Δημοσιευμένο πολλά χρόνια πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το προφητικό μυθιστόρημα της Σάλι Κάρσον αποτυπώνει την αυγή της ναζιστικής τυραννίας σε μια μικρή γερμανική πόλη – και παραμένει επίκαιρο μέχρι σήμερα.
Ογδόντα χρόνια μετά την «Ημέρα της Νίκης» στην Ευρώπη, ο ενθουσιασμός για τα μυθιστορήματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου παραμένει. Η ζήτηση για ιστορίες από την Ευρώπη του πολέμου, που ήταν πάντα μεγάλη, έχει αυξηθεί σημαντικά από την έκδοση του λυρικού μυθιστορήματος του Anthony Doerr, All the Light We Cannot See, που βραβεύτηκε με το βραβείο Pulitzer το 2015 και στη συνέχεια προσαρμόστηκε σε σειρά του Netflix.
Ιστορίες αγάπης, ιστορίες μάχης, ιστορίες αποκρυπτογράφησης, ιστορίες αντίστασης, ιστορίες στρατοπέδων συγκέντρωσης – όλες έχουν κατακτήσει τις λίστες των μπεστ σέλερ σε όλο τον κόσμο.
«Ο μυθιστοριογράφος μπορεί να σας πει πώς ήταν»
Και ενώ πολλοί συγγραφείς αυτού του υποείδους έχουν αντλήσει επιδέξια από έγγραφα, επιστολές και μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων οκτώ δεκαετιών πριν, είναι απίθανο ο κόσμος να δει ξανά, μετά από τόσο καιρό, ένα νέο έργο φαντασίας βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες εκείνης της εποχής.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το «Crooked Cross», που επανεκδόθηκε την άνοιξη από την Persephone Books, είναι ένα τόσο εξαιρετικό βιβλίο.
Η συγγραφέας, Sylvia «Sally» Carson, μια νεαρή Αγγλίδα, εμπνεύστηκε από επισκέψεις σε φίλους στη Βαυαρία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 προκειμένου να γράψει ένα μυθιστόρημα για την αυγή της ναζιστικής τυραννίας σε μια μικρή γερμανική πόλη.
Ο διάσημος Αμερικανός μυθιστοριογράφος EL Doctorow, συγγραφέας των Ragtime, Billy Bathgate και άλλων μυθιστορημάτων που διαδραματίζονται στο παρελθόν, είπε κάποτε: «Ο ιστορικός θα σου πει τι συνέβη. Ο μυθιστοριογράφος μπορεί να σας πει πώς ήταν αυτό».
Το επίτευγμα της Carson είναι ότι ζωντανεύει την ζωή της φανταστικής οικογένειας Kluger, που ζει στα βουνά νότια του Μονάχου και η καθημερινότητά της καταστρέφεται μέσα σε έξι μήνες – από τα Χριστούγεννα του 1932 έως το καλοκαίρι του 1933.
Η Κάρσον έγραψε το «Crooked Cross» – ο τίτλος αναφέρεται στο σύμβολο της σβάστικας που υιοθέτησαν οι Ναζί – με μεγάλη ταχύτητα. Εκδόθηκε το 1934, ένα χρόνο μετά τα γεγονότα που περιγράφει.
Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές και η Κάρσον μετέτρεψε το μυθιστόρημά της σε θεατρικό έργο που έκανε πρεμιέρα στο Birmingham Repertory Theatre το 1935 και μεταφέρθηκε στο West End του Λονδίνου δύο χρόνια αργότερα.
