Όταν ο Χάουαρντ Κάρτερ, ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την πιο διάσημη ανασκαφή της σύγχρονης ιστορίας, δεν αντιμετώπισε το σώμα του Φαραώ ως λείψανο αλλά ως ένα εμπόδιο μπροστά στη λάμψη του χρυσού.
Έναν αιώνα μετά την αποκάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών, το αφήγημα του θριάμβου και της «λαμπρότερης στιγμής» της αρχαιολογίας αρχίζει να φθίνει, αφήνοντας πίσω του κάτι απόκοσμο, σχεδόν βίαιο: την εικόνα ενός σώματος κατατεμαχισμένου, ενός βασιλιά που μετατράπηκε σε αντικείμενο τεχνικής αφαίρεσης, πίεσης και βιασύνης.
Ο Χάουαρντ Κάρτερ, ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την πιο διάσημη ανασκαφή της σύγχρονης ιστορίας, δεν αντιμετώπισε το σώμα του Φαραώ ως λείψανο αλλά ως πρόβλημα αποκόλλησης, ένα εμπόδιο μπροστά στη λάμψη του χρυσού.
Ούτε επιστημονικό ούτε ηθικά ανεκτό
Το 1925, όταν πλέον η αρχική έκσταση της ανακάλυψης είχε δώσει τη θέση της στη μεθοδική εκκαθάριση του θαλάμου, οι συντηρητές ήρθαν αντιμέτωποι με το σώμα του Τουταγχαμών φυλακισμένο μέσα σε σκληρυμένη ρητίνη. Η σκούρα ουσία που είχε χυθεί κατά την ταφή με σκοπό την ιερή διατήρηση της μούμιας λειτούργησε ως αδιαπέραστο στρώμα. Ο Κάρτερ σημείωσε πως «καμία γνωστή ή νόμιμη δύναμη» δεν μπορούσε να απελευθερώσει το σώμα από το φέρετρο. Το επίθετο «νόμιμη» μοιάζει σήμερα τραγική ειρωνεία. Ό,τι ακολούθησε δεν υπήρξε ούτε επιστημονικό ούτε ηθικά ανεκτό.
Το φέρετρο εκτέθηκε στον ήλιο σαν να επρόκειτο για απλό τεχνούργημα που χρειαζόταν θερμική επέμβαση· όταν η θερμότητα δεν απέδωσε, η ομάδα χρησιμοποίησε καυτά μαχαίρια. Η μούμια του δεκαεννιάχρονου βασιλιά δεν αντιμετωπίστηκε ως ανθρώπινο σώμα αλλά ως υλικό προς εξαγωγή. Η κεφαλή αποσπάστηκε από τον κορμό μαζί με το χρυσό προσωπείο, τα άκρα αφαιρέθηκαν στις αρθρώσεις, ο κορμός κόπηκε. Μόνο ύστερα, με μια σχεδόν μεταθανάτια υποκρισία, τα τεμαχισμένα κομμάτια συγκολλήθηκαν, ώστε η βασιλική σορός να μοιάζει ακέραιη. Η ανακατασκευή αυτή δεν ήταν πράξη τιμής αλλά συγκάλυψης.
Η συγκάλυψη συνεχίστηκε και στο επίπεδο της αφήγησης. Στις σημειώσεις του, ο Κάρτερ πέρα από σύντομες αναφορές μιλά για αποφασιστικότητα, για αναγκαιότητα, ποτέ για βία. Αυτή η αποσιώπηση δεν ακυρώθηκε από τον ίδιο, αλλά από τον φωτογράφο Harry Burton, του οποίου οι φωτογραφίες παρουσιάζουν την ωμή πραγματικότητα: το κρανίο στηριγμένο με καρφιά για να σταθεί όρθιο στο κάδρο, τις τομές που εκτείνονταν στην πλάτη, τα σημάδια διάλυσης του ιερού ενδύματος της μούμιας. Οι εικόνες αυτές αποτελούν το μοναδικό ειλικρινές αρχείο μιας πράξης που η επίσημη αρχαιολογική ιστορία προτίμησε να ντύσει με μεταξωτές κορδέλες.
