αλλά γεμάτος αυτογνωσία - ήταν η ουσία του Σαββόπουλου. Ήξερε πως οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν μιμούνται ποτέ, μόνο μεταμορφώνουν. Κι αυτό έκανε κι εκείνος: πήρε τον κόσμο που άκουγε και τον έκανε ελληνικό, όχι με σημαίες, αλλά με ψυχή.

Λίγα χρόνια μετά, τον ξαναείδα στο σπίτι του, στο Κολωνάκι. Πήγα με δέος, όπως πας να δεις έναν δάσκαλο που δεν ξέρεις αν θα σε καταλάβει ή θα σε διαλύσει. Ήταν ήρεμος, ζεστός, γεμάτος χιούμορ.

Όταν μιλήσαμε για το Βρώμικο Ψωμί, του είπα πως η «Μαύρη Θάλασσα» είναι σαν το δικό του Thick As A Brick των Jethro Tull. Γέλασε, προσπάθησε να ανάψει την πίπα του και είπε: «Ναι, τότε άκουγα πολύ Jethro Tull. Δεν θυμάμαι αν είχα ακούσει εκείνο το άλμπουμ που λες - αυτό με την εφημερίδα δεν είναι; - αλλά μου άρεσε πολύ ο Άντερσον». Και μετά σώπασε.

Οι τομές του Σαββόπουλου στην ελληνική μουσική

Μετά το εκρηκτικό ντεμπούτο του με το Φορτηγό και το πιο σκοτεινό, πολιτικά φορτισμένο Περιβόλι του Τρελού, ο Σαββόπουλος βρέθηκε μπροστά στην ανάγκη να αρθρώσει έναν νέο, προσωπικό μουσικό λόγο - έναν λόγο που να συνομιλεί με την ελληνική παράδοση χωρίς να εγκλωβίζεται σ’ αυτήν.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Και που να αφομοιώνει τη ροκ ενέργεια του υπερελληνικού «Καλοκαιριού της Αγάπης» του 1967 και των διεθνών μουσικών φεστιβάλ του Γούντστοκ και του Μόντερεϊ [αμφότερα το ίδιο εκείνο καλοκαίρι] χωρίς να μιμείται απλώς τα ξένα πρότυπα.

Μέσα σε ένα ζοφερό εγχώριο πολιτικό κλίμα, με τη δικτατορία των συνταγματαρχών να επιβάλλει σιωπή και λογοκρισία, ο Σαββόπουλος αναζητά μια υπόγεια, υπαινικτική αντίσταση, χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στο παλιό και το νέο, το ελληνικό και το διεθνές, το συλλογικώς ελληνικό και το απολύτως προσωπικό.

Είχε τον ενθουσιασμό ενός εφήβου, αλλά και την ευαισθησία ενός ανθρώπου  που άκουγε τα πάντα με αυτιά καθαρά, χωρίς φόβο και προκατάληψη / INTIME
Είχε τον ενθουσιασμό ενός εφήβου, αλλά και την ευαισθησία ενός ανθρώπου που άκουγε τα πάντα με αυτιά καθαρά, χωρίς φόβο και προκατάληψη / INTIME

Ο Μπάλλος του, που κυκλοφόρησε το 1971, αποτελεί ορόσημο για την ελληνική μουσική όχι μόνο για την κοινωνική και πολιτική του φόρτιση, αλλά κυρίως για το ρηξικέλευθο πάντρεμα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής με τη ροκ αισθητική. Σε μια εποχή όπου τα μουσικά ρεύματα κινούνταν αποκλειστικά παράλληλα - η ελληνική παράδοση από τη μία και το δυτικότροπο ροκ από την άλλη— χωρίς ποτέ τους να τέμνονται και να συναντιούνται, ο Σαββόπουλος τόλμησε να τα φέρει σε άμεση επαφή και σύγκρουση, δημιουργώντας ένα νέο ηχητικό πεδίο που άλλαξε τη φυσιογνωμία του ελληνικού τραγουδιού.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η κεντρική ιδέα του άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από τη δυνατότητα σύνθεσης δύο, φαινομενικά, ασύμβατων μουσικών κόσμων. Ο μπάλλος, ως νησιώτικος χορός, μετατρέπεται σε ένα σύνθετο κομμάτι που ξεκινά με παραδοσιακό ρυθμό και κλιμακώνεται σε μια ψυχεδελική ροκ συμφωνία. Το τραγούδι-ορόσημο του δίσκου δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής στη νησιώτικη μουσική, αλλά ουσιαστικά μια αναδημιουργία της, μπολιασμένη με ηλεκτρικές κιθάρες, ντραμς και αλλεπάλληλα ενορχηστρωτικά πέπλα.