Η Κάρσον αποδείχθηκε εξαιρετικά προφητική για τα φρικτά γεγονότα που επρόκειτο να συμβούν, αλλά μετά τον πρόωρο θάνατό της, το 1941 από καρκίνο του μαστού, το μυθιστόρημά της έπεσε στη λήθη.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος
Η δράση ξεκινά όταν ο Χανς και η Ρόζα Κλούγκερ και τα τρία ενήλικα παιδιά τους – η κόρη τους Λέξα και οι γιοι τους Χέλμι και Έριχ – μαζεύονται για τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Η ζωή είναι δύσκολη στη Γερμανία της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης. Ο μισθός του κ. Κλούγκερ στο ταχυδρομείο έχει μειωθεί, ο μεγαλύτερος γιος Χέλμι είναι άνεργος και η εποχιακή δουλειά του Έριχ ως δάσκαλος σκι απαιτεί να υποτάσσεται ταπεινωτικά στις ιδιοτροπίες πλούσιων γυναικών.
Αλλά τα Χριστούγεννα είναι «η εποχή που η προσωπική ευτυχία ενώνεται και ολοκληρώνεται ο μαγικός κύκλος της οικογένειας», γράφει η Κάρσον. Ο όμορφος και επιτυχημένος αρραβωνιαστικός της Λέξα, ο νεαρός χειρουργός Μόριτς Βάισμαν, συμμετέχει σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις.
Όταν ο Χέλμι και η Λέξα αναλαμβάνουν να στολίσουν το δέντρο – τα δύο αδέλφια ήταν πάντα πολύ δεμένα – η εορταστική ατμόσφαιρα περιγράφεται με ακρίβεια, με μια περαστική αναφορά στην «φωτογραφία του Χίτλερ» που βρίσκεται πάνω στο πιάνο, στολισμένη με κλαδιά έλατου. Η σκηνή παρασύρει τον αναγνώστη να πιστέψει, παρά την αμυδρή απειλή, ότι τίποτα δεν μπορεί να σπάσει αυτόν τον πιστό, αξιοπρεπή και αγαπητό οικογενειακό κλοιό.
Ένα μήνα αργότερα, τον Ιανουάριο του 1933, ο Χίτλερ ορίζεται καγκελάριος και ξεκινά η Machtergreifung, όπως αποκαλούν οι Γερμανοί την εδραίωση της εξουσίας των ναζί. Μέσα σε λίγες μέρες, ο Χέλμι ανταμείβεται για την υποταγή του στους ναζί και τις υποσχέσεις τους να ξανακάνουν την χώρα ευημερούσα, με μια θέση ως τοπικός γραμματέας του κόμματος. Ο Μόριτς, που έχει εβραίο πατέρα, απολύεται από την κλινική του Μονάχου όπου εργάζεται.

Σύγχρονοι παραλληλισμοί
Η Κάρσον δείχνει συμπόνια για όλους τους χαρακτήρες της, παράλληλα με μια εξαιρετικά οξεία αντίληψη των πολύ ανθρώπινων αδυναμιών τους. Ο Χέλμι, ένας ευαίσθητος και ευσυνείδητος άνδρας, εντούτοις υποκύπτει στην ναζιστική ιδεολογία. Προσπαθεί να πείσει την αδελφή του ότι, στη νέα πραγματικότητα, πρέπει να διαλύσει τον αρραβώνα της και να μην ξαναδεί ποτέ τον Μόριτς. Η Λέξα αντιστέκεται με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή ο Χίτλερ θα εκδιωχθεί από την κυβέρνηση.
Αντ' αυτού, καθώς τα λιβάδια των βουνών πρασινίζουν την άνοιξη του 1933, ο κόσμος της οικογένειας σκοτεινιάζει ακόμη περισσότερο. Ο Erich παραιτείται από τη δουλοπρεπή δουλειά του για να ενταχθεί στην χιτλερική νεολαία και περιφέρεται στην πόλη με τη στολή και τις μπότες του – οι γονείς του νιώθουν έντονη υπερηφάνεια, αν και ο πατέρας του, βετεράνος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, παραμένει επιφυλακτικός για έναν άλλο αιματηρό πόλεμο.