Η εποχή εκείνη δεν μπορεί φυσικά να κριθεί μόνο με σύγχρονα ηθικά μέτρα, κι όμως η σιωπή, η αποσιώπηση και η «εξαφάνιση» των λεπτομερειών δείχνουν ότι ακόμη και τότε οι αρχαιολόγοι κατανοούσαν πως είχαν ξεπεράσει όρια. Η «Tutmania» που είχε ξεσπάσει ήδη από το 1922 τροφοδοτούσε μια σχεδόν υστερική συλλογή δημοσιότητας, αναμνηστικών, εικόνων για το κοινό. Η επιστημονική δεοντολογία παραμερίστηκε μπροστά στην ανάγκη διαχείρισης της παγκόσμιας φήμης. Το σώμα του βασιλιά ήταν λιγότερο ιερό από την επιθυμία των ειδησεογραφικών γραφείων για πρωτοσέλιδα, λιγότερο σεβαστό από το συμβολικό κεφάλαιο του Κάρτερ.
Αυτό που σήμερα θεωρείται σύμβολο της αρχαιολογικής αλαζονείας δεν είναι μόνο ο αποκεφαλισμός, οι τομές, η επανακόλληση, αλλά κυρίως η αλήθεια που κρύφτηκε. Η φωτογραφική τεκμηρίωση έμεινε εκτός κοινού, οι τεχνικές περιγραφές δεν εκδόθηκαν, και η επέμβαση εμφανίστηκε ως φυσική εξέλιξη μιας μεγαλειώδους ανακάλυψης αντί για ωμή παραβίαση της ταφικής ακεραιότητας. Η ιστορία γράφτηκε με τέτοιο τρόπο ώστε το μαχαίρι να εξαφανιστεί και να μείνει μόνο η χρυσή μάσκα.
Η αιχμή αυτής της συζήτησης δεν είναι η ρομαντική επιθυμία για «απαραβίαστους νεκρούς», αλλά η επίγνωση πως ο Τουταγχαμών λειτούργησε ως τρόπαιο, όχι ως πρόσωπο. Η αρχαιολογία του 20ού αιώνα υπήρξε συχνά επέκταση αποικιοκρατικών αντιλήψεων: η Ανατολή ως θησαυροφυλάκιο και η Δύση ως νόμιμος διαχειριστής της κληρονομιάς. Η βία που ασκήθηκε στο σώμα του βασιλιά δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό· είναι ενσωματωμένη στο βλέμμα που θεωρεί τον παρελθόντα πολιτισμό ως... ιδιοκτησία του εκάστοτε αρχαιολόγου.
Εκατό χρόνια μετά, η λάμψη του χρυσού δεν μπορεί να κρύψει τις τομές. Η επέτειος δεν είναι αφορμή για διθυράμβους, αλλά για αναθεώρηση. Το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι η ίδια η ανασκαφή, αλλά η ηθική της. Η μούμια θα μπορούσε να διατηρηθεί, να εξεταστεί, να τεκμηριωθεί χωρίς βίαιη αποσπασματικότητα. Η καταστροφή δεν ήταν αναπόφευκτη· ήταν επιλογή.
Το επίτευγμα του 1922 ανήκει πια στην ιστορία, αλλά η βέβηλη πράξη του 1925 ανήκει στη συνείδηση της Αρχαιολογίας ως κλάδου. Η αρχαιολογία ωριμάζει μόνο όταν αναγνωρίζει τα λάθη της. Και ο αποκεφαλισμός του Τουταγχαμών δεν είναι λεπτομέρεια στο περιθώριο της έρευνας, αλλά το πιο ηχηρό της μάθημα: τίποτα δεν είναι επιστημονικό όταν ξεχνά πως προσεγγίζει ανθρώπινα σώματα, ανθρώπινους νεκρούς και ανθρώπινες πολιτισμικές επιτάφιες σιωπές.