Αυτή η ενορχηστρωτική τόλμη γίνεται εμφανής και σε άλλα κομμάτια του δίσκου, όπου παραδοσιακά όργανα, όπως η γκάιντα συνυπάρχουν με μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς - όχι σαν αντιθετικές δυνάμεις, αλλά σαν ίσοι συνομιλητές. Ο Σαββόπουλος δεν επιχειρεί να «εκμοντερνίσει» την παράδοση ούτε να «εξελληνίσει» το ροκ, αλλά να τα αφήσει να αναμετρηθούν επί ίσοις όροις πάνω στην ίδια την μουσική παρτιτούρα. Το αποτέλεσμα είναι βαθιά υβριδικό, αλλά και άρρηκτα δεμένο με την ταυτότητα του τόπου μέσα στον οποίο κατασκευάστηκε.

Στο Μπάλλο, η ροκ δεν λειτουργεί απλώς ως μουσική φόρμα. Αποτελεί μια γενναία μουσική στάση και την ίδια στιγμή ένα κόσκινο που περνά την ελληνικότητα μέσα από τη διεθνή εμπειρία, χωρίς να την υπονομεύει. Αντίστοιχα, η ελληνική μουσική παράδοση δεν αντιμετωπίζεται από τον Σαββόπουλο ως κάτι μουσειακό, δηλαδή ως ένα κλειδωμένο κειμήλιο που υπάρχει μόνο για να εκτίθεται πίσω από γυάλινες προθήκες. Είναι ζωντανή, μετασχηματιζόμενη, ικανή να επιβιώσει στο σήμερα και να διαλεχθεί με τον ηλεκτρικό ήχο. Μέσα από αυτό το δισκογραφικό εγχείρημα, ο Σαββόπουλος έδειξε ότι η ελληνική μουσική δεν χρειάζεται σώνει και ντε να διαλέξει μεταξύ «παλιού» και «νέου». Μπορεί να είναι και τα δύο ταυτόχρονα.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο ίδιος ο Μπάλλος απέδειξε πως η ελληνική μουσική έχει απεριόριστες δυνατότητες όταν δεν φοβάται να διασχίσει σύνορα -εθνικά, ηχητικά, χρονικά. Με τον δίσκο αυτό, ο Σαββόπουλος δεν έγραψε απλώς νέα τραγούδια· εγκαινίασε πανηγυρικά έναν νέο τρόπο ακρόασης τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους υπόλοιπους. Έναν τρόπο που επιτρέπει στην παραδοσιακή φωνή του τόπου να ταξιδέψει πάνω σε ρεύματα ηλεκτρικού ήχου και να επιστρέψει στα αυτιά μας πιο σύγχρονη από ποτέ.

Η δε «Μαύρη Θάλασσα», από το 1972, είναι ίσως το πιο προχωρημένο κομμάτι που γράφτηκε ποτέ στην Ελλάδα: ξεκινά σαν κακόφωνο κουρδιστήρι και καταλήγει σε θρακιώτικο ζωναράδικο, μέσα σε δεκατρία λεπτά που είναι όλη η ψυχή του ελληνικού prog rock. Κι όμως, λίγοι ξέρουν πως αρχικά θα την τραγουδούσε ένας άλλος -ένας νεαρός τότε, με εξαιρετική φωνή, που όμως, όπως είπε ο Διονύσης, «δεν ταίριαζε με το τραγούδι». Εκείνος ο νεαρός λεγόταν Παύλος Σιδηρόπουλος.

Αυτή ήταν η ματιά του Σαββόπουλου: να βλέπει μπροστά, να καταλαβαίνει ποιο τραγούδι ανήκει σε ποιον, να διαβάζει τον καιρό και να φτιάχνει το δικό του ρολόι. Από το Περιβόλι του Τρελού έως τα Τραπεζάκια Έξω, η διαδρομή του δεν ήταν ποτέ ευθεία· ήταν γεμάτη στροφές, αντιφάσεις, υπαναχωρήσεις, αλλά πάντοτε με μια πυξίδα: την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τη μουσική. Δεν τον ενδιέφερε η καθαρότητα των ιδεών· τον ενδιέφερε η καθαρότητα της φωνής.