Ο ιδεαλιστής Helmy παρευρίσκεται σε μια ναζιστική συγκέντρωση και μένει γοητευμένος. Η Κάρσον γράφει: «Δεν είχε καμία προειδοποίηση για την καταστροφή που θα προκαλούσε η απελευθέρωση αυτής της δύναμης. Ο Χίτλερ ήταν για αυτούς σαν ένας λαμπρός σωτήρας, ένας θεός. Τα χέρια τους υψώθηκαν με το ίδιο σήμα – ένα δάσος από τεντωμένα καφέ χέρια με τα δάχτυλα να δείχνουν τον μικρό θεό με το μουστάκι. Χάιλ Χίτλερ!»
Ο Εβραίος Μόριτς, από την άλλη, χωρίς δουλειά και εισόδημα, χωρίς πλέον το δικαίωμα να δανείζεται βιβλία από τη δημόσια βιβλιοθήκη, πέφτει σε κατάθλιψη. Αναζητώντας μια ανέμελη βραδιά, η Λέξα τον πείθει να την πάει σε έναν χορό. Στην γεμάτη κόσμο πίστα, ενώ χορεύουν φοξ-τροτ, οι δύο συγκρούονται τυχαία με ένα άλλο ζευγάρι. Ο Μόριτς γυρίζει για να ζητήσει συγγνώμη. «Ανάθεμά σε, βρωμερέ Εβραίε. Φύγε από μπροστά μου», φωνάζει ο άλλος άντρας.

Η Κάρσον είπε στην εφημερίδα Bradford Observer πώς άκουσε ακριβώς αυτά τα λόγια να λέγονται στον Εβραίο άντρα που ήταν παρτενέρ της σε μια αίθουσα χορού, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στη Βαυαρία.
Τον Ιούνιο του 1933, όταν η βία που σιγόβραζε κάτω από την επιφάνεια σε αυτή την ειδυλλιακή γωνιά της Γερμανίας εκρήγνυται, η Λέξα επιλέγει οριστικά την αγάπη της για τον Μόριτς έναντι όλων των άλλων δεσμεύσεών της και τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά. (Δεν λέμε περισσότερα για να μην χαλάσουμε την ιστορία.)
Το μυθιστόρημα δείχνει με ανατριχιαστική δύναμη πώς μια πολιτισμένη χώρα μπορεί να καταληφθεί από τον αυταρχισμό. Μιλώντας στο πρόγραμμα Today του BBC Radio 4, η Francesca Beauman, ιστορικός και διευθύντρια εκδόσεων της Persephone Books, ανέφερε μια κριτική που δημοσιεύτηκε στην Acton Gazette την εποχή που κυκλοφόρησε το βιβλίο. «Το Crooked Cross είναι πιο αληθινό από τις τηλεγραφικές αναφορές, πιο δίκαιο από την προπαγάνδα και πιο ενδιαφέρον από τα δύο μαζί».
Δεν ήταν, ωστόσο, όλοι οι σύγχρονοι της Κάρσον που ήθελαν να ακούσουν την εμφατική γεωπολιτική προειδοποίηση που περιέχεται στο «Crooked Cross». Όταν το έργο της ανέβηκε στο θέατρο του Λονδίνου το 1937, ορισμένοι στη Βρετανία το καταδίκασαν ως «αντιγερμανικό» και το γραφείο του Λόρδου Chamberlain επέμεινε να αφαιρεθεί κάθε αναφορά στο «Χάιλ Χίτλερ». Μεγάλο μέρος του βρετανικού κατεστημένου εκείνη την εποχή ήλπιζε σε ειρηνική συνύπαρξη με το πολεμοχαρές καθεστώς του Βερολίνου.
Ορισμένοι αναγνώστες θα βιαστούν να κάνουν παραλληλισμούς με τη σύγχρονη εποχή, ειδικά με την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού σε όλο τον κόσμο και την τάση των νέων ανδρών να παρασύρονται από εξτρεμιστικά κινήματα, όταν αισθάνονται – όπως εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930 – απογοητευμένοι ή χαμένοι. Αλλά το πραγματικό ερώτημα που θέτει το «Crooked Cross» είναι προσωπικό. Τι θα κάνατε αν οι άνθρωποι που αγαπάτε αρχίσουν να υιοθετούν ιδέες που μισείτε;