Κι όσο τον γνώριζες, τόσο καταλάβαινες πως πίσω από τον δημόσιο Σαββόπουλο υπήρχε ένας άλλος - σιωπηλός, μελαγχολικός, σχεδόν παιδικός. Ο άνθρωπος που άκουγε τους National με την ίδια περιέργεια που κάποτε άκουγε τον Dylan. Ο δημιουργός που συγκινούνταν με τον Παπαδιαμάντη, που αναζητούσε πάντα νέες μελωδίες, που δεν επαναπαύθηκε ποτέ στα παλιά του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Του  άρεσε να ψάχνει, να συγκρίνει, να δοκιμάζει. Όσο κι αν είχε γράψει τα  δικά του αξεπέραστα τραγούδια, δεν έπαψε ποτέ να μαθαίνει / INTIME
Του άρεσε να ψάχνει, να συγκρίνει, να δοκιμάζει. Όσο κι αν είχε γράψει τα δικά του αξεπέραστα τραγούδια, δεν έπαψε ποτέ να μαθαίνει / INTIME

Ο άνθρωπος που τολμούσε να αλλάξει γνώμη

Ο δικός μου Διονύσης δεν ήταν άγιος, αλλά ούτε και αμαρτωλός. Ο «άγιος» ήταν ο Σαββόπουλος της Αριστεράς, εκείνος των πρώτων χρόνων, που τραγουδούσε τους αγώνες, που έδινε φωνή σε μια γενιά σιωπηλή και διψασμένη για ελευθερία. Ο νεαρός με το Φορτηγό και το Περιβόλι του Τρελού, που μέσα στα χρόνια της Χούντας έγινε για πολλούς ο πνευματικός οδηγός μιας ολόκληρης εποχής - ο τραγουδιστής της εξέγερσης χωρίς όπλα, ο μύστης μιας πολιτιστικής Αντίστασης που δεν χρειαζόταν μανιφέστα.

Αλλά ο ίδιος άνθρωπος, λίγα χρόνια αργότερα, έγινε - όπως τον είπαν κακοπροαίρετα - ο «αμαρτωλός Νιόνιος». Μετά το 1987-88, όταν άρχισε να συμπορεύεται με τη Δεξιά, να συνομιλεί με πρόσωπα που παλαιότερα θα θεωρούνταν ιδεολογικοί του αντίπαλοι, ορισμένοι ένιωσαν προδομένοι. Του γύρισαν την πλάτη, είπαν πως ξεπουλήθηκε, πως εγκατέλειψε το στρατόπεδο των «καλών».

Όμως ο Σαββόπουλος ποτέ δεν υπήρξε στρατευμένος με την κομματική έννοια. Πήγαινε πάντα εκεί που τον πήγαινε η περιέργεια και η ειλικρίνεια - ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να καεί δημόσια. Ο Νιόνιος δεν προέβλεπε το μέλλον, απλώς τολμούσε να αλλάξει γνώμη. Και ο «αμαρτωλός» δεν πρόδιδε· δοκίμαζε να καταλάβει τι σημαίνει να είσαι Έλληνας μέσα σε μια νέα εποχή, πιο κυνική, πιο μπερδεμένη.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο δικός μου Διονύσης, λοιπόν, δεν ήταν ούτε ο άγιος των πρώτων χρόνων ούτε ο αμαρτωλός της ωριμότητας. Ήταν και τα δύο μαζί. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έγραφε την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» και ταυτόχρονα μπορούσε να αυτοσαρκάζεται στα Τραπεζάκια Έξω. Ένας δημιουργός που πλήρωσε το τίμημα της ελευθερίας του, που δεν βολεύτηκε στην αγιογραφία ούτε φοβήθηκε την αμφισβήτηση. Ένας άνθρωπος που, με όλα του τα λάθη, δεν σταμάτησε ποτέ να είναι παρών.

Κι ίσως γι’ αυτό να τον αγαπήσαμε. Γιατί δεν ήταν ήρωας ούτε μάρτυρας, ούτε Παλιάτσος, ούτε Ληστής, αλλά ένας καλλιτέχνης που δεν φοβήθηκε να φανεί αντιφατικός - γιατί μόνο έτσι μπορείς να είσαι αληθινός.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